Πρώιμος Οικισμός στο "Λασπωμένο Γιορκ"
Για περισσότερο από τις τελευταίες δώδεκα χιλιετίες τα Πρώτα Έθνη αυτής της επαρχίας (Huron-Wendat, Petun, Seneca, Mississaugas) καλλιεργούσαν, κυνηγούσαν και ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή του σημερινού Τορόντο. Το 1615 ο πρώτος μη αυτόχθονας, ο γάλλος Étienne Brûlé, εμφανίζεται αναζητώντας τα τότε άγνωστα για τους ευρωπαίους εδάφη. Το 1720, κατά μήκος της διέλευσης του Τορόντο (Toronto Passage), οι Γάλλοι έχτισαν το φρούριο Ρουιγιέ (Fort Rouillé) για να ανακόψουν την μεταφορά δέρματος και γουνών προς την Νέα Υόρκη. Το φρούριο αυτό κτίστηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται το η Εμπορική Έκθεση Καναδά (CNE). Με την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού το 1763, μετά την πτώση του Κεμπέκ, ο Άγγλο-Γαλλικός Πόλεμος τελειώνει. Με αυτήν, η γαλλική κυριαρχία στη Βόρεια Αμερική τελειώνει.
«Τκαρόντο» χθες, Τορόν(τ)ο σήμερα
Το όνομα Τορόντο προέρχεται από τη μόουχοκική λέξη tkaronto, που σημαίνει "εκεί που υπάρχουν δέντρα στο νερό". Το tkaronto αναφερόταν στα στενά που συνδέουν τις λίμνες Κουτσισίνγκ και Σίμκο, που βρίσκονται 125χλμ (78 μίλια) βορειοδυτικά από τη σημερινή πόλη. Εκεί, οι άνθρωποι αλίευαν χρησιμοποιώντας πασσάλους καρφωμένους στην κοίτη του ποταμού. Το 1680, η λανθασμένη γαλλική χαρτογράφηση της περιοχής άλλαξε το όνομα σε Taronto. Συν τω χρόνο, το όνομα μεταφέρθηκε νότια κατά μήκος των διαδρομών των μεταφορών μέσω χερσαίων αρτηριών και τελικά δώθηκε στην περιοχή που είναι ο ποταμός Humber. Η διέλευση ντε Ταρόντο έγινε η διαδρομή που συνέδεε τη λίμνη Οντάριο με τη λίμνη Σίμκο, και το γαλλικό φρούριο που βρισκόταν στην εκβολή του ποταμού Humber ονομάστηκε Φορτ Τορόντο.
Σήμερα, μπορείτε να καταλάβετε έναν Τοροντονιάνο από το πώς εκφέρει το όνομα της πόλης αφού «καταπίνει» το Τ στην λήγουσα. «Ζω στο Τορόνο(!)». Όχι στο Τορόντο!
Μετά την Αμερικανική Επανάσταση, οι φίλα προσκείμενοι στην βασιλεία της Αγγλίας, διέφυγαν προς τον βορρά. Τότε οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι είναι καιρός να δημιουργήσουν μια νέα πρωτεύουσα στον βόρειο αυτό έρημο χώρο. Πριν χτιστούν οποιαδήποτε φρούρια, οι Βρετανοί χρειάστηκε να αγοράσουν τη γη του Τορόντο από τους Mississaugas του New Credit. O βασιλιάς Γεώργιος ΙΙΙ αγόρασε το 1787 γη που εκτεινόταν από τον ποταμό Χάμπερ έως τον ποταμό Ντον κατά μήκος της λίμνης Οντάριο για £1.700, 24 καπέλα δαντέλας, 120 καθρέφτες, λίγα βαμβακερά υφάσματα, 96 γαλόνια ρούμι και άλλα εμπορικά είδη. Η «Αγορά του Τορόντο» παρέμεινε σε διαμάχη για 223 χρόνια αφού η φυλή των Mississaugas θεωρούσαν την συμφωνία ως ενοικίαση και όχι πώληση. Το 2010 τελικά έκλεισε το θέμα μεταξύ των δύο μερών.
Το 1791, οι Βρετανοί ίδρυσαν το Άνω Καναδά (το σημερινό Οντάριο) ως επαρχία. Ο πρώτος αντιβασιλέας της ήταν ο Τζον Γκρέιβς Σίμκο ο οποίος κήρυξε το Τορόντο ως πρωτεύουσά και την μετονόμασε σε "Υόρκη" προς τιμήν του Φρεντερίκου, Δούκα της Υόρκης (έναν από τους γιους του Γεωργίου III). Ο Σίμκο επέβαλε την κατασκευή ενός φρουρίου και σχεδίασε ένα ορθογώνιο 10-τετράγωνο γύρω από τους δρόμους Αδελαΐντ, Φροντ, Τζορτζ και Μπέρκλεϊ. Τα εδάφη από την Κουίν στην Μπλουρ χωρίστηκαν σε τμήματα για τους κυβερνητικούς αξιωματούχους σε μια προσπάθεια να κατευνάσουν τους Βρετανούς, οι οποίοι δυσανασχέτησαν με το να μετακινηθούν στην απομακρυσμένη και γεμάτη κουνούπια περιοχή. Η Υόρκη ήταν γνωστή για τους πάντα λασπωμένους δρόμους της, κερδίζοντας το παρατσούκλι "Λασπωμένη Υόρκη".
Έως το 1795, το χωριό είχε μεγαλώσει και είχαν κτιστεί τα πρώτα κτήρια του κοινοβουλίου. Κατά την δεύτερη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου αποφασίστηκε πως η Υόρκη θα είναι η πρωτεύουσα του Άνω Καναδά. Πέραν, όμως, του κοινοβουλίου, ο Σίμκο ήταν αυτός που σχεδίασε την οδό Yonge, ο οποίος έμελλε να γίνει ο μακρύτερος δρόμος στον κόσμο.
Η "Λασπωμένη Υόρκη" (Muddy York) ήταν θέμα συνεχών παραπόνων από τους πρώιμους εποίκους. Πόσο λασπωμένος, όμως, ήταν ο πρώιμος οικισμός; Μια μυθοπλασία που κυκλοφορεί αναφέρεται σε έναν άνθρωπο που είδε ένα καπέλο που βρισκόταν στην μέση ενός δρόμου και καθώς πήγε να το σηκώσει είδε το κεφάλι ενός ζωντανού ανθρώπου να έχει βυθιστεί κάτω από την λάσπη.
Ο Πόλεμος του 1812 και οι επιπτώσεις του
Όταν η Αμερική κήρυξε τον πόλεμο στη Βρετανία το 1812, ο Πρόεδρος Τζέιμς Μάντισον υπέθεσε ότι η εισβολή και η κατοχή του Καναδά θα ήταν απλή υπόθεση. Βέβαια, ακριβώς το αντίθετο έγινε. Τον Απρίλιο του 1813, 2.700 αμερικανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Υόρκη (τότε είχε πληθυσμό 625 ατόμων) καταστρέφοντας τα κτήρια του κοινοβουλίου, το φρούριο του Φορτ Γιορκ και μεγάλο μέρος του οικισμού. Παρόλα αυτά, ήταν μια πυρρίχια νίκη για τους τότε έποικους αφού οι αμερικανοί υπέστησαν βαριές απώλειες και απέτυχαν να κατακτήσουν καναδικό έδαφος. Ως αντίποινα, δύο χρόνια μετά, 1814, βρετανικά στρατεύματα πεζοπόρησαν στην Ουάσινγκτον και έκαψαν όλα τα κτίρια της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του Λευκού Οίκου.
Λόγω των δεδομένων του πολέμου, η κυρίαρχη ολιγαρχία της Υόρκης είχε μια συντηρητική φίλοβρετανική εικόνα. Η ολιγαρχική αυτή ομάδα ονομαζόταν Family Compact και αποτελούνταν από τον William Jarvis, ένα λογιστή της Νέας Αγγλίας που έγινε επαρχιακός γραμματέας, τον John Beverley Robinson, γιο ενός λογιστή από την Βιρτζίνια, ο οποίος έγινε γενικός εισαγγελέας στα 21 του και, αργότερα, αρχηγός δικαστηρίου του Άνω Καναδά, και τον Σκωτσέζο εκπαιδευτικό John Strachan, έναν σχολικό δάσκαλο που έγινε αγγλικανός πάστορας και η ισχυρότερη μορφή της Υόρκης, ο αγγλοιρλανδός γιατρός/δικηγόρος/αρχιτέκτονας/δικαστής/ και πολιτικός William Warren Baldwin, ο οποίος σχεδίασε τη λεωφόρο Spadina για να πηγαίνει αγροτόσπιτό του, οι Boultons οι οποίοι ήταν δικηγόροι, δικαστές και πολιτικοί. Ο δικαστής D’Arcy Boulton μάλιστα έχτισε το αρχοντικό του, το Grange, το οποίο σήμερα είναι η Πινακοθήκη του Οντάριο.
Η Εξέγερση και Η Μετανάστευση στις Αρχές του 19ου αιώνα
Το 1834, η Υόρκη έδωσε τα ηνία στην νέο-δημιουργημένη πόλη του Τορόντο η οποία εκτεινόταν από την οδό Κοινοβουλίου (Parliament street) προς τα ανατολικά, την οδό Μπάθερστ (Bathurst street) προς τα δυτικά, την ακτογραμμή προς τα νότια και 400 γιάρδες βόρεια της οδού Κουίν (Queen street) η οποία τότε ονομαζόμενη Lot προς τα βόρεια. Έξω από αυτήν την περιοχή -δυτικά μέχρι την οδό Ντάφεριν (Dufferin street), ανατολικά μέχρι τον ποταμό Ντον (Don River) και βόρεια μέχρι την οδό Μπλουρ (Bloor street)- βρίσκονταν οι «ελεύθερες» περιοχές, οι οποίες στο μέλλον θα γίνουν νέες εκλογικά διαμερίσματα. Βόρεια της Μπλουρ, ο ζυθοποιός Joseph Bloor και ο Σερίφης William Jarvis, είχαν ήδη σχεδιάσει το χωριό του Υόρκβιλ. Το 1827, άνοιξε η πρώτη πανεπιστημιακή σχολή, που τότε ονομαζόταν Κολλέγιο του Βασιλιά και σήμερα είναι το Πανεπιστήμιο του Τορόντο. Αυτό για την εποχή του ήταν ένα επίτευγμα διανόησης και αισθητικής καθώς το πανεπιστήμιο πρόσθεσε νέα καλαισθητικά κτήρια.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο αριθμός των μεταναστών που έφταναν στην πόλη ανέδειξε τις ανάγκες δημοκρατικής χειραφέτησης αλλά και μεταρυθμίσεων. Μεταξύ των ηγετικών μεταρρυθμιστών ήταν ο Francis Collins, που ξεκίνησε την ριζοσπαστική εφημερίδα Canadian Freeman το 1825• ο δικηγόρος και γενικός εισαγγελέας William Draper• και ο διασημότερους απ' όλους, ο William Lyon Mackenzie, ο οποίος εξελέγη ο πρώτος δήμαρχος του Τορόντο το 1834.
Η Εξέγερση του Τορόντο
Ο William Lyon Mackenzie ίδρυσε την εφημερίδα Colonial Advocate για να σταθεί έναντι των στενόμυαλων της Family Compact. Ο Μακένζι εναντιωνόταν τόσο πολύ των ομάδα των φιλοβασιλικών ολιγαρχών που κυβερνούσε την πόλη, καλώντας τους για μεταρρυθμίσεις σε τέτοιο βαθμό που μερικοί από αυτούς εισέβαλαν στο γραφείο του καταστρέφοντας τις εκτυπωτικές του μηχανές του και πετώντας τα κείμενα του στην λίμνη. Μέχρι το 1837, ο Mackenzie, καλούσε τους πάντες σε εξέγερση. Η οικονομική κατάρρευση που ακολουθήθηκε από την πτώχευση κάποιων τραπεζών έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Στις 5 Δεκεμβρίου 1837, λίγοι εκατοντάδες εξεγερμένοι, οπλισμένοι κυρίως με δίκαννα, δόρια και σκεπάρνια συγκεντρώθηκαν στο Montgomery’s Tavern έξω από την πόλη (κοντά οδό Eglinton). Οδηγούμενοι από τον Mackenzie πάνω σε ένα άσπρο άλογο, περπάτησαν προς την πόλη. Ωστόσο, ο Σερίφης Jarvis τους περίμενε και η πολιτοφυλακή του κατέστρεψε την εξέγερση. Τότε ο Mackenzie δραπέτευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δύο άλλοι ηγέτες της εξέγερσης κρεμάστηκαν (οι τάφοι τους είναι στο Νεκροταφείο του Τορόντο). Το 1849 του δόθηκε χάρη και επέστρεψε στο Τορόντο το 1849 και εξελέγη στο κοινοβούλιο του Άνω Καναδά.
Περισσότερο, όμως, από οτιδήποτε άλλο, η μετανάστευση ήταν αυτή που άλλαξε το Τορόντο. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1820, 1830 και 1840, μετανάστες -προτεστάντες Ιρλανδοί και καθολικοί Σκωτσέζοι, πρεσβυτέριανοι, μεθοδιστές και άλλοι- έφταναν στην πόλη. Η δουλεία καταργήθηκε σε ολόκληρη τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1833• μέχρι τα 1840, περίπου το 3% του πληθυσμού του Τορόντο ήταν μαύρο. Η μεγαλύτερη αλλαγή ήταν η άφιξη των Ιρλανδών. Στις αρχές του 1847, ο πληθυσμός του Τορόντο ανερχόταν στους 20.000. Εκείνο το καλοκαίρι, 38.560 Ιρλανδοί μετανάστες που διέφυγαν τον Μεγάλο Λιμό έφτασαν στο Τορόντο, αλλάζοντας για πάντα την πόλη.
Η Καναδική Συνομοσπονδία και η μεταβικτωριανή περίοδος
Κατά τη δεκαετία του 1850, η κατασκευή των σιδηροδρόμων επιτάχυνε την ακμάζουσα οικονομία του Τορόντο. Έως το 1860 η πόλη αποτελούσε το εμπορικό κέντρο για την εισαγωγή και εξαγωγή ξύλου και σιτηρών. Εμπορικές αυτοκρατορίες ιδρύθηκαν, μεγιστάνες των σιδηροδρόμων εμφανίστηκαν και χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, όπως η Τράπεζα του Τορόντο έκαναν την εμφάνισή του. Με αυτόν τον τρόπο το Τορόντο έθεσε τα θεμέλια μιας βιομηχανικής πόλης αφού απέκτησε σύστημα ύδρευσης, φωτισμό με αερίου και δημόσιες συγκοινωνίες. Παρά τον πλούτο του, όμως, το Τορόντο παρέμενε πίσω από το Μόντρεαλ, το οποίο είχε τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό το 1861. Με την συνομοσπονδίοποίηση του 1867, η πόλη εξασφάλισε μια προνομιούχα θέση: ως πρωτεύουσα της νεοσύστατης επαρχίας του Οντάριο και το Τορόντο, στην πραγματικότητα, ήλεγχε τα μεταλλεία και τα ξύλα που ερχόντουσαν από τον βορρά.
Έως το 1891, ο πληθυσμός του Τορόντο είχε φτάσει τους 181,000. Ο επιχειρηματικός της προσανατολισμός ήταν το επιχείρημα. Η άνθηση προκάλεσε νέες εμπορικές και οικιστικές κατασκευές. Τα έργα περιελάμβαναν τα πρώτα πολυώροφα κτίρια, όπως το Κτίριο του Εμπορικού Επιμελητηρίου (1892) στην διασταύρωση της Yonge και της Front• την κατοικία του George Gooderham (1892) στην διασταύρωση των St. George και Bloor (σήμερα το York Club)• το Κτίριο της Βουλής της Οντάριο στο Πάρκο της Βασίλισσας (1893)• και το Δημαρχείο (1899) στην διασταύρωση Queen και Bay. Τη δεκαετία του 1890, εμφανίστηκαν τα ηλεκτρικά φώτα, τηλέφωνα και τα ηλεκτρικά τραμ, αντικαθιστώντας τα αντίστοιχα μέσα με άλογα.
Από την Πόλη της Καταστροφής στη Μεγάλη Ύφεση
Η Μεγάλη Πυρκαγιά του 1904 κατέστρεψε 100 κτίρια, προκαλώντας ζημιές πάνω από δέκα εκατομμύρια δολάρια. Θεωρείτε θαύμα ότι κανένας δεν έχασε τη ζωή του από τη φωτιά ενώ τα αίτια της πυρκαγιάς δεν έγιναν ποτέ γνωστά.
Ανάμεσα στο 1901 και το 1921, ο πληθυσμός του Τορόντο διπλασιάστηκε σχεδόν φτάνοντας τους 521,893. Η οικονομία συνέχισε να αυξάνεται έχοντας ως κινητήρια δύναμη την ξυλεία, τους αλευρόμυλους, τα ορυχεία, την κατασκευές και από το 1911 και μετά, την υδροηλεκτρική ενέργεια.
Η ανθούσα οικονομία και τα εργοστάσια προσέλκυσαν ένα κύμα νέων μεταναστών -κυρίως Ιταλούς και Εβραίους από τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη- οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις αναδυόμενες εθνοτικές περιοχές της πόλης. Μέχρι το 1912, η αγορά του Kensington είχε καθιερωθεί, και το επαγγελματικό κέντρο και η εβραϊκή κοινότητα είχαν εδραιωθεί γύρω από τους δρόμους King και Spadina. Η Μικρή Ιταλία συγκεντρώθηκε γύρω από τους δρόμους College και Grace. Έως το 1911, περίπου 30.000 κάτοικοι του Τορόντο ήταν ξένοι και είχε χαρακτεί η αργή μετάλλαξη του αγγλικού χαρακτήρα της πόλης.
Το καλό Τορόντο
Η συντηρητική φήμη του Τορόντο ήταν δικαιολογημένη. Ενώ η πόλη είχε πολλές όμορφες εκκλησίες, το παρατσούκλι της, το Καλό Τορόντο δεν είχε να κάνει με την θρησκευτικότητα των πολιτών της αλλά είχε να κάνει με νομοθεσία της κατά της διασκέδασης. Αυτή ήταν, τελικά, η πόλη που, το 1912, απαγόρευσε την τσουλήθρα την Κυριακή. Το 1936, 24 άνδρες συνελήφθησαν για προσβολής δημοσίας αιδούς κατά τη διάρκεια ενός καύσωνα επειδή ήταν γυμνόστηθη στις δημόσιες παραλίες της πόλης! (Τότε, ο νόμος έλεγε ότι τα μαγιό έπρεπε να καλύπτουν τους άνδρες από το λαιμό μέχρι τα γόνατα.) Το 1947, εγκρίθηκαν τα κοκτέιλ μπαρ, αλλά δεν ήταν μέχρι το 1950 που έγινε νόμιμο να γίνονται αθλήματα την Κυριακή. Μάλιστα, ο καθηγητής φυσικής στο πανεπιστήμιο του Τορόντ, Λεοπόλντ Ίνφελντ, που εργάστηκε με τον Αϊνστάιν, είχε δηλώσει πως «Έφοβόμουν τις Κυριακές και προσευχόμουν στο Θεό ότι αν επέλεγε να πεθάνω στο Τορόντο θα μου επέτρεπε να είναι το Σάββατο απόγευμα για να με σώσει από μία ακόμη Κυριακή του Τορόντο».
Καθώς μεγάλωνε και εμπλουτιζόταν, το Τορόντο έγινε επίσης μαγνήτης πνευματικότητας και πολιτισμού. Καλλιτέχνες όπως οι Charles Jefferys, J. E. H. MacDonald, Arthur Lismer, Tom Thomson, Lawren Harris, Frederick Varley και A. Y. Jackson, περισσότερο γνωστοί με την ομάδα των Επτά, ίδρυσαν στούντιο στο Τορόντο. Η πρώτη τους ομαδική έκθεση άνοιξε το 1920. Το Τορόντο έγινε επίσης το κέντρο εκδοτικής δραστηριότητας στα αγγλικά της χώρας, και εθνικά περιοδικά όπως το Saturday Night (1887) και το Maclean’s (1905) ιδρύθηκαν. Η Πινακοθήκη του Οντάριο, το Βασιλικό Μουσείο του Οντάριο και το Θέατρο Royal Alexandra όλα άνοιξαν πριν το 1914.
Οι γυναίκες επίσης πρωτοστάτησαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Το 1875, η Jennie Kidd Trout έγινε η πρώτη Καναδή γυναίκα που αδειοδοτήθηκε και της επετράπη να ασκήσει την ιατρική της ιδιότητα. Το 1884, το πανεπιστήμιο του Τορόντο άρχισε να δέχεται γυναίκες. Η κίνηση για το δικαίωμα ψήφου των γυναικών έκανε πρόοδο, με ηγέτιδες τη Δρ. Stowe, τη Flora McDonald Denison και την Ένωση Χριστιανικής Εγκράτειας των Γυναικών.
Αλλά η αυξημένη βιομηχανικοποίηση έφερε και κοινωνικά προβλήματα, τα οποία συγκεντρώθηκαν κυρίως στο Cabbagetown και στην Ward. Οι άνθρωποι εκεί ζούσαν σε αθλιές συνθήκες. Τα σπίτια δεν έφταναν, οι συνθήκες υγείας ήταν άθλιες και η συλλογή ρούχων ή η εργασία σε εργαστήρια ήταν η μοναδική απασχόληση.
Όταν η Βρετανία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καναδάς εντάχθηκε και αυτή άμεσα. Το Τορόντο έγινε ο κύριος αεροπορικός κόμβος του Καναδά. Εργοστάσια, ναυπηγεία και εγκαταστάσεις ενέργειας διευρύνθηκαν για να ανταποκριθούν στις ανάγκες του πολέμου και οι γυναίκες εισήλθαν στην αγορά εργασίας σε μεγάλους αριθμούς.
Η δεκαετία του 1920 προχώρησε με μεγάλη ένταση, με την εκμετάλλευση των ορυχείων να κάνει τη Bay Street να μεταμορφώνεται στον «δρόμο του χρυσού». Στη συνέχεια, ήρθε η Μεγάλη Ύφεση, και η μόνη απόδραση από τη θλίψη που προκαλούσε ήταν η έναρξη εργασιών κατασκευής του Maple Leaf Gardens το 1931. Εκτός από το ότι ήταν κέντρο χόκεϊ επί πάγου, φιλοξένησε μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Αργότερα υποδεχόταν τους πάντες. Από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, την Μητροπολιτική Όπερα και τους έλληνες για την Ανάσταση.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και οι Επιπτώσεις
Σε αντίθεση με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Καναδάς δεν ήταν αυτομάτως υποχρεωμένος να ενταχθεί στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με το μέρος της Βρετανίας. Ωστόσο, όταν το Καναδικό Κοινοβούλιο ψήφισε να κηρυχθεί πόλεμος στη Γερμανία στις 10 Σεπτεμβρίου 1939, η κίνηση αυτή υποστηρίχθηκε ευρέως από τους Καναδούς.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος φέρνει νέα ζωή στο Τορόντο. Ο ανδρικός πληθυσμός του Τορόντο έγιναν εθελοντές για να υπηρετήσουν, ενώ οι γυναίκες πήραν τη θέση τους στα εργοστάσια.
Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η ευημερία της πόλης συνέχισε να μεγαλώνει ιδιαιτέρως στα προάστια. Μέχρι τη δεκαετία του '50, η αστική περιοχή είχε μεγαλώσει τόσο πολύ που οι διαφωνίες μεταξύ της πόλης και των προαστίων ήταν τόσο συχνές και οι ανάγκες για κοινωνικές και άλλες υπηρεσίες ήταν τόσο μεγάλες που απαιτούνταν πλέον μια αποτελεσματική διοικητική λύση. Το 1953, ιδρύθηκε το Μητροπολιτικό Συμβούλιο, που αποτελούνταν από ίσο αριθμό αντιπροσώπων από την πόλη και τα προάστια.
Το Τορόντο έγινε μια μεγάλη πόλη στη δεκαετία του '50, με το Μητροπολιτικό Συμβούλιο να παρέχει μια δομή για τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη. Ο υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος της Yonge άνοιξε και δημιουργήθηκε ένα δίκτυο αυτοκινητόδρομων. Αυτό συνέδεσε την πόλη με τα πλούσια προάστια. Το Don Mills ήταν η πρώτη μεταπολεμική οργανωμένη γειτονιά. Το Yorkdale Centre, ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, ακολούθησε το 1964. Αμερικανικές εταιρείες άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή, ενισχύοντας έτσι πολλές από τις ακολουθούμενες αυξήσεις αλλά και την οικονομία.
Η πόλη άρχισε επίσης να χαλαρώνει. Ενώ η παλιά κοινωνική ελίτ συνέχιζε να κυριαρχεί στα συμβούλια διοικήσεως, η πολιτική είχε γίνει πιο προσβάσιμη και ευέλικτη στους πολίτες. Το 1955, ο Nathan Phillips έγινε ο πρώτος Εβραίος δήμαρχος της πόλης. Το 1947, του βούλευμα κατά των Κινέζων καταργήθηκε το 1923. Και μετά το 1950, Γερμανοί και Ιταλοί άρχισαν να επιτρέπονται ξανά. Στη συνέχεια, και υπό την πίεση του ΟΗΕ, άνθρωποι από την Ουγγαρία, την Γιουγκοσλαβία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα έρρεαν προς την δυτική πλευρά του Ατλαντικού ωκεανού. Η δεκαετία του '60 έφερε μια ακόμα πλουσιότερη μίξη ανθρώπων -δυτικοί Ινδοί, νοτιο-ασιάτες, πρόσφυγες από την Χιλή, το Βιετνάμ και αλλού- αλλάζοντας τελείως τον εθνικό και εθνοτικό χαρακτήρα της πόλης για πάντα.
Η Απώλεια του Μόντρεαλ, η Κέρδος του Τορόντο
Στη δεκαετία του '70, το Τορόντο έγινε η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη πόλη στη Βόρεια Αμερική. Για χρόνια, είχε ανταγωνιστεί με το Μόντρεαλ για τον τίτλο της πρώτης πόλης, αλλά η εκλογή του κόμματος των Κεμπεκούα το 1976, έφερε το Τορόντο στην κορυφή. Η απώλεια του Μόντρεαλ ήταν κέρδος για το Τορόντο αφού οι αγγλόφωνες οικογένειες και μεγάλες εταιρείες επέλεξαν το Τορόντο αντί του γαλλόφωνου Κεμπέκ. Η πόλη ξεπέρασε το Μόντρεαλ ως χρηματοοικονομικό κέντρο, διαθέτοντας περισσότερα εταιρικά κεντρικά γραφεία. Η χρηματαγορά της ήταν πιο σημαντική, και παρέμεινε το κύριο εκδοτικό κέντρο της χώρας.
Κατά τη δεκαετία του '70, η κυβέρνηση της επαρχίας βοήθησε επίσης στην ανάπτυξη αξιοθέατων που θα αναβάθμιζαν την εικόνα του Τορόντο και θα προσέλκυαν επισκέπτες, συμπεριλαμβανομένου του Ontario Place (1971) και του Metro Zoo (1974). Τονίζεται επίσης ο Πύργος του CN από αυτή την περίοδο, και για περισσότερο από 3 δεκαετίες, ήταν η υψηλότερη κατασκευή στον κόσμο.
Η δεκαετία του '80 ήταν μια ενδιαφέρουσα εποχή για το Τορόντο. Το Yorkville μετατράπηκε από το κέντρο των χίπι σε κομψές μπουτίκ. Από την άλλη περιοχές που είχαν αμεληθεί, όπως το Annex και το Cabbagetown αναγεννήθηκαν, με τα μεγάλα αρχοντικά να επανέρχονται στη ζωή από νέα κύματα κατοίκων. Οι άνθρωποι άρχισαν να εκτιμούν την ιστορική αρχιτεκτονική του Τορόντο, εργαζόμενοι για την αποκατάστασή της αντί της κατεδάφισης των ιστορικών κτηρίων όπως είχαν κάνει στα 1970s. Τα θέατρα Elgin και Winter Garden ανακαινίστηκαν πλήρως και επανήλθαν στη λειτουργία, όπως και το θέατρο Pantages (τώρα Ed Mirvish Theatre). Το 1986, η οικογένεια Mirvish του Τορόντο δημιούργησε την Mirvish Productions, η οποία μαζί με ομάδα Livent έφεραν μια αναγέννηση στη θεατρική σκηνή του Τορόντο. Υπήρξαν επίσης σημαντικές νέες κατασκευές στην πόλη: Το Roy Thomson Hall άνοιξε το 1982, και το SkyDome (τώρα Rogers Centre) κάνει το ντεμπούτο του το 1989.
Τη δεκαετία του 1990, η ευρύτερη περιοχή του Τορόντο (GTA) άρχισε να αναπτύσσεται, μερικώς λόγω της αύξησης της μετανάστευσης προς την πόλη. Το 1998 το Τορόντο συνενώθηκε πέντε μέχρι τότε ανεξάρτητους δήμους, προκαλώντας περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες καθώς η κυβέρνηση της επαρχίας άφησε το κόστος των μέσων μαζικής μεταφοράς και πρόνοιας στην πόλη.
Ο 21ος αιώνας ξεκίνησε με ανανέωση του πολιτιστικού κεφαλαίου της πόλης. Επιτέλους, η πόλη απέκτησε ένα χώρο όπερας κατασκευασμένο ειδικά για το σκοπό, το Four Seasons Centre for the Performing Arts, το οποίο άνοιξε το 2006. Επίσης, το Μουσείο Πολιτισμού του Οντάριο, η Πινακοθήκη του Οντάριο, το Κέντρο Επιστημών του Οντάριο, το Βασιλικό Κολέγιο της Μουσικής, η Εθνική Σχολή Μπαλέτου και το Μουσείο Κεραμικής Τέχνης Γκάρντινερ ανακαινίσθηκαν.
Μέχρι το 2008, το Τορόντο είχε γίνει η μεγαλύτερη αγορά διαμερισμάτων στη Βόρεια Αμερική πολυκατοικίες να υψώνονται σε όλη την πόλη. Η τάση δυστυχώς συνεχίζεται ανεμπόδιστη, και το μέλλον του Τορόντο φαίνεται πως είναι προορισμένο να γίνει μια πόλη με ψηλά κτίρια.
Καθώς η πόλη μεγαλώνει, οι εταιρείες ανακαίνισης αναλαμβάνουν να δώσουν ζωή στα εγκαταλελειμμένα ή ερειπωμένα παλιά κτίρια του Τορόντο. Τρεις πρόσφατες προσθήκες γεφυρώνουν το παρελθόν και το παρόν. Τα Artscape Wychwood Barns το οποία είναι ένα καταφύγιο καλλιτεχνών και κέντρο προμήθειας τοπικών τροφίμων. Το Toronto Railway Museum, λίγο πιο μακριά από το Rogers Centre, βρίσκεται σε ένα παλιό σιδηροδρομικό εργοστάσιο. Το Evergreen Brick Works από λατομείο μετετράπη σε ένα κέντρο βιώσιμης ζωής.
Το Τορόντο συνεχίζει να είναι μια πόλη σε συνεχή εξέλιξη. Καθώς ο ορίζοντας του γίνεται όλο και πιο συνωστισμένος παρατηρείται ότι ή αύξηση της αστικής ζωής και η ανάγκη για ενέργεια καθώς αυτά τα ψηλοκτίρια γεμίζουν ολοένα και αυξάνονται. Η αγκαλιά της πόλης φαίνεται πως ανοίγει συνεχώς αφού γίνεται πολυπολιτισμική η οποία την ίδια στιγμή έχει βοηθήσει στο να διαμορφωθεί μία δυναμική πολλαπλώς μεταβαλλόμενή.
Ημέρα της Πόλης του Τορόντο
H Δήμαρχος του Τορόντο, Ολίβια Τσάου, με το ακόλουθο δελτίο τύπου ανακήρυξε ως ημέρα του Τορόντο την 6η Μαρτίου.
Σαν σήμερα το 1834, το χωριό του Γιορκ (York) στον Άνω Καναδά (Upper Canada) δημιουργήθηκε επίσημα ως η Πόλη του Τορόντο. Φέτος σημειώνονται τα 190 χρόνια από την δημιουργία της πόλεως.
Αυτή η σημαντική επέτειος είναι μια ευκαιρία να αναπολήσουμε την βαθιά ιστορία αυτών των γαιών. Για εκατοντάδες χρόνια, το Τορόντο ήταν η παραδοσιακή επικράτεια πολλών (γηγενών) εθνών, συμπεριλαμβανομένων των Μισισόγκας (Mississaugas) του Κρέντιτ (Credit), των Ανισνάμπεγκ (Anishnabeg), των Τσιπεγουά (Chippewa), των Χαουντενόσονι (Haudenosaunee) και των Γουέντατ (Wendat). Η ιστορία των αυτόχθονων είναι ενταγμένη στη σύγχρονη δημιουργία του Τορόντο. Το όνομα Τορόντο προέρχεται από την λέξη των Μόουχωκ (Mohawk), tkaronto, που σημαίνει "εκεί όπου υπάρχουν δέντρα που στέκονται στο νερό" και κατέχει ιδιαίτερη σημασία για την αυτόχθονα κοινότητα.
Το Τορόντο σήμερα φημίζετε διεθνώς ως μία από τις πλέον ετερογενείς πόλεις στον κόσμο. Οι διαφορετικές -εθνικές- κοινότητες του Τορόντο σχηματίζουν ένα πλούσιο πολιτιστικό μωσαϊκό από ανθρώπους γεμάτους ζωντάνια και μοναδικούς πολιτισμούς, παραδόσεις και πολιτιστικά κληρονομήματα. Κάθε άτομο στο Τορόντο έχει έναν ξεχωριστό ρόλο στη συμβολή του στο σύνθημα της πόλης «Η Ετερογένεια είναι η Δύναμή Μας» (Diversity Our Strength).
Με αφορμή αυτήν την ειδική περίσταση, ομολογούμε ότι όλοι είμαστε άνθρωποι της συνθήκης, κληρονόμοι της γης που πρέπει να τιμούμε ειρηνικά και με σεβασμό, καθώς και την αυτόχθονα κληρονομιά και τους ανθρώπους της, οι οποίοι χρονολογούνται για περισσότερα από 10.000 χρόνια. Αυτή η σημαντική επέτειος ας μας ενθαρρύνει να έρθουμε πιο κοντά και να συνεχίσουμε να χτίζουμε μια πολυσυλλεκτική (χωρίς διακρίσεις) πόλη όπου όλοι νιώθουν ευπρόσδεκτοι και σεβαστοί.
Ως εκ τούτου, εγώ, η Δήμαρχος Ολίβια Τσάου και εξ ονόματος του Δημοτικού Συμβουλίου του Τορόντο, ανακηρύσσω επισήμως την 6η Μαρτίου, 2024, ως «Ημέρα της Πόλης του Τορόντο» στην Πόλη του Τορόντο.