Στις 25 Νοεμβρίου 2024, ο νεοεκλεγμένος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Donald Trump, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επιβάλει δασμό 25% σε όλα τα προϊόντα που θα εισάγονται στις ΗΠΑ από τους δύο μεγαλύτερους εμπορικούς της εταίρους - τον Καναδά και το Μεξικό. Η εφαρμογή αυτών των μέτρων προγραμματίζεται για την πρώτη ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, στις 20 Ιανουαρίου 2025. Αυτή η αιφνίδια κίνηση έχει προκαλέσει σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αντιδράσεις στον Καναδά, αναγκάζοντας τους ηγέτες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των επαρχιών να διαμορφώσουν μια κοινή στρατηγική αντίδρασης, ενώ την ίδια στιγμή εγείρει ανησυχίες στην καναδική αγορά.
Συγκεκριμένα, το βράδυ της Δευτέρας, ο Trump ανάρτησε στον λογαριασμό του στο Truth Social την δήλωση ότι «[…] Στις 20 Ιανουαρίου, μία από τις πρώτες Εκτελεστικές μου Εντολές, θα υπογράψω όλα τα απαραίτητα έγγραφα για να επιβάλω δασμό 25% στο Μεξικό και τον Καναδά για ΟΛΑ τα προϊόντα που εισέρχονται στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και στα γελοία Ανοιχτά Σύνορά τους. Αυτός ο δασμός θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι να σταματήσουν να εισρέουν Ναρκωτικά, ιδίως Φεντανύλη, και όλοι οι Παράνομοι Μετανάστες που εισβάλλουν στη Χώρα μας! Τόσο το Μεξικό όσο και ο Καναδάς έχουν το απόλυτο δικαίωμα και τη δύναμη να επιλύσουν εύκολα αυτό το χρόνιο πρόβλημα. Τους ζητούμε να χρησιμοποιήσουν αυτή τη δύναμη, και μέχρι να το κάνουν, ήρθε η ώρα να πληρώσουν ένα πολύ μεγάλο τίμημα!»
Η ανακοίνωση αυτή έχει ήδη κλιμακώσει την ένταση στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, θέτοντας τον Καναδά σε μια κρίσιμη πολιτική και οικονομική θέση καθώς προετοιμάζεται για την εφαρμογή των νέων μέτρων.
Ο Καναδός πρωθυπουργός, Justin Trudeau, αντιδρώντας στην ανακοίνωση του Trump για επιβολή δασμού 25% στις καναδικές εισαγωγές στη γείτονα χώρα, τόνισε την ανάγκη εθνικής ενότητας και συνεργασίας, ενώ συγκάλεσε έκτακτη συνάντηση με όλους τους έπαρχους της χώρας να συζητηθεί και να αναπτυχθεί μία κοινή στρατηγική, δηλώνοντας ότι «Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα είναι να συνεργαστούμε όλοι σε αυτό. Η ομαδική προσέγγιση του Καναδά είναι αυτή που αποδίδει».
Ο Trudeau είχε δεκάλεπτη τηλεφωνική συνομιλία με τον νεοεκλεγμένο Αμερικανό πρόεδρο και την περιέγραψε ως μία «καλή συζήτηση» αφού ήταν επικεντρωμένη στην ισχυρή διμερή σχέση και στους πιθανούς τομείς κοινών προσπαθειών. Υπογράμμισε την ανάγκη για μια «υπεύθυνη, μεθοδική προσέγγιση» για την αντιμετώπιση της κατάστασης, με στόχο την προστασία των καναδικών θέσεων εργασίας, διατηρώντας ταυτόχρονα έναν εποικοδομητικό διάλογο.
Το βράδυ της Τρίτης συγκλήθηκε έκτακτη κοινοβουλευτική συνεδρίαση στη Βουλή των Κοινοτήτων. Εκεί ο Καναδός πρωθυπουργός επανέλαβε τη δέσμευσή του να προστατεύσει τα καναδικά συμφέροντα χωρίς να καταφεύγει σε αντιδράσεις βασισμένες στον φόβο υπογραμμίζοντας ότι «Θα ακολουθήσουμε μια υπεύθυνη, μεθοδική προσέγγιση για την υπεράσπιση των καναδικών θέσεων εργασίας και συμφερόντων».
Ο έπαρχος του Οντάριο, Νταγκ Φορντ, ο οποίος προεδρεύει του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας που περιλαμβάνει και τους 13 έπαρχους της χώρας -των δέκα επαρχιών και των τριών περιοχών του Καναδά- εξέφρασε την αγανάκτηση του, χαρακτηρίζοντας τη σύγκριση του Καναδά με το Μεξικό από τον Trump ως «η πλέον προσβλητική δήλωση που έχω ακούσει ποτέ από τους φίλους και στενότερους συμμάχους μας». Αναφέρθηκε στους οικονομικούς δεσμούς που υπάρχουν μεταξύ Καναδά και Ηνωμένων Πολιτειών, ζητώντας λύσεις συνεργασίας για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων. Ο Ford αναφερόμενος στις ετήσιες εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Οντάριο και ΗΠΑ οι οποίες φτάνουν τα 500 δισεκατομμύρια δολάρια, προειδοποίησε ότι εάν ο δασμός τεθεί σε εφαρμογή θα πλήξει τόσο τις καναδικές όσο και τις αμερικανικές οικονομίες, δηλώνοντας ότι «Είναι η μεγαλύτερη απειλή που έχουμε δει ποτέ [...] Είναι λυπηρό και εξαιρετικά επιζήμιο για Καναδούς και Αμερικανούς και (από) τις δύο πλευρές (των συνόρων)».**
Ο έπαρχος του Κεμπέκ, François Legault, εξέφρασε και αυτός της ανησυχίες του για την πρόταση του νεοεκλεγμένου αμερικανού προέδρου επιβολής δασμών στις καναδικές εισαγωγές. Τόνισε τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις, δηλώνοντας ότι τέτοιοι δασμοί θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε «απώλεια δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας στο Κεμπέκ και ολόκληρο τον Καναδά». Ο Legault αναγνώρισε τη σοβαρότητα της κατάστασης, σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη απειλή πρέπει να ληφθεί «πολύ σοβαρά». Ωστόσο, υποστήριξε επίσης να ακολουθηθεί μία μετρημένη αντίδραση, προτρέποντας τον Καναδά να «κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει έναν εμπορικό πόλεμο».
Οι αντιδράσεις των ομοσπονδιακών κομμάτων
Ο αρχηγός των Συντηρητικών, Pierre Poilievre, έθεσε να τεθεί ως απαραίτητη αρχή «ο Καναδάς μπροστά» ενώ παράλληλα χαρακτήρισε τον επικαλούμενο δασμό στις καναδικές εισαγωγές ως «αδικαιολόγητο». Επέκρινε την αντίδραση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων δηλώνοντας ότι «Το να είμαστε ο "καλός γείτονας" της Αμερικής (είναι σίγουρο ότι) δεν θα μας οδηγήσει πουθενά σε αυτήν την κατάσταση». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπογράμμισε ότι η εμπορική σχέση ΗΠΑ-Καναδά δεν αφορά πλέον αμοιβαία οφέλη, επισημαίνοντας «Για αυτόν, (τον Trump) είναι θέμα νικητών και ηττημένων, με τον Καναδά να βρίσκεται στη μεριά των ηττημένων».
Υπερασπιζόμενος την ανάγκη μιας δυναμικής απάντησης, ο Poilievre δήλωσε ότι «την φωτιά την αντιμετωπίζεις με φωτιά» εφαρμόζοντας πολιτικές που θα προσελκύουν επενδύσεις και αυξάνοντας τους μισθούς των εργαζομένων στον Καναδά. Επικαλούμενος τις πάγιες προτάσεις του, πρότεινε την κατάργηση του φόρου άνθρακα για τους καταναλωτές, τη μείωση των φόρων εισοδήματος και τη μείωση της φορολογίας στις ξένες επενδύσεις, ώστε να αντιστραφεί η εκροή επενδύσεων και βιομηχανιών από τον Καναδά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες επέκρινε έντονα τον τρόπο με τον οποίο ο πρωθυπουργός χειρίστηκε τις διμερής εμπορικές διαπραγματεύσεις, δηλώνοντας ότι «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Trudeau υπέγραψε μια εμπορική συμφωνία με τον Trump που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο επιβολής δασμών. Εγώ ποτέ δεν θα συμφωνούσα σε κάτι τέτοιο».
Ο αρχηγός του Κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, Jagmeet Singh, άσκησε δριμεία κριτική στην ανακοίνωση του νεοεκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ για επιβολή επιπλέον δασμών στις καναδικές εισαγωγές της γείτωνος, καλώντας τον πρώην κυβερνητικό του συνεργάτη να λάβει αποφασιστικά μέτρα. Υπογράμμισε την απειλή που αντιμετωπίζουν οι καναδικές θέσεις εργασίας, τονίζοντας «Σταθείτε όρθιοι και παλέψτε με όλες σας τις δυνάμεις. Οι καναδικές θέσεις εργασίας διακυβεύονται».
Ταυτόχρονα καταδίκασε τους προτεινόμενους δασμούς ως επιζήμιους για τους εργαζόμενους και στις δύο πλευρές των συνόρων, επισημαίνοντας ότι «Το γεγονός ότι (ο Trump) πρότεινε έναν γενικευμένο δασμό είναι λάθος. Θα ανεβάσει την τιμή όλων των προϊόντων και θα βλάψει τους εργαζόμενους τόσο στον Καναδά όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες».
Ζήτησε μια δυναμική και ουσιαστική απάντηση προτείνοντας ότι «κάθε εργαλείο πρέπει να είναι διαθέσιμο» στην αντιμετώπιση των απειλών του αμερικανού, συμπεριλαμβανομένων των αντιποίνων με δασμούς, μιας νομικής πρόκλησης στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά (CUSMA, που αντικατέστησε τη NAFTA το 2020), καθώς και της δημιουργίας μιας κυβερνητικής επιτροπής για την προστασία των καναδικών θέσεων εργασίας. Χαρακτήρισε την πρόταση του Trump «οικονομικό εκφοβισμό» και τόνισε τη σημασία του να είναι ο Καναδάς έτοιμος να «αντεπιτεθεί».
Συγκερασμός δυνάμεων ενάντια στους επικείμενους δασμούς των ΗΠΑ
Χθες, Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024, στις 5 μ.μ., έγινε διαδικτυακή σύσκεψη με τους έπαρχους της χώρας υπό την προεδρεία του καναδού πρωθυπουργού για να συζητηθούν λύσεις στο πρόβλημα που ανφάνει για τις καναδικές εξαγωγές. Εξετάστηκαν στρατηγικές για τον μετριασμό των πιθανών οικονομικών επιπτώσεων, δίνοντας έμφαση στη σημασία μιας εθνικής συντονισμένης απάντησης. Συμφώνησαν να συμμετάσχουν σε συντονισμένες διπλωματικές προσπάθειες, οι οποίες περιλαμβάνουν απευθείας συνομιλίες με τους Αμερικανούς ομολόγους τους και σε συνεργασία με το Μεξικό για την απόρριψη των δασμών. Παράλληλα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τους έπαρχους εξέτασε νομικές ενέργειες που μπορούν να τεθούν στο πλαίσιο της CUSMA (Συμφωνία Ηνωμένων Πολιτειών-Μεξικού-Καναδά) για να αμφισβητήσει τη νομιμότητα των προτεινόμενων δασμών.
Οικονομικές Επιπτώσεις
Οι προτεινόμενοι δασμοί αναμένεται να προκαλέσουν εκτεταμένες οικονομικές αναταράξεις, ειδικά στην αυτοκινητοβιομηχανία, έναν εξαιρετικά διασυνδεδεμένο τομέα, καθώς ανταλλακτικά και τμήματα των οχημάτων διασχίζουν συχνά τα σύνορα κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Οι δασμοί ενδέχεται να διαταράξουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες, να αυξήσουν το κόστος παραγωγής και να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές για τους καταναλωτές που θα κληθούν να «πληρώσουν» τη διαφορά.
Αντίστοιχα, σοβαρό πλήγμα αναμένεται και στον γεωργικό τομέα, καθώς οι καναδικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, όπως το μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας καθώς και τα δημητριακά, αποτελούν ζωτικό μέρος της αμερικανικής αγοράς. Σύμφωνα με τον τρόπο που λειτουργούσαν πάντα οι αγορίες, οι δασμοί αναμένονται να μειώσουν την ανταγωνιστικότητα, πλήττοντας δυσμενώς τους Καναδούς αγρότες, ενώ παράλληλα να οδηγήσουν σε αυξημένες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Η ενεργειακή βιομηχανία επίσης θα δεχτεί ισχυρό πλήγμα, καθώς ο Καναδάς είναι κύριος προμηθευτής αργού πετρελαίου των Ηνωμένων Πολιτειών. Αναμενόμενο θα είναι να διαταραχθεί και αυτός ο τομέας εξαγωγών καθώς οι υψηλότερες τιμές καυσίμων προς τις ΗΠΑ θα επιφέρει τεράστιες απώλειες εσόδων και για στον καναδικό πετρελαϊκό τομέα αλλά και την οικονομία γενικότερα.
Η Κεντρική Τράπεζα του Καναδά εξέφρασε τις ανησυχίες της υπογραμμίζοντας πως οι προτεινόμενοι δασμοί θα αυξήσουν τον πληθωρισμό, θα καταστείλουν την ανάπτυξη και θα προκαλέσουν στρεβλώσεις στα επιτόκια, απαιτώντας αναπροσαρμογές στις οικονομικές προβλέψεις.
Αντιδράσεις της καναδικής αγοράς
Οι άνθρωποι της καναδικής αγοράς εξέφρασαν έντονες ανησυχίες σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις των δασμών. Το Εμπορικό Επιμελητήριο του Καναδά προειδοποίησε ότι «ένας δασμός 10% θα μπορούσε να προκαλέσει απώλεια ύψους 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην καναδική οικονομία, ενώ ένας δασμός 25% θα είχε ακόμη σοβαρότερες συνέπειες».
Ο πρόεδρος της Ένωσης Κατασκευαστών Ανταλλακτικών Αυτοκινήτων, Flavio Volpe, υπογράμμισε την έντονη διασύνδεση της αυτοκινητοβιομηχανίας μεταξύ των δύο χωρών, τονίζοντας ότι οι δασμοί θα διαταράξουν τη λειτουργία του κλάδου και θα οδηγήσουν σε απώλειες θέσεων εργασίας και τις δύο πλευρές των συνόρων.
Διπλωματικές πρωτοβουλίες
Η καναδική κυβέρνηση αναλαμβάνει ενεργά διπλωματικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της επικείμενης κρίσης δασμών. Ο πρωθυπουργός του Καναδά έχει ήδη ξεκινήσει συνομιλίες με τον Donald Trump, τονίζοντας τα βαθιά αμοιβαία οφέλη των διμερών σχέσεων, ενώ παράλληλα επισήμανε τις πιθανές αρνητικές συνέπειες από την επιβολή δασμών. Την ίδια στιγμή, ο Καναδάς θα συνεργαστεί από κοινού με το Μεξικό για να υπάρξει ενιαίο μέτωπο αφού οι προτεινόμενοι δασμοί επηρεάζουν και τις δύο χώρες, ενώ οι συντονισμένες προσπάθειες ενδέχεται να αποδειχθούν αποτελεσματικότερες. Επιπλέον, Καναδοί αξιωματούχοι διερευνούν νομικές οδούς στο πλαίσιο της Συμφωνίας Ελεθυερού Εμπορίου ΗΠΑ-Μεξικού-Καναδά (CUSMA), χρησιμοποιώντας καθιερωμένους μηχανισμούς επίλυσης εμπορικών διαφορών για την αναζήτηση λύσης.
Δημόσιο αίσθημα
Η κοινή γνώμη στον Καναδά αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό ανησυχίας και ανθεκτικότητας. Παρόλο που υπάρχει προβληματισμός για τις πιθανές οικονομικές επιπτώσεις, επικρατεί και έντονος σκεπτικισμός, καθώς εγείρονται ερωτήματα για το πώς η καναδική οικονομία θα μπορέσει να διατηρήσει την ισορροπία της.
Η πρόταση επιβολής δασμών ύψους 25% από τις Ηνωμένες Πολιτείες στις εισαγωγές από τον Καναδά και το Μεξικό θα μπορούσε να επηρεάσει τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Καναδά-Ελλάδας, δημιουργώντας προκλήσεις και ευκαιρίες. Εάν αυτοί οι εφαρμοσθούν δασμοί θα οδηγήσουν σε οικονομική επιβράδυνση ή σε σημαντική μείωση των καναδικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, η καναδική οικονομία ενδέχεται να αποδυναμωθεί, γεγονός που θα μπορούσε να μειώσει την αγοραστική δύναμη και τη ζήτηση για ελληνικά προϊόντα. Αυτό θα επηρεάσει κλάδους όπως οι εξαγωγές τροφίμων και ποτών, καθώς και υπηρεσίες τουρισμού που βασίζονται στους Καναδούς καταναλωτές.
Ταυτόχρονα, οι δασμοί αυτοί ενδέχεται να ωθήσουν τον Καναδά να αναπροσαρμόσει τις εμπορικές του προτεραιότητες, ενισχύοντας ενδεχομένως τους δεσμούς του με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Η Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία (CETA) μεταξύ Καναδά και ΕΕ, παρότι δεν έχει επικυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο ακόμα, παρέχει το πλαίσιο για την ενδυνάμωση των εμπορικών σχέσεων. Καθώς ο Καναδάς επιδιώκει να εμπλουτίσει τις οικονομικές του συνεργασίες, η Ελλάδα θα μπορούσε να αναδειχθεί σε βασικότερο, απ’ ότι είναι σήμερα, εταίρο, αποκομίζοντας οφέλη από την αύξηση του διμερούς εμπορίου και των επενδυτικών ευκαιριών.
Για τους Έλληνες εξαγωγείς, οι προτεινόμενοι δασμοί θα μπορούσαν να προσφέρουν μια ευκαιρία. Εάν τα αμερικανικά προϊόντα γίνουν λιγότερο ανταγωνιστικά στην καναδική αγορά λόγω υψηλότερου κόστους, τα ελληνικά προϊόντα θα μπορούσαν να αποκτήσουν πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε τομείς όπως αυτού του αγροτοδιατροφικού τομέα, των φαρμακευτικών προϊόντων και των εν γένει καταναλωτικών αγαθών. Αυτή η μετατόπιση θα μπορούσε να ενισχύσει τη θέση της Ελλάδας στην καναδική αγορά, προσφέροντας την ευκαιρία για διεύρυνση του οικονομικού της αποτυπώματος.
Από την άλλη, πιθανές διαταραχές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες που θα προκληθούν από τους δασμούς θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διεθνείς αγορές. Εάν τα καναδικά προϊόντα που βασίζονται σε αμερικανικά εξαρτήματα γίνουν ακριβότερα ή παρουσιάσουν καθυστερήσεις στην παραγωγή θα μπορούσε να επηρεάσει προϊόντα που προορίζονται για την Ελλάδα. Αυξήσεις στις τιμές ή καθυστερήσεις στην παράδοση ενδέχεται να δημιουργήσουν προκλήσεις στις υπάρχουσες εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών.
Ο τουρισμός, που αποτελεί κρίσιμο τομέα στις σχέσεις Καναδά-Ελλάδας, ενδέχεται επίσης να επηρεαστεί. Οι οικονομικές πιέσεις που θα προκύψουν από τους δασμούς μπορεί να μειώσουν το διαθέσιμο εισόδημα των Καναδών, οδηγώντας σε πιθανή μείωση τουριστικών ροών προς την Ελλάδα. Μια τέτοια πτώση θα μπορούσε να επηρεάσει τομείς της ελληνικής οικονομίας που συνδέονται στενά με τους Καναδούς επισκέπτες, όπως η φιλοξενία και οι τοπικές τουριστικές υπηρεσίες.