Αύξηση των αμυντικών δαπανών και ανάγκη επιστροφής σε κατάσταση ετοιμότητας
Σε αύξηση των αμυντικών δαπανών σε 1,76% από 1,33% του ΑΕΠ που ήταν μέχρι τώρα για τα επόμενα πέντε χρόνια ανακοίνωσε την Δευτέρα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας του Καναδά, Bill Blair.
Παρά την δέσμευση της ομόσπονδης κυβέρνησης να αυξήσει τις δαπάνες της για την άμυνα κατά 0,43%, 8,1 δισεκατομμύρια δολάρια, τα επόμενα πέντε χρόνια ο Καναδάς θα παραμείνει κατά «έξι έως επτά δισεκατομμύρια δολάρια» κάτω από την συμβατική υποχρέωση των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να ανταποκρίνονται στο 2% του ΑΕΠ τους.
Η απόφαση αυτή έρχεται κατά πάσα πιθανότητα με μία σχετική καθυστέρηση αφού οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προετοιμάζονται εναγωνίως για πόλεμο από την στιγμή που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία πριν από δύο χρόνια και την διεύρυνση που πραγματοποιήθηκε στους κόλπους του ΝΑΤΟ.
Ο Blair περιέγραψε την αύξηση αυτή ενώπιων της επιτροπής για εθνική ασφάλεια της Γερουσίας την Δευτέρα, 8 Απριλίου, ως «Ένα σχέδιο για να τεθούν οι προϋποθέσεις» για την επίτευξη τις υποχρέωσης στο ποσοστό του 2%. Μία απόφαση που είχε προληφθεί το 2014 από την κυβέρνηση των Συντηρητικών το 2014.
Σε κοινή συνέντευξη τύπου που έδωσαν ο υπουργός Άμυνας και ο Πρωθυπουργός της χώρας, Τζάστιν Τρουντό, άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι υπάρχουν «περισσότερες επενδύσεις που θα γίνουν στην άμυνα». Σύμφωνα με τους στρατηγικούς σχεδιασμούς που υπάρχουν ο υπουργός τόνισε πως «Εύκολα αυτοί θα μας οδηγήσουν στο κατώτατο όριο αμυντικών δαπανών». Στις δαπάνες αυτές συμπεριλαμβάνεται και η περαιτέρω ενδυνάμωση των βόρειων Περιοχών και του Αρκτικού κύκλου του Καναδά.
Τα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν απαιτήσει πως ο στόχος πρέπει να καταστεί εφικτός με συγκεκριμένους σχεδιασμούς. Παρά την αύξηση που ανακοινώθηκε, ο Καναδάς θα παραμείνει πίσω στο σύνολο των δαπανών που προβλέπονται κατά έξι έως επτά δισεκατομμύρια δολάρια επί του ΑΕΠ. Μία μεταβλητή που θα εξαρτηθεί και από την πορεία της καναδικής οικονομίας μέχρι τις αρχές του 2030.
Το μεγαλύτερο, όμως, ζήτημα που έχουν οι τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων του Καναδά είναι η επάνδρωση των σωμάτων ασφαλείας και ο κ. Blair γνωρίζοντας το πρόβλημα μοιράστηκε κοινές απόψεις και αποφάσεις με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας του Καναδά, στρατηγό Wayne Eyre, για την επάνδρωση των, κατ’ εκτίμηση, 16.500 κενών θέσεων που υπάρχουν στα σώματα ασφαλείας. Ο αριθμός αυτός αναφέρεται στην πλήρωση για την προβλεπόμενη δύναμη που πρέπει να έχει η χώρα, δηλαδή, των 71.500 μόνιμων στρατιωτικών, των 30.000 εφέδρων και των 5200 καταδρομέων μέχρι το 2032. Ο υπό συνταξιοδότηση το καλοκαίρι καναδός ΓΕΕΘΑ υπογράμμισε πως προέχει η «Επάνδρωση κατά τουλάχιστον 14.000 ανθρώπους» για να μπορέσει ο Καναδάς να «ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις επιχειρήσεων στο εξωτερικό αλλά και την αντιμετώπιση εκτάκτων καταστάσεων στο εσωτερικό της χώρας».
Περισσότερες από 21.000 αιτήσεις από το τέλος του προηγούμενου έτους
Περισσότερες από 21.000 αιτήσεις έχουν κατατεθεί κατατέθηκαν στις Ένοπλες Δυνάμεις από την στιγμή που ομόσπονδη κυβέρνηση πέρυσι επέτρεψε όσοι έλαβαν το στάτους του μόνιμου κάτοικου να υποβάλλουν αίτηση. Παρά τον μεγάλο αριθμό αιτήσεων λιγότερες από εκατό έχουν γίνει δεκτές από τις αρχές του τρέχοντος έτους.
Στην ακρόαση της Γερουσίας ο στρατηγός Eyre υπογράμμισε πως «Η εφεδρείες έχουν αυξηθεί κατά κάποιες εκατοντάδες» ενώ τόνισε πως ο Φεβρουάριος είχε το μεγαλύτερο αριθμό αιτήσεων που έχουν υποβληθεί στις ένοπλες δυνάμεις τα τελευταία πέντε χρόνια. Ένα θέμα το οποίο αναδεικνύει την ανασφάλεια αλλά και το οικονομικό πρόβλημα που υπάρχει ιδιαιτέρως στις οικογένειες με χαμηλά οικονομικά έσοδα.
Πρέπει να γίνουν θεμελιώδεις αλλαγές για επιστροφή σε κατάσταση ετοιμότητας
Ο ΑΓΕΕΘΑ είναι «συγκρατημένα αισιόδοξος» αφού οι πολιτικές ασφαλείας προσλήψεων στα σώματα ασφαλείας επιβραδύνει σημαντικά την ταχύτητα προσλήψεων για την πλήρωση των απαιτούμενων κενών θέσεων. Μία από τις μεγαλύτερες, όμως, ανησυχίες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας είναι ο έλεγχος ασφαλείας που πρέπει περάσουν οι περισσότεροι αιτούντες αφού έχουν ξένη καταγωγή. Στην ομιλία του στην Επιτροπή Άμυνας της Γερουσίας, ο στρατηγός Eyre τόνισε πως «Αυτό, όμως, δεν είναι πρόβλημα των Ενόπλων Δυνάμεων αλλά της καναδικής κυβέρνησης». Μεταξύ άλλων τόνισε πως τα υπουργεία Μετανάστευσης και Εθνικής Άμυνας πρέπει να βρουν ταχύτερους τρόπους απόκτησης και έκδοσης ποινικού μητρώου και ελέγχου ασφαλείας για όσους απέκτησαν πρόσφατα στάτους μόνιμου κάτοικου αφού το ΥΠΕΘΑ πρόσφατα υπέγραψε συμβόλαιο για νέο λογισμικό ασφάλειας καθώς το παλιό πρόγραμμα ήταν σε κατάρρευση.
Ο ειδικός στρατιωτικών θεμάτων και πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων του Καναδά, Dave Perry, από την άλλη τόνισε ότι δεν βλέπει κανένα σημάδι επείγουσας ανάγκης, δεδομένου ότι η πολιτική δεν προβλέπει επίλυσης του προβλήματος μέχρι το 2032. Υπογράμμισε δε πως υπήρχαν πολλές προειδοποιήσεις για το θέμα της στρατολόγησης μετά την πανδημία και ότι το θέμα θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα μετά την τελευταία αναθεώρηση της πολιτικής ασφαλείας που κατατέθηκε πριν από επτά χρόνια λέγοντας πως «Το υπουργείο άμυνας πρέπει να ακολουθήσει μία θεμελιώδη αλλαγή για να μπορέσει να επανέλθει σε κατάσταση ετοιμότητας».