Φαντασία και Ρεαλισμός
Καταιγιστικό, τρυφερό, μυστηριώδες, το μυθιστόρημα φαντασίας της Μαρίας Παπαγιάννη «Χρυσά Κουπιά» κινείται μεταξύ μύθου και ζωής, ονείρου και φαντασίας για να αγκαλιάσει τελικά την όχθη της χαράς. Μαρτυρά τη λύπη, τον πόνο, τη φθορά, μέσα στην πορεία της ενηλικίωσης, γίνεται ονειροκρίτης του ανέφικτου ενώ κυνηγά μανιωδώς τη ζωή, σαν να μην υπάρχει αύριο. Κρατιέται από τη χαίτη της «Αστραπής», κυνηγώντας τη στιγμή, αυτή που γεμίζει την ψυχή με την απόλυτη ευτυχία, αρκεί να είναι έτοιμη να τη δεχτεί.
Η γραφή της Μαρίας Παπαγιάννη είναι σπονδυλωτή, με στιγμιαίο φλασμπάκ, και κάνει την καρδιά να πάλλε
ται σαν καρδιογράφημα. Τα κεφάλαια μεταξύ τους δένουν με αλληλουχία καθώς το ένα προεικονίζει το επόμενο, χωρίς διόλου να χαθεί η μαγεία της αποκάλυψης.
Αναδρομή στις ρίζες
Δυο κορίτσια, δυο αδελφές, η Λήδα και η Ηρώ, αντιμετωπίζουν στο χωριό της μητέρας τους τον αυστηρό παππού τους, Αδραχτά, και ανακαλύπτουν τις ρίζες τους, μέσα από μια ιδιαίτερα ποιητική αφήγηση, με αφαιρετική μέθοδο, όπως ακριβώς πρέπει σε ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού. Η Λήδα και η Ηρώ, μαθαίνουν την αξία της φιλίας και τη σοφία της οικογένειας. Η συγγραφέας, εκεί στο νησί των Συμπληγάδων της ψυχής της, εγκαθιστά τον δικό της τόπο φαντασίας και γεννά μαγικά καράβια-βελανιδιές που ξεπηδούν μέσα από τις χαράδρες της μνήμης.
Η έλλειψη της μητέρας (Ολίβιας), οδηγεί μεταφορικά σε μια άλλη πραγματικότητα μα τόσο αληθινή, όπου υποσυνείδητα, η απουσία της μάνας λειτουργεί σαν ασπίδα προστασίας από τα ίδια τα παιδιά, μέσα από τα γιοφύρια της μνήμης και τις διεργασίες ανέλιξης της ζωής.
Ένας παππούς-ήρωας
Ο παππούς, είναι ένα τεράστιο γενεαλογικό δέντρο στην καρδιά των κοριτσιών, στην οθόνη του μυαλού τους φαντάζει γίγαντας, και όχι με πήλινα πόδια. Ο παππούς είναι ένας τεράστιος Ανταίος. Εκεί, στη φάρμα του, παρά την απουσία των μαραμπού, εγκιβωτίζεται ένας κήπος της Εδέμ και μια κιβωτός του Νώε, με αγέρωχο καπετάνιο και προστάτη τον παππού των κοριτσιών. Εκεί, τα κατάλευκα περιστέρια αναζητητές, είναι η Λήδα και η Ηρώ. Ο Αγέλαστος παππούς κάνει την ανατροπή, καθώς κάτω από το γρανιτένιο πρόσωπο του ανακαλύπτουν το παιδί μάλαμα.
Ο σαρκασμός δίνει παντού την παρουσία του, σκορπώντας αβίαστα το χαμόγελο στα πρόσωπα των μικρών και των μεγάλων αναγνωστών.
«Λήδα είσαι πολύ βαρετή αδελφή τελικά. Ή διαβάζεις ή σκέφτεσαι.»
«Δεν είναι κακό αλλά είναι πολύ βαρετό. Λες να γίνεις συγγραφέας;»
«Μπα, δεν νομίζω».
«Αν γίνεις, θέλεις να γράψεις για μένα;»
«Και γιατί, παρακαλώ να γράψω για σένα;»
«Γιατί, εγώ θέλω να γίνω ηρωίδα σαν αυτές που διαβάζω στα βιβλία.»
«Ε, καλά , είσαι τρελό ψώνιο.»
Μεταφυσική πνοή
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην γραφή της Μαρίας Παπαγιάννη είναι ότι το μεταφυσικό στοιχείο, δένει απόλυτα με τον αυτοσαρκασμό, κάτι που απογειώνεται στα μάτια των παιδιών.
«Στο ξένο σπίτι μένουν φαντάσματα.»
«Εγω ξέρω ότι τα φαντάσματα βγαίνουν τα βράδια».
«Τότε, ένα βράδυ τα φαντάσματα ξέχασαν ανοικτό το ραδιόφωνο στο σπίτι της κυρίας Μαρίας.»
Το ρεαλιστικό συνδέεται με το φιλοσοφικό σε μικρές δόσεις, χωρίς να μας πνίξει, εκεί που πρέπει, μέσα από τους διαλόγους, εμπλουτίζοντας το κείμενο με νόημα. Η μοναδικότητα του βιβλίου ενυπάρχει στο σεβασμό της διαφορετικότητας. Ο τρόπος που ισορροπεί το δίκαιο, ο σεβασμός απέναντι στα έλλογα και άλογα όντα, στην ομορφιά και την απεραντοσύνη της φύσης, είναι διάχυτος από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα του βιβλίου.
Η αγάπη της συγγραφέως για τα βιβλία και τον φανταστικό τους κόσμο φανερώνεται από τον τρόπο που προσεγγίζει τη γνώση μέσα από το «βιβλιοπωλείο» που φυτεύει κυριολεκτικά από το πουθενά για να προσδώσει μυστήριο.
Παιδοκεντρική βλέψη
Ο τρόπος βλέψης του κόσμου είναι καθαρά παιδοκεντρικός, μέσα από το φίλτρο του ενήλικα, κάτι που καθιστά το βιβλίο προσιτό και προσφιλές στον μικρό αναγνώστη. Η αντανάκλαση της χαράς μέσα από το χαρμόσυνο βλέμμα του παιδιού, μας αγαλλιάζει και μας οδηγεί, ακόμα κι εμάς τους ενήλικες, στο κρυμμένο παιδί μέσα μας.
«Τα κορίτσια έτρεξαν πίσω της στην κουζίνα κι ύστερα όλες μαζί ήπιανε βυσσινάδες , ενώ στο τραπέζι υψωνόταν ένα βουναλάκι με τα χρυσά χαρτάκια από τα σοκολατάκια που καταβρόχθιζαν και οι τρείς. Η Χαρούλα κατέβαζε τα σοκολατάκια δυο δυο.»
Μια μεταφυσική αύρα γεμίζει τους στίχους του βιβλίου, σαν εκείνο το «ραδιόφωνο των φαντασμάτων» που προσπαθεί να παγώσει το χρόνο με την μουσική του.
Η φύση σαν άνθρωπος
Οι μαγικές ιδιότητες της ιερής βελανιδιάς, του μαγικού δέντρου του βιβλίου, θυμίζει τις δοξασίες και τους θρύλους των βόρειοευρωπαϊκών χωρών. Μας ταξιδεύει στους Δρυίδες και στις μαγικές επικλήσεις τους, για την ευγονία της φύσης και την προστασία της φυλής. Ταυτόχρονα, μας ταξιδεύει και στους δικούς μας αρχαίους Σπαρτιάτες, που έκοβαν τα κλαδιά από τον Ευρώτα και κοιμόντουσαν επάνω. Τα πάντα συνήθιζαν το νεαρό Σπαρτιάτη στη στέρηση και τον κόπο, τα πάντα του δίδασκαν υπομονή. Ακριβώς όπως και ο παππούς σαν άλλος Ιάσονας, με περίσσια υπομονή, ξεκρέμασε το χρυσόμαλλο δέρας της ζωής του από την ιερή βελανιδιά.
Το δάσος εδώ, μεταμορφώνεται, αποκτά φωνή και με χρησμό Πυθίας προτρέπει τα δέντρα, ως ξύλινα τείχη, σαν άλλες τριήρεις, να είναι ευέλικτα στις ναυμαχίες της ζωής.
Τα δέντρα μιλούν, όπως και τα ζώα, ακριβώς όπως αποκαλύπτουν και τα θεολογικά κείμενα των Ιερών Πατέρων, όταν μας μιλούν για την Παραδείσια κατάσταση. Γεγονός που υποδεικνύει, τις βαθιές θεολογικές και φιλοσοφικές γνώσεις της συγγραφέως. Συμπερασματικά, το δάσος, για την συγγραφέα μας, Μαρία Παπαγιάννη, είναι το μονοπάτι της ζωής που εμείς θα ακολουθήσουμε, με τα αδιέξοδα και τα φαράγγια του, με τις θάλασσες και τις λίμνες του, μα κυρίως με τον καταγάλανο ουρανό του, που δεν είναι άλλος από το φωτεινό παιδί της μνήμης.