Φέτος εορτάζονται τα 75 χρόνια ύπαρξης της Βόρειο-Ατλαντικής Συμμαχίας (NATO – North Atlantic Treaty Organization) η οποία δημιουργήθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1949, έχοντας ως στόχο την διασφάλιση και την σταθερότητα του δυτικού κόσμου (βόρεια Αμερική και Ευρώπη) κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου (1947-1991).
Το NATO ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1949 στην Ουάσινγκτον από 12 χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Την Συνθήκη δημιουργίας του οργανισμού αρχικά υπέγραψαν το Βέλγιο, η Γαλλία, η Δανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ισλανδία, η Ιταλία, ο Καναδάς, οι Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, η Νορβηγία και η Πορτογαλία. Η Ελλάδα και η Τουρκία ακολούθησαν το 1952, ενώ το 1955 η Δυτική Γερμανία. Η προσχώρηση της τελευταίας προκάλεσε την αντίδραση και τη σύναψη του Συμφώνου της Βαρσοβίας από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Από το 1980 και κυρίως από το 1999 και μετά, πολλές ακόμα ευρωπαϊκές χώρες έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ με τελευταία διεύρυνση αυτή που πραγματοποιήθηκε φέτος καθώς η Φινλανδία και η Σουηδία εντάχθηκαν στις τάξεις του. Σήμερα, η Βόρειο-Ατλαντική Συμμαχία αριθμεί 32 χώρες μέλη.
Οι προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει τότε ήταν πολλές. Κατά πολλούς, όμως, ο λόγως ύπαρξης του ΝΑΤΟ σήμερα είναι ακόμα εξαιρετικά απαραίτητος και ζωτικής σημασίας καθώς οι νέες και αυξανόμενες προκλήσεις ασφάλειας, σταθερότητας και διακυβέρνησης στο διεθνές μεταβαλλόμενο περιβάλλον επαπειλούν την μέχρι προ ολίγων ετών «σταθερότητα» του κόσμου αφού νέες αλλαγές και συσχετισμοί δυνάμεων και ισορροπιών ξεδιπλώνονται μπροστά μας.
Τα κύρια επιχειρήματα αυτών που τάσσονται υπέρ του NATO είναι η διασφάλιση της συνεργασίας και της σταθερότητας μεταξύ των δυτικών δημοκρατιών. Η συνεργασία αυτή είναι ουσιώδης για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προκλήσεων όπως ο τρομοκρατικός φανατισμός, η διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, η κυβερνοασφάλεια, ζητήματα που προκύπτουν από την ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη, η κλιματική αλλαγή αλλά και οι αλλαγές που διαδραματίζονται στον διεθνή γεωπολιτικό χάρτη.
Ένα άλλο σημαντικό επιχείρημα που εκφράζεται είναι η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας του NATO σε διεθνείς συγκρούσεις. Η ύπαρξη μιας ισχυρής και ενωμένης συμμαχίας, κατ’ αυτούς, μπορεί να ασκήσει πιέσεις σε εχθρικά καθεστώτα και να προωθήσει τη διπλωματία και την ειρήνη. Μεταξύ άλλων, τονίζουν πως το NATO λειτουργεί κι ως ένας από τους μηχανισμός προστασίας των δημοκρατικών αξιών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Υπ’ αυτήν την σκέψη, η ύπαρξή της ως συμμαχίας δηλώνει ότι οι χώρες μέλη του δεσμεύονται να προασπίζουν αυτές τις αρχές σε περίπτωση επιθέσεων ή απειλών.
Ωστόσο, υπάρχουν και αυτοί που ορθώνουν ερωτήματα, αντιρρήσεις ή και κριτικές για τον ρόλο του θέτοντας σημαντικά φιλοσοφικά, στρατηγικά και οικονομικά ερωτήματα. Κατά πολλούς, λοιπόν, θεωρείται ότι ο οργανισμός υπονομεύει την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία καθώς μπορεί να επιβάλλει αποφάσεις σε χώρες μέλη που δεν συμφωνούν με την πολιτική του αφού η ιδέα της συλλογικής άμυνας και αλληλεγγύης δοκιμάζεται από την αυξανόμενη εθνοκεντρική και εθνικιστική αντίληψη, φαινόμενο που αυξάνεται ραγδαία διεθνώς. Σε επίπεδο οικονομίας η συμμετοχή των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ θέτει τις οικονομίες τους στην «μέγγενη» καθώς ναι μεν δεν προβλέπεται ελάχιστο ποσοστό αμυντικών δαπανών των χωρών-μελών αλλά οι ΗΠΑ ζητούν μετ' επιτάσεως τα τελευταία χρόνια αυτές να είναι ίσες τουλάχιστον με το 2% του ΑΕΠ τους. Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που ιστορικά διοχετεύει στην άμυνα ποσά που ξεπερνούν σημαντικά το 2% του ΑΕΠ της χώρας. Υπό ερώτημα τίθεται και η ευρύτερη απομάκρυνση των ΗΠΑ από την πολιτική διεθνούς συνεργασίας. Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα -βλ. επίσης το «συμφέρον» ενός κράτους- θέτουν υπό αμφισβήτηση το μέλλον του οργανισμού παρότι η σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας έχει δώσει μία νέα πνοή στην Βόρειο-Ατλαντική Συμμαχία αναδεικνύοντας την σημασία του για τον συντονισμό των ευρωπαϊκών χωρών, δεδομένου ότι η ΕΕ δεν έχει ακόμα αναπτύξει τον τρίτο πυλώνα ολοκλήρωσης της ο οποίος είναι αυτός της κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Άμυνας.
Οι δράσεις, όμως, του ΝΑΤΟ, και ιδιαιτέρως στις περιπτώσεις των συγκρούσεων και επεμβάσεων που έχουν καταγραφεί, θέτει ερωτήματα για την συμφωνία εκδήλωσης των ενεργειών του με τις αρχές της δικαιοσύνης και του διεθνούς δικαίου καθώς οι αποφάσεις που λαμβάνονταν και λαμβάνονται πρέπει να δικαιολογούνται και ηθικά. Κι εδώ ακόμα πρέπει να ξεκαθαριστεί πως εν γένει στην πολιτική τα υποκείμενα διεθνούς δικαίου, δηλαδή τα κράτη, δεν κινούνται έχοντας ως γνώμονα την ηθική. Κινούνται απολύτως βάση του συμφέροντος τους. Επικαλούνται την ηθική μόνον όταν «βολεύει» τις πολιτικές τους πρακτικές.
Ο κόσμος σήμερα βρίσκεται και τελεί εαυτόν υπό σημαντικά ερωτήματα γεω-πολιτικής, -οικονομικής, -στρατηγικής, -κλιματικής, -τεχνολογικής σημασίας για το μέλλον. Απ’ ότι διαφαίνεται, όμως, ο πόλεμος μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας αλλά και οι χυδαίες, πλέον, αιματηρές κατ’ αμάχων εξελίξεις στην Μέση Ανατολή -από τις οποίες το ΝΑΤΟ γενικότερα αποστασιοποιείται- θα μας ταλανίζουν για πολλά ακόμα χρόνια και θα εγείρουν ερωτήματα για τον ρόλο του διεθνούς αυτού οργανισμού.