Ενα εύχρηστο διαγνωστικό τεστ για τον νέο κορωνοϊό, κατάλληλο για την εξέταση μεγάλου αριθμού ανθρώπων, μαθητών, εργαζομένων σε βιομηχανικές μονάδες, τροφίμων σε οίκους ευγηρίας, ανέπτυξε ομάδα Ελλήνων ερευνητών στο Lunenfeld Τanenbaum Research Institute, στο Τορόντο του Καναδά. «Τα διαγνωστικά τεστ δεν προσείλκυσαν το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, που επένδυσε σύσσωμο το δυναμικό της στη σύσταση εμβολίων για την αντιμετώπιση της πανδημίας», αναφέρει στην «Κ» από το Τορόντο ο δρ Μοριακής Βιολογίας Ιωάννης Πρασσάς, ερευνητής στο Mount Sinai Hospital, «έτσι εξακολουθούμε να έχουμε ένα κενό πληροφόρησης σχετικά με τη διασπορά του ιού, κάτι που θα βοηθούσε πολύ στη χάραξη των πολιτικών πρόληψης».
Ο ίδιος, μαζί με τον καθηγητή Εργαστηριακής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο δρα Ελευθέριο Διαμαντή και την ομάδα του, ανέπτυξε ένα τεστ που παρουσιάζει εν πρώτοις πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα· το βιολογικό υλικό που τοποθετούν εν προκειμένω στο μικροσκόπιο είναι το σάλιο. Συγκεκριμένα, οι Ελληνες επιστήμονες στήριξαν το καινοτόμο τεστ στην ανίχνευση μιας πρωτεΐνης του κορωνοϊού, του πυρινοκαψιδίου, η οποία αναλύεται με τη μέθοδο ELISA, η οποία με τη σειρά της βασίζεται στα αντισώματα. Με αυτή τη μεθοδολογία η παραπάνω πρωτεΐνη μπορεί να εντοπιστεί σε πολύ μικρές ιχνοποσότητες, όπως 0,1 pg ανά κυβικό εκατοστό.
«Η λήψη ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος είναι μια δυσάρεστη διαδικασία, στην οποία εμπλέκεται απαραιτήτως εξειδικευμένο υγειονομικό προσωπικό», επισημαίνει ο καθηγητής Διαμαντής, «αντίθετα, το δείγμα σάλιου το δίνει μόνος του ο κάθε ενδιαφερόμενος, φτύνοντας απλώς μέσα σε έναν σωλήνα, χωρίς να απαιτείται η παρουσία κάποιου ειδικού». Ταυτόχρονα, «είναι πιο ασφαλής πρακτική ως προς τη δυναμική μετάδοσης του ιού κατά την εξέταση». Η επιστημονική ομάδα θεωρεί ότι το σάλιο είναι το ίδιο αξιόπιστο για τη διάγνωση του ιού σε σχέση με το ρινοφαρυγγικό επίχρισμα, αρκεί, όμως, η διαγνωστική μέθοδος να έχει υψηλή ευαισθησία.
«Τα περισσότερα εμπορικά rapid tests έχουν συγκριτικά χαμηλότερη ευαισθησία και θα έδιναν στο σάλιο αρκετά ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα». Συγκεκριμένα, «η ευαισθησία του δικού μας τεστ είναι 500 φορές υψηλότερη από εκείνη των rapid antigen tests, τα οποία είναι πολύ αποτελεσματικά μόνο για όσους έχουν εκείνη τη στιγμή σχετικά υψηλό ιικό φορτίο. Για αυτό μπορούν, υπό κατάλληλες προϋποθέσεις, να αποτελέσουν εξαιρετικά επιδημιολογικά εργαλεία δημόσιας υγείας, δεν είναι όμως το ίδιο αξιόπιστα για κλινική διάγνωση».
Από την άλλη, το μοριακό τεστ (PCR), αν και αξιόπιστο ως προς την ανίχνευση του ιού, παρουσιάζει ένα μεγάλο παράθυρο θετικότητας, «μπορεί να συνεχίσει να βγάζει θετικό κάποιον ακόμη και μετά την περίοδο μεταδοτικότητας της νόσησης». Μέρος της τρέχουσας κλινικής δοκιμής του νέου τεστ είναι να ελεγχθεί αν «χάρη στην πιο περιορισμένη κινητική έκφραση των αντιγόνων του ιού στο σάλιο, όσοι θα αναδεικνύονται θετικοί θα έχουν και περισσότερες πιθανότητες να είναι εκείνη τη στιγμή και μεταδοτικοί». Τα τεστ θα μπορούν να διενεργούνται σε ειδικά εργαστήρια, εντός εργοστασίων ή σχολείων, όπως και σε μηχανοκίνητα εργαστήρια μέσα σε βαν ή σε σταθερά, εγκατεστημένα σε κεντρικά σημεία μιας πόλης. Τα αποτελέσματα βγαίνουν μέσα σε 3 έως 4 ώρες, ωστόσο η ομάδα εργάζεται πυρετωδώς έτσι ώστε το χρονικό διάστημα να συμπυκνωθεί σε μία ώρα.
«Ετσι, το κάθε μηχάνημα, που έχει μέγεθος ενός εκτυπωτή, θα έχει τη δυνατότητα να αναλύει 5.000 με 10.000 δείγματα σε μία ημέρα», υπογραμμίζει ο δρ Πρασσάς. Οι εξεταζόμενοι θα λαμβάνουν τα αποτελέσματα στα κινητά τους μέσω ειδικής διαδικτυακής εφαρμογής, ενώ προβλέπεται μελλοντικά να μπορούν να στέλνουν και ταχυδρομικά το δείγμα τους προς ανάλυση – δεδομένου ότι το καναδικό ταχυδρομείο έχει περάσει επιτυχώς το «κρας τεστ» στην έγκαιρη αποστολή βιολογικού υλικού για διαφόρων τύπων μικροβιολογικές αναλύσεις σε λιγότερο από δώδεκα ώρες, παρά τη μεγάλη έκταση της χώρας. Η δεύτερη κλινική αξιολόγηση του τεστ (σε πάνω από 1.000 δείγματα σάλιου από ασθενείς με COVID-19) βρίσκεται εν εξελίξει σε συνεργασία με το Mount Sinai Hospital και αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Μαρτίου, ενώ η αδειοδότηση για την κυκλοφορία του τεστ στην αγορά του Καναδά αναμένεται να δοθεί από την 1η Μαΐου. Η πιθανότητα, βέβαια, να φτάσει στην Ευρώπη το συγκεκριμένο τεστ είναι μάλλον απατηλή.
Το ίδιο μηχάνημα, πάντως, προσφέρει μια εξίσου πολύτιμη δυνατότητα – μπορεί να ανιχνεύσει την ύπαρξη τριών διαφορετικών αντισωμάτων έναντι του νέου κορωνοϊού. «Τους επόμενους μήνες, αυτό θα αποτελεί το ζητούμενο», τονίζει ο δρ Πρασσάς. «Πιστεύουμε ότι έχει φτάσει η ώρα της εξατομικευμένης προσέγγισης στη μάχη μας με τον κορωνοϊό, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε το ανοσολογικό προφίλ κάθε ατόμου και βάσει αυτού να ρυθμίζονται τα τεστ, ο εμβολιασμός του, ο τρόπος ζωής που προκρίνεται για τον ίδιο (π.χ. τηλεργασία) έως ότου ξεπεραστεί η πανδημία», προσθέτει.
«Πριν από ένα χρόνο, όταν δηλαδή ξέσπασε η πανδημία, ξεκινήσαμε να μελετάμε τους βιοδείκτες, που θα μπορούσαν να μας υποδείξουν ποιοι θα νοσήσουν σοβαρά από τον νέο κορωνοϊό και ποιοι θα περάσουν τη νόσο με ελαφρά συμπτώματα», εξηγεί στην «Κ» ο καθηγητής Διαμαντής, που στη μακρά καριέρα του έχει ασχοληθεί με τον καρκίνο του μαστού και των ωοθηκών, την ανδρική στειρότητα και το Αλτσχάιμερ. Η ερευνητική ομάδα, που αποτελείται από πολλούς Ελληνες ερευνητές και διδακτορικούς φοιτητές, αναζήτησε τους βιολογικούς παράγοντες που κάνουν άλλους ανθρώπους να αναρρώνουν σε λίγες εβδομάδες και άλλους σε μήνες, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε και με τις μακροχρόνιες συνέπειες της λοίμωξης.
Μακροχρόνιες συνέπειες
«Αρχικά πιστέψαμε ότι οι παρενέργειες συνδέονταν άμεσα με τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων στη διάρκεια της λοίμωξης, σταδιακά όμως διαπιστώσαμε, όπως και άλλοι επιστήμονες σε όλο τον κόσμο, ότι δεν υπήρχε σύνδεση», επισημαίνει ο δρ Πρασσάς, «καθοριστικό ρόλο παίζουν τελικά τα αμυντικά συστήματα κάθε οργανισμού». Η λοίμωξη με τον ιό δύναται να ενεργοποιήσει αυτοάνοσα νοσήματα, δεδομένου ότι η άμυνα του οργανισμού έχει αμβλυνθεί σημαντικά. «Ο ιός εμπεριέχει έντονο δυναμικό και προκαλεί συστηματική και εκτεταμένη φλεγμονή που επηρεάζει πολλά συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού, όπως το νευρολογικό και το καρδιαγγειακό».
Οι μακροχρόνιες συνέπειες, επομένως, της πανδημίας αποτελούν πεδίο μελέτης των επόμενων μηνών για τους επιστήμονες ανά τον κόσμο. Ηδη, δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά αναφέρουν ότι ένας στους επτά ασθενείς που έχουν αναρρώσει από τη λοίμωξη επανέρχεται για λόγους υγείας στο νοσοκομείο…
πηγή: Καθημερινή