
Ανάλυση Macklem για την εμπορική αβεβαιότητα και τις συνέπειες στην καναδική οικονομία
Κατερίνα Γερασκλή
Στην ομιλία του στο Calgary Economic Development στις 20 Μαρτίου 2025, ο Διοικητής της Τράπεζας του Καναδά, Tiff Macklem, ανέλυσε εκτενώς την τρέχουσα οικονομική κατάσταση της χώρας, αναδεικνύοντας τις σοβαρές προκλήσεις που απορρέουν από την αβεβαιότητα της εμπορικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών και τους δασμούς που επιβάλλει η κυβέρνηση του Προέδρου Τραμπ.
Ο Macklem αναφέρθηκε στην αρχική θετική πορεία της καναδικής οικονομίας κατά τη διάρκεια του 2024, με τον πληθωρισμό να επιστρέφει στο 2% και την οικονομική ανάπτυξη να σημειώνει σημαντική επιτάχυνση. Οι μειώσεις των επιτοκίων από την Τράπεζα του Καναδά είχαν υποστηρίξει τις καταναλωτικές δαπάνες και την ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,2% το τρίτο τρίμηνο και 2,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2024.
Ωστόσο, η θετική αυτή τάση έχει ανακοπεί από την εμφάνιση νέων κινδύνων που συνδέονται με την εμπορική αβεβαιότητα, ιδίως από την πλευρά των ΗΠΑ. Ο Macklem υπογράμμισε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να επιβάλλουν δασμούς σε βασικά καναδικά προϊόντα, όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο, προκαλώντας ανησυχίες για την επέκταση των μέτρων αυτών σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η παραγωγή ημιαγωγών και η φαρμακοβιομηχανία.
Ο αντίκτυπος στους καναδικούς τομείς και τις επαρχίες
Ο Macklem αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα σοβαρά αποτελέσματα που προκαλούν οι δασμοί στις καναδικές επαρχίες και συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στις εξής περιοχές:
Αλμπέρτα: Η επιβολή 10% δασμών στις εξαγωγές ενέργειας έχει προκαλέσει πτώση στις τιμές του πετρελαίου, δημιουργώντας δυσκολίες στις ενεργειακές εταιρείες. Παρά την ολοκλήρωση του αγωγού Trans Mountain Expansion, που επιτρέπει στην Αλμπέρτα να προωθήσει τα προϊόντα της στις διεθνείς αγορές, η αμερικανική αγορά παραμένει εξαιρετικά σημαντική για τις καναδικές εξαγωγές πετρελαίου. Ο Macklem προειδοποίησε ότι οι επενδύσεις στον τομέα αυτό ενδέχεται να μειωθούν, κάτι που θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στις θέσεις εργασίας και τη συνολική οικονομική δραστηριότητα της επαρχίας.
Πραΐρις: Οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές στις γεωργικές επαρχίες, όπου η αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς δημιουργεί προβλήματα. Η αμερικανική κυβέρνηση έχει εξαιρέσει προσωρινά τα λιπάσματα, όπως το ποτάσιο από τη Σασκάτσουαν, από τους δασμούς, όμως η γενική αβεβαιότητα παραμένει. Επιπλέον, η απόφαση της Κίνας να επιβάλει 100% δασμούς στο καναδικό κραμβέλαιο (canola) έχει σοβαρές συνέπειες για τους καναδούς αγρότες, καθώς η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές canola της χώρας.
Οντάριο & Κεμπέκ: Στην Οντάριο και το Κεμπέκ, οι 25% δασμοί στον χάλυβα και το αλουμίνιο αναμένονται να πλήξουν τις τοπικές βιομηχανίες, αυξάνοντας το κόστος παραγωγής και μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των καναδικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Η αύξηση των τιμών για αυτά τα βασικά υλικά αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και να προκαλέσει προβλήματα στους τομείς που εξαρτώνται από την κατανάλωση.
Η αντίδραση της Τράπεζας του Καναδά και η νομισματική πολιτική
Αναφερόμενος στην αντίδραση της Τράπεζας του Καναδά, ο Macklem σημείωσε ότι, παρόλο που η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να εξαλείψει τις εμπορικές προκλήσεις ή να λύσει τις συνέπειες των δασμών, ο στόχος της Τράπεζας είναι να διατηρήσει τον πληθωρισμό σταθερό στο 2%, αποτρέποντας έτσι την αίσθηση αβεβαιότητας στους πολίτες και την οικονομία γενικότερα.
Η Τράπεζα του Καναδά παρακολουθεί στενά την κατάσταση, με τα περιφερειακά γραφεία να διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην ανάλυση των επιπτώσεων στη Δυτική Καναδά. Το γραφείο του Κάλγκαρι, για παράδειγμα, είναι υπεύθυνο για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των εμπορικών πολιτικών στις τοπικές αγορές και βιομηχανίες.
Οι ευρύτερες οικονομικές συνέπειες και η επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης
Ο Macklem τόνισε ότι η εμπορική αβεβαιότητα επηρεάζει και τις δύο πλευρές των συνόρων. Οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης έχουν μειωθεί σημαντικά, τόσο στον Καναδά όσο και στις ΗΠΑ. Ο δείκτης του Conference Board στον Καναδά σημείωσε ιστορικά χαμηλά τον Μάρτιο, ενώ η έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ κατέγραψε πτώση στην καταναλωτική διάθεση που είναι η χαμηλότερη των τελευταίων δυόμισι ετών.
Ταυτόχρονα, οι επιχειρήσεις σε διάφορους τομείς, ιδίως στη μεταποίηση, μειώνουν τις προβλέψεις τους για πωλήσεις και περιορίζουν τις επενδύσεις. Το κόστος των εισαγόμενων προϊόντων έχει αυξηθεί λόγω της αποδυνάμωσης του καναδικού δολαρίου, γεγονός που έχει καταστήσει τη χρηματοδότηση μέσω πιστώσεων πιο δύσκολη για πολλές εταιρείες. Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να προσαρμόσουν τις τιμολογιακές τους πολιτικές και, συχνά, να μετακυλίσουν τα αυξημένα κόστη στους καταναλωτές, γεγονός που εντείνει τις πληθωριστικές πιέσεις.
Ενδυνάμωση της νομισματικής πολιτικής για την αποτροπή πληθωρισμού
Η Τράπεζα του Καναδά συνεχίζει να επικεντρώνεται στη διαχείριση των πληθωριστικών πιέσεων, καθώς η νομισματική πολιτική μπορεί να περιορίσει την εξάπλωση αυξήσεων τιμών, αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει την αρχική τους εμφάνιση λόγω των δασμών. Ο Macklem σημείωσε ότι η Τράπεζα ενισχύει τα οικονομικά της μοντέλα για ακριβέστερες προβλέψεις και επικοινωνεί με επιχειρήσεις και νοικοκυριά για να διασφαλίσει ότι οι αυξήσεις τιμών δεν θα εξελιχθούν σε γενικευμένο πληθωρισμό.
Η πολιτική του Προέδρου Τραμπ και οι ανησυχίες για την κυριαρχία του Καναδά
Καταλήγοντας, ο Macklem εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για τις επανειλημμένες δηλώσεις του Προέδρου Τραμπ, ο οποίος έχει αποκαλέσει τον Καναδά «την 51η πολιτεία των ΗΠΑ». Ο Macklem υπογράμμισε ότι η κυριαρχία του Καναδά δεν τίθεται σε αμφισβήτηση, υπογραμμίζοντας την ανάγκη διατήρησης της ανεξαρτησίας και της προστασίας των συμφερόντων της χώρας, παρά τις εξωτερικές εμπορικές πιέσεις.
Η καναδική κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε κρίσιμες αποφάσεις για το πώς θα ανταποκριθεί στις αμερικανικές εμπορικές προκλήσεις, ενώ οι καναδικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά προσπαθούν να προσαρμοστούν σε ένα περιβάλλον γεμάτο αβεβαιότητα.