Η ραγδαία ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας έχει φέρει σημαντικές αλλαγές στους τρόπους επικοινωνίας και διαφήμισης, επηρεάζοντας άμεσα την πολιτική σκηνή και τις δημόσιες σχέσεις. Οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις, τόσο στον Καναδά όσο και στην Ευρώπη, έχουν στραφεί στη χρήση ψηφιακών πλατφορμών για να επικοινωνούν άμεσα με τους πολίτες. Ωστόσο, αυτή η στροφή έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα για την επιρροή και τη δυναμική των πολυεθνικών εταιρειών που ελέγχουν τις πλατφόρμες αυτές.
Ο Καναδάς και οι δαπάνες για ψηφιακή διαφήμιση
Κατά τη διάρκεια της περιόδου 2022-2023, η καναδική κυβέρνηση επένδυσε συνολικά 86,09 εκατομμύρια δολάρια σε διαφημίσεις, εκ των οποίων το 71% (περίπου 48,08 εκατομμύρια δολάρια) διατέθηκε για ψηφιακά μέσα, ενώ το υπόλοιπο 29% (περίπου 19,22 εκατομμύρια δολάρια) διατέθηκε σε παραδοσιακά μέσα. Οι δαπάνες για ψηφιακή διαφήμιση κατευθύνθηκαν κυρίως σε:
Προγραμματική και μη προγραμματική προβολή (51%): $24,46 εκατομμύρια
Μέσα κοινωνικής δικτύωσης (29%): $13,71 εκατομμύρια
Μάρκετινγκ μηχανών αναζήτησης (21%): $9,90 εκατομμύρια
Αντίστοιχα, στις παραδοσιακές μορφές διαφήμισης, η τηλεόραση κατέλαβε τη μερίδα του λέοντος με 52% ($9,93 εκατομμύρια), ακολουθούμενη από εξωτερικές διαφημίσεις (29%), ραδιόφωνο (14%) και έντυπα μέσα (5%).
Η στρατηγική της καναδικής κυβέρνησης αντανακλά μια παγκόσμια τάση για μεγαλύτερη εξάρτηση από τα ψηφιακά μέσα. Οι πλατφόρμες όπως το Facebook, το Instagram, το Χ (πρώην twitter) και το YouTube αποτελούν πλέον αναπόσπαστα εργαλεία για την προώθηση κυβερνητικών προγραμμάτων, την ενημέρωση του κοινού και την πολιτική επικοινωνία.
Η Ευρωπαϊκές δαπάνες
Στην Ευρώπη, τα δεδομένα καταδεικνύουν ότι τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν επίσης επενδύσει σημαντικά ποσά στη ψηφιακή διαφήμιση. Ενδεικτικά:
Η Ελλάδα διέθεσε 686.000 ευρώ για ψηφιακή πολιτική διαφήμιση.
Άλλες χώρες, όπως η Γερμανία (περίπου 5,35 εκατ. ευρώ) και η Ουγγαρία (περίπου 2,96 εκατ. ευρώ), βρίσκονται στην κορυφή της σχετικής λίστας.
Η Κύπρος διέθεσε 234.000 ευρώ, ενώ χώρες με μικρότερους πληθυσμούς, όπως το Λουξεμβούργο, διέθεσαν 19.800 ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτουν την ποικιλομορφία στις δαπάνες για ψηφιακή διαφήμιση στην Ε.Ε. και την εξάρτηση των κυβερνήσεων από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Στην Ευρώπη, οι πολιτικές διαφημίσεις, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των ευρωεκλογών, έφτασαν τα 43 εκατομμύρια ευρώ.
Η εξουσία των Πολυεθνικών και η ευθύνη των Κρατών
Η εξάρτηση από τα ψηφιακά μέσα έχει δώσει τεράστια δύναμη στις πολυεθνικές εταιρείες που διαχειρίζονται αυτές τις πλατφόρμες, όπως η Meta (Facebook, Instagram), το Χ (πρώην twitter) και η Google (YouTube). Αυτή η δύναμη τους επιτρέπει να επηρεάζουν τη δημόσια συζήτηση, να διαμορφώνουν τις πολιτικές προτεραιότητες και να ελέγχουν την πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες.
Αυτή η δυναμική, ωστόσο, δεν προέκυψε τυχαία. Τα κράτη και οι πολιτικοί έδωσαν στις πλατφόρμες αυτή τη δυναμική, επενδύοντας τεράστια ποσά σε διαφημίσεις για να προσεγγίσουν τους ψηφοφόρους, ειδικά τις νεότερες γενιές. Η πρακτική αυτή έδωσε κύρος και οικονομική δύναμη στις πλατφόρμες, μετατρέποντάς τες σε απαραίτητα εργαλεία για κάθε πολιτική καμπάνια. Ωστόσο, η ίδια αυτή επένδυση μετέτρεψε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε ανεξέλεγκτους γίγαντες.
Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση των κινδύνων που προκύπτουν από την ανεξέλεγκτη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει οδηγήσει πολλές κυβερνήσεις σε περιοριστικά μέτρα. Στόχος αυτών των μέτρων είναι η διασφάλιση της διαφάνειας στη διαφήμιση, η προστασία της ιδιωτικότητας και η αποτροπή της παραπληροφόρησης.
Οι εξελίξεις στον Καναδά και την Ευρώπη καταδεικνύουν μια παγκόσμια στροφή προς τη χρήση των ψηφιακών μέσων για την πολιτική επικοινωνία και τη διαφήμιση. Ενώ οι πλατφόρμες αυτές έχουν προσφέρει νέες δυνατότητες, έχουν επίσης δημιουργήσει προκλήσεις που απαιτούν προσεκτική διαχείριση. Η ανάγκη για θέσπιση κανόνων και ελέγχου είναι πλέον πιο επίκαιρη από ποτέ, προκειμένου να διασφαλιστεί η ισορροπία μεταξύ καινοτομίας, δημοκρατίας και κοινωνικής ευημερίας.