Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Ο καναδός πρωθυπουργός, Justin Trudeau, κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης της παραιτήσεως του τη Δευτέρα τόνισε ότι οι εργασίες της Βουλής των Κοινοτήτων θα ανασταλούν μέχρις τις 24 Μαρτίου. Η απόφαση αυτή δίνει χρόνο στο κόμμα των Φιλελευθέρων να εκλέξει νέο αρχηγό, ενόψει μίας πιθανής ψήφου εμπιστοσύνης η οποία θα οδηγήσει την χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Τι είναι η αναστολή;
Σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας του κεντρικού νομοθετικού οργάνου της χώρας η αναστολή -η προσωρινή διακοπή- λειτουργίας του κοινοβουλίου είναι μια πρακτική διαδικασία στην οποία «οι βουλευτές απαλλάσσονται από τα κοινοβουλευτικά τους καθήκοντα μέχρι την επανέναρξη εργασιών της βουλής» ενώ η κυβέρνηση παραμένει στην εξουσία. Κατά την περίοδο αναστολής δεν υπάρχουν κοινοβουλευτικές συνεδρίες, οι επιτροπές αναστέλλουν τη λειτουργία τους και όλα τα εκκρεμή νομοσχέδια που δεν έχουν ψηφιστεί ακυρώνονται.
Οι εργασίες της τρέχουσας κοινοβουλευτικής συνόδου θα επαναληφθούν στις 27 Ιανουαρίου. Αυτό που επιτυγχάνει ο πρωθυπουργός με την αναβολή είναι την σύγκληση εργασιών του Κοινοβουλίου. Μία κίνηση η οποία εμποδίζει, προς το παρών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να καταθέσουν πρόταση μομφής εις βάρος της κυβέρνησης αφού θεωρείτε δεδομένη και η οποία αφού υπερψηφιστεί θα οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Ο Trudeau επιβεβαίωσε ότι η Γενική Κυβερνήτρια του Καναδά, Mary Simon, ενέκρινε το αίτημά του.
Νομοθετικά τι σημαίνει αυτό
Η διαδικασία της αναστολής ακυρώνει όλα τα εκκρεμή νομοσχέδια που βρίσκονταν στην διαδικασία της συζήτησης ή ήταν να συζητηθούν. Μεταξύ των υπό συζήτηση νομοσχεδίων περιλαμβάνονται νομοθετικές προτάσεις νέων ρυθμίσεων για τον έλεγχο όπλων, αυξημένης ασφάλειας στα σύνορα και μεταρρυθμίσεις στο νομοσχέδιο για τους φόρους κεφαλαιακών κερδών.
Ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του πανεπιστημίου της Αλμπέρτα, Eric Adams, μας εξήγησε ότι «Είναι σαφές ότι το νομοθετικό έργο της κυβέρνησης παγώνει κατά τη διάρκεια της αναστολής» ενώ την ίδια στιγμή, όπως υπογραμμίζει, «η διακυβέρνηση της χώρας συνεχίζει τη λειτουργία της […] σε έναν βαθμό».
Οι επικρίσεις
Η απόφαση προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Μία από αυτές ήταν δια στόματος και του νομικού και συνιδρυτή της οργάνωσης Democracy Watch, Duff Conacher, που άσκησε κριτική τονίζοντας ότι «Η αναστολή ακυρώνει τα υπό ψήφιση νομοσχέδια επιτρέποντας στην κυβέρνηση να αποφύγει την καθημερινή λογοδοσία της στη Βουλή».
Παράλληλα, η αντιπολίτευση επισημαίνει ότι η κίνηση αυτή θυμίζει προηγούμενες αναστολές λειτουργίας της βουλής που χρησιμοποιήθηκαν για την αποφυγή πολιτικών κρίσεων. Χαρακτηριστική είναι αυτή του 2008 όταν ο τότε πρωθυπουργός και αρχηγός του Συντρηρητικού κόμματος, Stephen Harper, ζήτησε από τον τότε Γενικό Κυβερνήτη, Michaëlle Jean, να αναστείλει τη λειτουργία του κοινοβουλίου λίγο πριν την πρόταση μομφής που θα κατατίθετο εις βάρος της μειοψηφούσας κυβέρνησης Συντηρητικών. Η κυβέρνηση Harper επιβίωσε αφού μετά από πολλές πιέσεις ο Jean ενέκρινε το αίτημά του.
Το 2009 και πάλι, ο Stephen Harper ζήτησε αναστολή των κοινοβουλευτικών εργασιών για δύο μήνες αφού η κυβέρνηση του διαχειριζόταν οικονομικά θέματα που είχαν προκύψει από την ύφεση του 2008-2009 και έπρεπε να διαβουλευθεί με επιχειρήσεις και τους Καναδούς πολίτες. Μία κίνηση που επικρίθηκε ως μία τακτική για να κερδίσει χρόνο ώστε να λάβει την πλειοψηφία στις επιτροπές της Γερουσίας. Είχε κατακριθεί επίσης και για τον λόγω ότι ήταν ένας τρόπος να αποφευχθούν έρευνες για ισχυρισμούς ότι η τότε κυβέρνηση είχε αγνοήσει το θέμα βασανισμού κρατουμένων κατά τη διάρκεια του Αφγανικού πολέμου. Η τότε κίνηση από την πλευρά του Stephen Harper άνοιξε μεγάλες συζητήσεις εάν μπορούν να χρησιμοποιούν το την αναστολή ως πολιτικό εργαλείο για την προώθηση δικών της σκοπών.