Προλογίζει ο Τάσος Θεοδωρίδης
Για πολλούς από μας τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιάείναι συνυφασμένα με τον Παπαδιαμάντη και την καθαρεύουσα που μέσα απ’ τηναπόσταση της μορφής της μεταδίδει ένα γνώριμο όσο και κατανυκτικό κλίμα πουπεριλαμβάνει και την θρησκευτική βαρύτητα των ημερών. Για να τιμήσουμε λοιπόναυτήν την παράδοση ‘αλιεύσαμε’ για σας ένα κείμενο που έγραψε ο ιστορικός ΤάσοςΒουρνάς το 1964 με το Παπαδιαμάντειο ύφος και είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα“Αυγή” τα Χριστούγεννα του ‘64. Η δημοσίευση αυτή ήταν μια ακόμα έκκληση προςτην κυβέρνηση Παπανδρέου να επιτρέψει τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων-κάτι που έμελλε να γίνει μόλις το 1983. Τι έχει τραβήξει αυτός ο λαός, μόνο όσοι ειναι κυνηγημένοι,κατατρεγμένοι και αδικημένοι μπορούν να καταλάβουν. Χρόνια Πολλά λοιπόν καιαπολαύστε το κείμενο, εσείς οι ‘παλιότεροι’. Όσο για τα εγγόνια σας, είναι καλόνα τους το διαβάσετε φωναχτά, ώστε να νιώσουν την ροή και το ύφος τουΠαπαδιαμάντειου λόγου. Και του χρόνου!
Ο επαναπατρισμός τηςθεια-Λαμπρινής
του Τάσου Βουρνά
Βορράς χιονιστής είχεν ενσκήψει εις την μικράν κώμην της Πολωνίας, όπου είχον από τινων ετών εγκατασταθή Έλληνες πρόσφυγες εκ των ακρωρειών της Ελλάδος, φεύγοντες την λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου. Εκεί εις την φιλόξενον γην του Βορρά εύρον αποκούμπι και ανάπαυσιν κατόπιν των ταλαιπωριών τόσων ετών εις τα βουνά και εις τα ξένα. Τώρα, δόξα σοι ο Θεός, είχα απαγγιάσει, κατά το δη λεγόμενον. Και στέγην, και τροφήν, και εργασίαν, και περίθαλψιν εύρον και στοργήν από τους ξένους ανθρώπους ας είναι καλά. Αλλά το ορεινόν και τραχύ χωρίον των, το σκαρφαλωμένον εις τας υπωρείας της Πίνδου, πού να το εύρουν εν μέσω της ατέρμονος πολωνικής πεδιάδος; Μάλιστα όταν ήλθον το πρώτον εδώ και ερρίζωσαν εις τον ξένον τόπον και έστησαν παραγώνι, είχον λάβει χώρα μερικά νόστιμα επεισόδια. Ο Ερυθρός Σταυρός της φίλης χώρας, ήτις εφιλοξένει τους τραχείς ορεσιβίους εξ Ελλάδος, έσπευσε να τους παραχωρήση ενδύματα εκ των λεγομένων ευρωπαϊκών και ανάλογα εσώρουχα. Θρήνος και οδυρμός εγένετο καθ’ όλον το χωρίον. Πώς ν’ αλλάξουν οι γέροντες τα ταμπάρα των και τα τσόχινα πανωβράκια των και αι γραίαι τα κοντογούνια των, τα από πεντηκονταετίας, ως προικιόν χορηγηθέντα υπό των μητέρων των, και ουδέποτε αλλαγέντων κατά την διάρκειαν ολοκλήρου βίου; Είδαν κι’ έπαθαν οι ξένοι άνθρωποι να τους πείσουν ν’ αλλάξουν την αρχαϊκήν των φορεσιάν και «να μπουν στα στενά», ήγουν να βάλουν τα ευρωπαϊκά και συγχρονισθούν οπωσούν με το ξένον περιβάλλον και τας συνηθείας του τόπου.
Βορράς, λοιπόν, χιονιστής είχε φυσήξει εις τα αρκτώα εκείνα μέρη, λήγοντος του έτους 1961, ότε η γραία Λαμπρινή, χήρα ωσεί εβδομηκοντούτις, έχουσα κόρην έγγαμον εις το χωρίον Σ* της Πίνδου και εγγόνια τα οποία δεν επρόφθασε να γνωρίση και να ταρναρίση ως μάμμη εις τα γόνατά της, απεφάσισε να υπάγη εις την πατρίδα. Ήκουσεν ότι διά να ταξιδεύση εχρειάζετο χαρτιά και σφραγίδας και υπογραφάς και εισιτήρια εις τον σιδηρόδρομον. Και τον μεν ναύλον ηδύνατο να πληρώση η γραία Λαμπρινή εκ της συντάξεως την οποίαν της παρείχον οι ξένοι άνθρωποι ας είναι καλά. Αλλά τα χαρτιά, τας σφραγίδας και τας υπογραφάς πού θα τας εύρισκαν; Οι λύκοι που εκυβέρνων «εκεί κάτω» εις την πατρίδα δεν της έδιδον την άδειαν. Και να ήτο μόνο αυτό; Το πατρογονικόν της σπίτι εις το χωρίον, εκεί όπου εγεννήθη και ανεστήθη, όπου υπανδρεύθη και εσπαργάνωσε τέκνα, το κατείχον ξένοι άνθρωποι. Δεν είχε στον ήλιο μοίρα η γραία Λαμπρινή. Όλα τούτα της τα είχε γράψει καταλεπτώς η θυγάτηρ της, το Μαχώ, διά χειρός του πατρός Ιωάσαφ, του ιερέως του χωρίου. Είχε λέει ψηφισθή νόμος και την έσβησαν από το δημοτολόγιον και της εσήκωσαν την υπηκοότητα την ελληνικήν και της εδήμευσαν τον οικίσκον της και το χωράφι της και τα παρέδωσαν σε κάτι βερέμηδες, κακούς ανθρώπους, πρώην συνεργάτας των Γερμανών φωτιά να τους κάψη! Και η γραία Λαμπρινή, μόνη κι έρημη εις τα ξένα ενοστάλγει την πατρικήν και συζυγικήν εστίαν, τον ταπεινόν οικίσκον της και το παραγώνι της, και τα εγγόνια της, φωτογραφίας των οποίων αρτίως τας είχε αποστείλει η θυγάτηρ της μέσα εις το πικραμένον της γράμμα. Τας είχε έκτοτε, ημέραν και νύκτα, εις τον κόρφον της και επεδείκνυεν εις τας άλλας ομοχωρίους της γερόντισσας και τας κατεφίλει δακρύουσα. Και από καιρού εις καιρόν παρεκάλει τους γραμματισμένους να της διαβάσουν το φαρμακωμένον γράμμα της θυγατέρας της, ενώ κρουνοί δακρύων έβρεχον τας ρικνάς παρειάς της κάθε φοράν που ήκουε τα ίδια, τα πικρά λόγια: «Αγαπημένη μου μάνα, πρώτον ερωτώ διά την καλήν σας υγείαν. Αν ερωτάτε και δι’ ημάς καλώς υγιαίνομεν. Μάθε, μητέρα, ότι ο ένας τοίχος του σπιτιού μας εσάπισε και είναι έτοιμος να πέση. Προσέτι μίαν ημέραν επήρε φωτιά το παραγώνι κι εκόλλησε το φαγοπύρι φωτιά κι εκάηκε το νταβάνι. Ανέβη ο άντρας μου να το σβήση και έσπασαν όλα τα κεραμίδια. Κοντά σ’ αυτά με βρήκαν και άλλες καταδρομές. Η γειτόνισσά μας που σου κρατεί στανικώς το σπίτι εμάλωσε μαζί μου κι ύστερα πήγε εις την Αστυνομίαν και με κατεμήνυσε τάχα πως εγώ την είπα πείσα και δείξα, ενώ εκείνη μούπε τα χειρότερα. Τώρα πρέπει να πάω και στο δικαστήριο. Μού στείλανε τις προάλλες κλήση.
Κι άλλες δυστυχίες με σάστισαν, κατακαημένη μου μάνα. Η γίδαμας αρρώστησε και ψόφησε με τη βαρυχειμωνιά· ήταν κι εγκαστρωμένη. Έχασα και τηγίδα, έχασα και τα κατσίκια τα δυο, έχασα και το γάλα των παιδιών. Μόνο το νουμου δεν έχασα, καημένη μου μάνα…».
* * *
Το απεφάσισε, λοιπόν, η γραία Λαμπρινή. Θα έφευγε μόνη διάτον τόπον της και ας μην είχε χαρτιά και σφραγίδας από την βασιλικήνκυβέρνησιν. Ιδέαν περί συνόρων και λοιπών εμποδίων, όσα οι άνθρωποι εφεύρον διάνα χωρισθούν μεταξύ των, δεν είχε. Θα τραβούσε προς νότον, αυτό το ήξευρεν.Έχουσα αριστερά της την ανατολήν και δεξιά την δύσιν, θα εβάδιζε την ημέραν καιθα εκόνευε την νύκτα εις τα σπίτια των καλών Χριστιανών. Και κάποτε θα έφθανε.Και διά να γλυτώση την πεζοπορίαν, αν έβλεπε σιδηρόδρομον κατευθυνόμενον προςνότον, θα επλήρωνε τον ναύλον και θα επέβαινε, με το καλό ή με το άγριον.
Αφ’ εσπέρας έλαβε την απόφασιν να εκκινήση τα χαράματα.Χωρίς να είπη τίποτε εις τας άλλας γυναίκας τας ομοχωρίους της, απεσύρθη ενωρίςεις τον οικίσκον της, εμάζευσε τον ρουχισμόν της και μερικά κανίσκια τα οποίαείχε προμηθευθή διά τα εγγονάκια της, τα έδεσεν όλα εις μπόγον, ενεδύθη καικατεκλίθη εις την κλίνην της, όπως ήτο, διά να κλέψη ένα ύπνο, πριν εκκινήσηδιά το μεγάλον ταξίδι.
Επί αρκετάς ώρας ελαγοκοιμήθη, έχουσα κατά νουν να ξυπνήση ολίγον προ της αυγής και να ολισθήση λάθρα έξω του χωρίου. Και ότε ηκούσθη το πρώτο λάλημα του πετεινού, η γραία Λαμπρινή ηγέρθη τάχιστα, ενίφθη κατά πρόσωπον, έκαμε τον σταυρόν της και εξεπόρτισε. Η νυξ ήτο ακόμη βαθεία και το χιόνι εφώτιζεν αμυδρώς τον δρόμον της με την ψυχράν ανταύγειάν του.
Άμα εξελθούσα εις τους ερημικούς κατ’ εκείνην την ώρανδρόμους του χωρίου, εβάδισε ταχέως προς τον σταθμόν του σιδηροδρόμου. Θαεπεβιβάζετο της πρώτης αμαξοστοιχίας, η οποία θα διηθύνετο προς νότον, κατά τοσχέδιόν της. Εις τούτο εστάθη τυχερή. Εμπορικός συρμός με ανοικτά βαγόνιαέμφορτα μεγάλων ζώων, ήτο έτοιμος να εκκινήση. Και η θεία Λαμπρινή, ολισθήσασακρυφίως, αφού πρώτον έρριψε τον μπόγον της εις το βαγόνι, εσκαρφάλωσεν είτα καιαυτή και ετοποθετήθη αθορύβως μεταξύ οκτώ αγελάδων, αι οποίαι την υπεδέχθησανμε φιλικούς μηκυθμούς και την εθέρμαινον με την αναπνοήν των.
Το τραίνο εξεκίνησεν. Η γραία Λαμπρινή έκαμε άλλην μίαν φοράτο σημείον του σταυρού και έλαβε κουράγιο. Ήδη το δυσκολότερον μέρος τουταξιδίου επραγματώνετο ευτυχώς. Ενόμιζεν ότι μετ’ ου πολύ θα έβλεπε τηνκορυφογραμμήν της Πίνδου, την τόσον οικείαν εις την μνήμην της, την χαμένην ειςτην αντάραν και το χιόνι. Και ότε εξημέρωσεν, η γραία επρόβαλε μετ’ άκραςεπιφυλάξεως την κεφαλήν της από το παραπέτο του βαγονιού, προσπαθούσα ναδιακρίνη εις το αβέβαιον πρωϊνόν φως και ομίχλην, τα γνώριμα και αγαπημέναβουνά.
Αλλοίμονον! Η πατρίδα ήτο ακόμη αρκετά μακράν. Προ τωνομμάτων της γραίας Λαμπρινής ηπλούτο ο ατελείωτος κάμπος, όσον που φθάνει τομάτι, σαβανωμένος με το χιόνι. Εταξίδευσεν ολόκληρον την ημέραν προς νότον καιπερί την βραδυνήν αμφιλύκην της εφάνη ότι διέκρινε μακράν τας σκιάς υψηλώνβουνών. Η καρδιά της ελαχτάρησε. Να ήτο άραγε η Πίνδος, το προσφιλές βουνόν,όπου υπό την σκιάν του εγεννήθη, εμεγάλωσεν, υπανδρεύθη και εσπαργάνωσε τέκνα;
Όχι μόνον δεν ήτο η Γη της Επαγγελίας της, αλλά και περί τοεσπέρας, ότε ο ήλιος έδυεν εις την παρυφήν του κάμπου, εβεβαιώθη ότι ο συρμόςεστράφη προς την δύσιν. Εμάζευσεν εν βία τον μπόγον της και, όταν οσιδηρόδρομος εστάθη δι’ ολίγα λεπτά, επήδησεν αθορύβως εις το έδαφος,αποφασισμένη να συνεχίση πεζή το ταξίδι της.
* * *
Άγνωστος τόπος το μέρος όπου ευρέθη. Εις την ακοήν τηςέφθαναν λόγια άγνωστα, διαφορετικά από την γλώσσαν του τόπου εις τον οποίον έζημέχρι προ τινος. Η καρδία της εμούδιασε. Πού να υπάγη νύκτα ώραν, ξένη καιάγνωστος, μόνη και έρημος γραία, αδύνατον μέρος; Όλον το θάρρος της τηνεγκατέλειψε και καθήσασα εις μίαν γωνίαν του σταθμού, ομού μετ’ άλλων επιβατών,ήρχισε να κλαίη με μαύρα δάκρυα. Πονετικοί άνθρωποι αυτοί οι ξένοι. Την περιεκύκλωσανμε ενδιαφέρον και την ηρώτων εις την άγνωστον γλώσσαν των διά την αφορμήν τωνδακρύων της. Τι να τους είπη; Πώς να συνεννοηθή; Πώς να τους ζωγραφίση τονπόνον της; Και έκλαιε με σιωπηλούς λυγμούς, ενώ γύρω της οι ξένοι άνθρωποι τηνπαρετήρουν με ανείπωτον συμπάθειαν. Ήλθε, τέλος, και ένας άνθρωπος τηςεξουσίας. Με θερμόν χαμόγελον την επλησίασε, της ωμίλησε. Είδε και απόειδε ότιδεν είναι δυνατόν να συνεννοηθεί. Αντήλλαξε μερικές λέξεις με τους πολίτας καιλαβών ηρέμα την γραίαν εκ του βραχίονος, την ωδήγησε εις το γραφείον τουσταθμού.
Εκ της ανταλλαγής των ολίγων λέξεων μετά της γραίας,ερωτωμένης εις την ξένην γλώσσαν και αποκρινομένης εις την γλώσσαν τηςστερεοτύπως «θέλω να πάω στο χωριό μ’», εξήχθη το συμπέρασμα από την ομήγυρινότι επρόκειτο περί Ελληνίδος. Ο αστυνομικός ωμίλησεν εις το τηλέφωνον δι’ολίγων και μετ’ ου πολύ κατέφθασαν ασθμαίνοντες δύο Έλληνες εκ των πολιτικώνπροσφύγων, των διαμενόντων εις την πολίχνην εκείνην της Τσεχοσλοβακίας. Διότι ηγραία είχε διέλθει τα πολωνοτσεχικά σύνορα και ευρέθη, άνευ διαβατηρίου, ειςτην Τσεχίαν.
Οι δύο Έλληνες έσκυψαν έκπληκτοι πλησίον της γραίας:
Από πού είσαι, μάνα μου;
Από την Πίνδο…
Ακούσασα την πάτριον φωνήν έπαυσε πλέον αυτομάτως να κλαίηκαι ανέβλεψεν μετ’ ελπίδων προς τους νεοελθόντας.
Και πού καθόσουν;
Σα κει στην Πολωνία…
Έκαμαν οι άνθρωποι τον σταυρόν των, ενώ οι ξένοισυγκινηθέντες παρηκολούθουν εν μεταφράσει την συνομιλίαν.
Και πώς ήρθες εδώ;
Με το τραίνο, γιε μ’!
Και πώς θα πας κάτου;
Με το πόδι μ’! Βαστάου για ακόμ’!
Εγέλασαν γύρω οι άνθρωποι. Έλαβον την γραίαν μετά στοργήςκαι την ωδήγησαν εις τους ελληνικούς καταυλισμούς, ενώ ταυτοχρόνως ετηλεγράφουνεις Πολωνίαν προς ησυχίαν των εκεί συμπατριωτών των.
Βεβαίως, το ταξίδι της γραίας Λαμπρινής προς το χωρίον τηςδεν επραγματώθη. Και στενάζουσα, αναμένει μετά των άλλων την ευλογημένην ώραντης επιστροφής της εις το πάτριον έδαφος. Αχ, δεν θάχουν, Θεέ μου, τελειωμόν οιπίκρες και τα βάσανα του κόσμου;