Έρχεται η νέα συγκλονιστική μουσικοχορευτική παράσταση της ταλαντούχας σκηνοθέτιδας Νάνσυς Άθαν-Μυλωνά στη σκηνή του
Τορόντο 3 και 4 Φεβρουαρίου , στη σκηνή του Μόντρεαλ 18 Φεβρουαρίου και ακολουθεί η Νέα Υόρκη και η Λευκάδα!
Τα Κορίτσια στη Βεράντα σε συνδυασμό με τα άλλα δύο βιβλία της Τριλογίας της Λευκάδας (Ψηλά Τακούνια για Πάντα και Ξυπόλυτες στην Άμμο) έχουν διασκευασθεί σε θεατρικό έργο με τίτλο ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΦΩΣ, το οποίο θα ανεβεί στις θεατρικές σκηνές του Τορόντο 3,4 Φεβρουαρίου και του Μόντρεαλ 18 Φεβρουαρίου 2024.Αναμένεται η παράσταση της Νέας Υόρκης περί τα τέλη Μαΐου. Η παράσταση φιλοδοξεί να έρθει και στη σκηνή της Λευκάδας στις 4 Αυγούστου για να γίνει το Μεγάλο Πάρτι των Κοριτσιών!
Η διασκευή των τριών μυθιστορημάτων της Τριλογίας της Λευκάδας φωτίζει την αθέατη ζωή των συμμαθητριών της συγγραφέως από τη Λευκάδα αλλά εν τέλει αναπαριστά και καταγράφει το μεγάλωμα των κοριτσιών, τη γυναικεία φιλία, τις χαρές, τις λύπες, τις ακυρώσεις , τις επιτυχίες, τις απογοητεύσεις στη ζωή κάθε γυναίκας.
Η σκηνοθεσία ανήκει στην πολυτάλαντη Νάνσυ-Αθαν Μυλωνάς, η οποία παρουσιάζει το έργο σε δύο γλώσσες ταυτόχρονα σε διασκευή των Κωνσταντίνα Γκότση-Ζήνα Τζάρα.
Τα τρία τραγούδια σε στίχους της συγγραφέως Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη έχει συνθέσει και τραγουδάει η ταλαντούχος μουσικός Παναγιώτα Τσίτσου.
Της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη
Έξι κορίτσια, έξι συμμαθήτριες μεγάλωσαν κοντά κοντά στις γειτονιές της πόλης του Ιονίου, πλάθοντας όνειρα για το μέλλον τους. Χόρευαν πάνω σε ψηλά τακούνια, στροβιλίζονταν με πάθος πάνω στις μυτερές γόβες στοχεύοντας στην ενηλικίωση, σε εκείνη τη μέρα που θα ολοκλήρωναν τις λυκειακές σπουδές και θα έδιναν εξετάσεις να περάσουν στην άλλη όχθη του ποταμού, αυτήν της ελευθερίας.
Εκείνη όμως τη μέρα που όλα θα ξεκινούσαν από την αρχή, η μοίρα είχε άλλα προγράψει; Ο πατέρας της αριστοκράτισσας Τζούλιας, της πιό ζηλευτής κοπέλας του σχολείου βρέθηκε πνιγμένος σε ένα ποταμό αίματος, που πλημμύρισε όλα τα σοκάκια της πόλης σείοντας τις ζωές της κόρης του αλλά και των φιλενάδων της.
Η Τζούλια φυγαδεύτηκε από τη μάνα της στον Καναδά για να αποκοπεί από την τραυματική εμπειρία, κι έγινε η ψυχή της ένα άγαλμα που δεν ταρακουνιόταν από συγκινήσεις. Γνώρισε τον προστατευτικό γαλλοκαναδό σύζυγό της Στεφάν Λαντρύ, που την έβαλε κάτω από τις φτερούγες του χαρίζοντάς της την επιβίωση σε ένα ξένο τόπιο. Μα το αίμα του πατέρα της έτρεχε ωμό από τις πληγές.
Τα κορίτσια συναντήθηκαν πάλι στα 40 τους στο εξοχικό της Τζούλιας όπου κοιτάχθηκαν όλες στο πορτρέτο που ζωγράφισε εκείνη, βουτώντας το πινέλο της στο κόκκινο χρώμα του αίματος. Ήταν διαφορετικές μα όλες στροβιλίζονταν ακόμη στα ψηλά τακούνια.
Αγκαλιάστηκαν, μίλησαν τόσο κι άλλο τόσο, έκλαψαν για τα ματαιωμένα όνειρά τους και οδήγησαν τη Τζούλια να συμβιβαστεί με την αυτοχειρία του πατρός της.
Λίγα χρόνια αργότερα εκείνη κατόρθωσε να επιστρέψει στη γενέθλια πόλη και να αντικρύσει τις πληγές που άνοιξε εκείνο το παράλογο καλοκαιριάτικο μεσημέρι. Η οσμή του αίματος την κυνηγούσε, μα ήταν προστατευμένη από την αγάπη των φιλενάδων της και την λατρεία του άντρα της. Εκεί άρχισε να συγχωρεί τον πατέρα της που ενώ είχε ψυχική νόσο δεν έπαιρνε τα φάρμακά του αλλά και τη μητέρα της που θεώρησε πως η φυγή της στο εξωτερικό θα την γιάτρευε.
Η φιλενάδα της η Νάνσυ, κομψή και αειθαλής περπατούσε σε ψηλές πλατφόρμες, η Αθηνά συνέχιζε να φορά τα στρωτά παπούτσια της , η Έμυ έβαλε τα αθλητικά της γιατί έκανε δίαιτα και περιπάτους, η Καίτη φορούσε γόβες και ατάκουνα παπούτσια ανάλογα με την περίπτωση, ενώ η Μαρία ως καθηγήτρια Πανεπιστημίου προσπαθούσε να στριμώξει τα παραμορφωμένα δάχτυλα των ποδιών της σε μέτρια τακούνια για να στηρίξει τα αυστηρά ταγιέρ της.
Και η Τζούλια δεν θυμόταν αν είχε φορέσει ποτέ τακούνια, αν είχε υποκύψει στης Νάνσυς την τρέλα να καρφώσουν τα ξύλινα τακούνια στις σαγιονάρες τους και να οργώνουν τις γειτονιές προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο και εκνευρίζοντας τους γείτονες τότε πίσω μακριά στην εφηβεία τους.
Η Τζούλια ήθελε να πετάξει τα παπούτσια της και να γυμνώσει τα πέλματά της ακουμπώντας τα στην καυτή άμμο. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας , αυτή τη συνεπήρε όταν ξαναγύρισε μετά από χρόνια στο ανακαινισμένο πατρικό της.
Κι έτσι παρέσυρε και τις υπόλοιπες συμμαθήτριες στην αναζήτηση της απελευθέρωσης από τα δεσμά του παρελθόντος. Και περπατούσαν ξυπόλυτες στην άμμο, ανέμελες όπως τότε που ήταν κορίτσια. Και ακουμπούσαν η μια στην άλλη τις ακυρώσεις, τους φόβους και όσα τις έκαναν να χάσουν την γλυκιά ματαιότητα των ονείρων.
Αυτή είναι η ιστορία των έξι συμμαθητριών μου που με τα χρόνια έγιναν περισσότερες γιατί στο γλυκό ιστό της ιστορίας τους προστέθηκαν κι άλλες συμμαθήτριες κι άλλες γυναίκες που ήθελαν απεγνωσμένα να συμπεριληφθούν στην κοινή μνήμη. Αυτή η κοινή εμπειρία έγινε τελικά το εφαλτήριο της λύτρωσης και του επαναπροσδιορισμού της γυναικείας φιλίας.
Έτσι προέκυψαν τα Κορίτσια στη Βεράντα, οι αιώνιες νέες που σμίλεψαν τις ζωές τους αλλιώς η καθεμιά, μα που τελικά βρέθηκαν χωρίς προσποίηση να αναθυμούνται το παρελθόν που τις όρισε ως μελλοντικές ίνες ενός υφάσματος που εξυφαίνεται από τις μνήμες και τις εξελίξεις.
Εδώ σ’ αυτό το μυθιστόρημα θα μας βρείτε όλες ζωντανές στη σκηνή σαν ρόκ συγκρότημα, γιατί η δική μας γενιά πέρασε από τα δημοτικά, στα λαϊκά και στα ρόκ ταυτόχρονα με πόνο και με λύτρωση!