Η Μαριαλένα Δισακιά στις Γραφές Διεκδίκησης κάθε που πονά ένα ρόδο μαραίνεται , ένα στάχυ ανθίζει. Τα ποιήματα της σταχυολογούνται σε μία διαδρομή ονειρική μέσα στον δρόμο του χθες και στην ανυπομονησία για το αύριο. Αυτή γεύτηκα στις Γραφές Διεκδίκησης. Για να γίνω πιο σαφής, ο τίτλος μας προκαλεί να αγγίξουμε με ευλάβεια και αγαστή περιέργεια το περιεχόμενο. Εντυπωσιακό το προλόγισμα σταθμός. Γι’ αυτό παραθέτω το απόσπασμα που με προβλημάτισε, αναφορικά με τις διεκδικήσεις μας και τα όνειρα μας. “Συμβουλή προς το επιβατικό κοινό, προσοχή στους συρμούς που φέρουν τη σήμανση της θάλασσας, στην κεντρική ταινία παρέχουν παρόν και όνειρα.”
Κραυγάζω
“Ζέστη η ανάσα σου// καίει τη σάρκα// αδιάφορα ακουμπάς το κορμί μου /ζαρώνω στο σαρκίο μου// σου κραυγάζω//ποιον νοιάζει πια/// δεν υγραίνονται τα μάτια// μόνο που θα μου λείψει το κόκκινο της θάλασσας //γελωτοποιός έγινες// με τόσα πήγαινε-έλα// γελάω μαζί σου και με πιάνω να πίνουμε παρέα //εκείνο το στυφό πιοτό στης αβύσσου τον περίπατο// σε προσκαλώ πια εσύ// αρνείσαι να ρθεις //ρίζες δεν είχα ποτέ για να με μερώσει ο ξεριζωμός //φωτιά// να πεις// εκεί να σβήσω από τις μνήμες θέλω.”
Πολυτελή κουτάκια αναμνήσεων
Δεν αμφισβητεί κανείς ότι μοναδικό μας εφόδιο σε αυτό μας το λογοτεχνικό ταξίδι πρέπει να γίνει η αποσκευή της αγνότητας. Δηλαδή, η αγνή μας προαίρεση. Αυτή είναι το βασικό μας εφόδιο για να ανακαλύψουμε το περιεχόμενο του ποιητικού της ταξιδιού. Αρχικά πρέπει να εντοπίσουμε τις σκέψεις της, που αδάμαστες μεν, είναι ταριχευμένες στις μνήμης την αντοχή. “Αδικίες, προδοσίες και χαμόγελα”, όλα χωρούν στις διαδρομές της ποιήτριας τοποθετημένες σε πολυτελή κουτάκια αναμνήσεων. “Μα θέλει λουκέτο η ψυχή των κουτιών να μην πηγαίνει όπου γουστάρει.” Τρέχει η λάβα όπως η ζωή που χάνεται σε δύο σταγόνες μπλε μάτια. Ο έρωτας σαν το τρεχούμενο νερό περνά από πάνω μας, Μα η αγάπη είναι πιο δυνατή. Μόνο εκείνη “σαν μάνα σκεπάζει το λαιμό του αγαπημένου με το ολόχρυσο κασκόλ της αντάμωσης.”
Η τελευταία στιγμή της ανάμνησης
Στο μεταξύ ο πόνος, αυτός ο γεφυροποιός μαέστρος του χρόνου καθορίζει την τελευταία στιγμή της ανάμνησης. Γλυκόπικρη η ζωή, στιγμές ευτυχίας με νερό και ζάχαρη σμιλευμένες, για να αλλάξουν οι Μοίρες τις ευχές. “Mα, διάφανα και σκοτεινά τα σημεία προπώλησης των ονείρων”.
Αμφιβολία, η ηρακλείτεια αρχή της γνώσεως
Επιπρόσθετα, η υπόγεια ειρωνεία και μια διάχυτη αμφιβολία για τα μελλούμενα είναι αυτά που διατρέχουν τον λόγο της ποιήτριας. Γι’ αυτό κουρασμένη από “την αθωότητα που δολοφονείται στο βωμό της αυτάρεσκης εγωιστικής κούκλας, σε αστικές σιωπές ρίχνεται..ξέρει καλά τα δηλητηριώδη κεράσματα και του φθόνου τις ματιές.” Γι αυτό συνειδητά επιλέγει να “συνεχίσει, με τα πόδια …την πορεία της στο μέλλον.” Αλληγορίες και μεταφορές γίνονται οχήματα μιας υπαρξιακής ποίησης ,που βαθύτατα αντιστέκεται στις χίμαιρες και τις ουτοπίες των ανθρώπων και των καιρών. Και είναι αυτή η διεκδίκηση στο όνειρο που δεν ακροβατεί σε ένα λευκό σύννεφο, αλλά που αγκαλιάζει τη ζωή και τις αξίες.
Μαριαλένα Δισακιά, συγγραφέας, πηγή: skroutz.gr
Ξεπερνώντας τον φόβο
Εν κατακλείδι, η Μαριαλένα Δισακιά ξέρει βαθιά μέσα της και ελπίζει ακόμα στον (Ά)νθρωπο. Ομολογεί αυτή την πίστη της μέσα από την τελευταία στροφή του ποιήματος Ποιος μιλά: “Όμως αγαπώ αυτούς που //με μία κίνηση των ματιών τους σε καθηλώνουν,// αδιαφορώντας για οτιδήποτε γκρεμίζεται γύρω σου”. Πράγματι, ο φόβος είναι το αρχαιότερο ανθρώπινο συναίσθημα και το ισχυρότερο είδος φόβου είναι ο φόβος για το άγνωστο. Αυτό το απρόβλεπτο άγνωστο είναι μία τρομερή πηγή ευλογίας και δυστυχίας, η οποία επισκέπτεται την ανθρωπότητα για εντελώς ανεξήγητους λόγους. Συμπερασματικά, η ποιήτρια υπερπηδά αυτόν τον κοσμικό φόβο. Βρίσκει γόνιμο έδαφος στην ποίηση και εκεί ακουμπά την ψυχή και τις λέξεις της διεκδικώντας Ελευθερία.
Διαδρομή 2
Εκτροχιασμένο τρένο
σε λάθος σταθμό τα σκυλιά
που κρατούσαν στα σαγόνια τους
σπουργίτια κι εγώ
δεν μπορούσα ούτε καν
την ψυχή μου να διαβάσω.
Τρέχω να φτάσω,
περνώντας
ανάμεσα από δωμάτια λανθασμένα
από ανθρώπους που χλευάζουν,
τα μάτια τυφλά από το άλικο του πόνου
με οδηγούν σε φαύλους κύκλους
και ράγες παραστρατημένες.
Δαιμόνων μύχιες επιθυμίες με καλούν!