Γι’ αυτό το αλλόκοτο «Ω γλυκύ μου έαρ…» ζητήσαμε από τους πεζογράφους (Αλέξη Πανσέληνο και Κωνστάντια Σωτηρίου), έναν εξ αδιαιρέτου πεζογράφο και θεατρικό συγγραφέα (Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη) κι έναν καθηγητή Αρχιτεκτονικής και αρχιτέκτονα (Δημήτρη Φιλιππίδη) να γράψουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες μας μια πασχαλινή ιστορία.
Τέσσερα διηγήματα μεταμορφώνουν το αμφίθυμο αίσθημα των ημερών σε μυθοπλασία νοσταλγικής, ενδοσκοπικής, απομαγευμένης ή φυσιολατρικής πνοής. Τέσσερις τρόποι, ενδεχομένως, για να αφουγκραστούμε το πένθιμο και αναστάσιμο νόημα που μας διαπερνά σε μια τόσο περίπλοκη και ανησυχητική συγκυρία.
Το Ανοιχτό Βιβλίο, συνεχίζοντας τη διηγηματογραφική παράδοση στις σελίδες του, εκ μέρους όλων των συνεργατών του σας εύχεται Χρόνια Πολλά και Καλό Πάσχα. Μ. ΦΑΪΣ
Το Πάσχα του Καμπούρη
Του ΑΛΕΞΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
Ολόλαμπρο φεγγάρι έχει σηκωθεί πίσω από τα βουνά της Νάξου, απέναντι. Το μικρό προαύλιο του Αϊ-Γιάννη είναι πλυμένο από νωρίς. Ο Γιάννης ο Καμπούρης το ’χει παστρέψει με τη σφουγγαρίστρα κι έναν γκαζοτενεκέ με νερό που σέρνει πίσω του κάθε λίγο. Η μικρή πλατεία, εκατό βήματα πιο πέρα, είναι άδεια. Στην ταβέρνα της Αννας, φώτα – οι φωτιές καίνε από νωρίς, ετοιμάζεται η μαγειρίτσα με τα συκωτάκια, τα φρέσκα κρεμμύδια και τον άνηθο. Στις μπασίνες χτυπά η Βάντα, η Πολωνέζα βοηθός, το αυγολέμονο, η μαγείρισσα βροντά τις κατσαρόλες, ο μαυριδερός Πακιστανός λαντζέρης πλένει και σκουπίζει τα πιάτα και τα στρώνει στα άδεια τραπέζια του μαγαζιού που σύντομα θα γεμίσει.
Ο Καμπούρης – ένας αληθινός καμπούρης, μισότρελος και μουντρούχος που κανείς δεν αλλάζει κουβέντες μαζί του εκτός από τον παπά και την εκκλησάρισσα – ζει κάθε Πάσχα τις μέρες της δόξας του. Πιστεύει πως χωρίς αυτόν Πάσχα δε γίνεται στο χωριό. Παστρεύει τα απογεύματα το εκκλησάκι, καθαρίζει τα μανουάλια, αλλάζει τις καμένες λάμπες, σφουγγαρίζει το πάτωμα και το προαύλιο, βάζει νέα κεριά στο παγκάρι και χτυπά την καμπάνα βιράροντας το σκοινί, πένθιμα και λυπητερά απ’ τη Δευτέρα ώς την Παρασκευή, γρήγορα και γιορταστικά το βράδυ της Ανάστασης. Απ’ το σκοινί στο χέρι του περνά ένα ρίγος και το αυτί του ξέρει πόσο δυνατά ή πόσο απαλά πρέπει να τραβήξει για να πέσει το γλωσσίδι του σήμαντρου στην περιφέρεια του μπρούντζου και να τραγουδήσει λυπητερά ή χαρούμενα η καμπάνα του Αϊ-Γιάννη.
Οι οικογένειες των παραθεριστών που έχουν έρθει για το Πάσχα και θ’ αρχίσουν να αραιώνουν απ’ τη Λαμπροβδομάδα και ύστερα, φορτωμένοι στα αυτοκίνητά τους, έχουν μείνει στα εξοχικά τους τις περισσότερες μέρες, γιατί ο καιρός είναι ακόμα κρύος και λίγοι έχουν κουράγιο ή διάθεση να βγουν στα μονοπάτια του βουνού για περιπάτους. Προτιμούν να οδηγήσουν ώς τη Νάουσα ή την Παροικιά και να περάσουν τα απογεύματά τους σε κάποιο από τα μπαρ που έχουν ανοίξει για τη σεζόν ή τα βράδια τους στις ταβέρνες, τηρώντας ή όχι τη Νηστεία, πίνοντας σούμα ή μπίρες και συνοδεύοντας με καλαμαράκια και χταπόδι.
Η θάλασσα είναι ξέμακρη κι εχθρική, το χρώμα της ακόμα χειμωνιάτικο και η ράχη της γυαλίζει μεταλλικά κάτω απ’ τον ήλιο τα πρωινά, πότε σχηματίζοντας μια χαίτη από αφρούς στα κύματά της, πότε αναριγώντας κάτω από την τραμουντάνα καθώς σιγάει τα βράδια ο άνεμος, αφήνοντας το φεγγάρι να απλώσει το μονοπάτι του σ’ όλη την απόσταση από τη Νάξο ίσαμε τις δικές μας τις ακτές.
Εχοντας τελειώσει την προετοιμασία του ναΐσκου, ο Γιάννης ο Καμπούρης κάθεται στο πεζούλι κι ανάβει τσιγάρο με χέρι που τρέμει από την κούραση. Σκυφτός, μαυριδερός, κακόμορφος, με πρόσωπο στραπατσαρισμένο από την τρέλα, θυμίζει καλικάντζαρο που επαιτεί τη θεία χάρη στο έμπα του Αϊ-Γιάννη, μην τολμώντας να διαβεί, λες, το κατώφλι. Ο παπα-Διονύσης και οι ψαλτάδες, δυο από το χωριό μας και άλλοι δυο από το Ασπρο Χωριό, έχουν αρχίσει τη λειτουργία με λίγες γυναίκες και κάνα-δυο άντρες από τους ντόπιους στο εκκλησίασμα. Ο πολύς κόσμος μένει στα σπίτια ίσαμε ν’ αποφασίσει τι ώρα είναι πιο κοντά στην Ανάσταση, για να προσέλθει με τα κεριά, τα καλά τους ρούχα και την ανυπομονησία τους να αναστήσουν και να τρέξουν στης Αννας για τη μαγειρίτσα.
Επειτα ξαφνικά ο δρόμος γεμίζει, αυτοκίνητα σταθμεύουν στις δυο πλευρές της δημοσιάς, πόρτες ανοιγοκλείνουν και βήματα αντηχούν στη βραδινή ψύχρα, καθώς το πλήθος γεμίζει σιγά-σιγά το εκκλησάκι και το προαύλιο. Αραιά και πού, σκάνε αόρατες οι κροτίδες των πιτσιρικάδων που δεν κρατιούνται να μην ταράξουν την ησυχία και να καμαρώσουν για το ανδραγάθημα της παρανομίας.
Ο Καμπούρης έχει χαθεί ανάμεσα στον κόσμο, κανείς δεν ξέρει αν είναι ακόμα στο πεζούλι του ή αν πήγε να κρύψει το χάλι και τη μαυρίλα του πίσω απ’ την εκκλησιά, ίσαμε να έρθει η ώρα να τυλίξει το σκοινί της καμπάνας γύρω στον καρπό του.
Στις δώδεκα παρά δέκα παπάς και ψαλτάδες βγαίνουν στο προαύλιο, ο κόσμος υποχωρεί, να κάνει λίγο χώρο μπρος στην είσοδο, το Ευαγγέλιο ανοίγει στα χέρια του ιερέα και από το πλάι της εκκλησιάς προβάλλει ο Γιάννης ο Καμπούρης με το σκοινί της καμπάνας στο χέρι, σκυμμένος πιο πολύ ακόμα μες στο πλήθος, για να μην τραβήξει ούτε κατά λάθος τα βλέμματα, προπάντων των παιδιών που δεν διστάζουν να κοροϊδέψουν ή να τον δείξουν στους γονιούς τους σαν κάποιο ζώο αξιοπερίεργο και επικίνδυνο που έχει πλησιάσει και τους απειλεί.
Στις δώδεκα και δυο ο παπα-Διονύσης ξεστομίζει το περιπόθητο «Χριστός Ανέστη!» κι ο Γιάννης ο Καμπούρης τραβά με δύναμη το σκοινί κι αχολογά το χωριό απ’ τη γιορταστική κωδωνοκρουσία που σκεπάζει τον ύμνο. Ξανά και ξανά και ξανά «Χριστός Ανέστη!» κι ο καμπούρης παίζει τη μουσική του μεθυσμένος από μια χαρά που δεν έχει να κάνει με τον Χριστό και την Ανάσταση, συνοδεύοντας μες στον αχό της κωδωνοκρουσίας και των φωνών απ’ τους ψαλτάδες με ένα παράφωνο μουγκρητό σαν μια κραυγή κι ένα τραγούδι που καμιά άλλη μέρα του χρόνου δεν τολμά να βγει απ’ το κυφό του στήθος. Και αυτή η κραυγή και το τραγούδι συμπληρώνει μέσα στον σκοτισμένο νου του όσες νότες λείπουν εξόν από τον ήχο της καμπάνας καθώς βραχνά αυτοσχεδιάζει μόνος του, λες κι άνθρωπος δεν υπάρχει άλλος κι έχουν τελείως σβήσει η λάμψη των κεριών και των βεγγαλικών κι η μυρωδιά του μπαρουτιού και οι φωνές και οι πασχαλιάτικοι ασπασμοί που αλλάζουν όλοι γύρω.
Τελευταίο βιβλίο του Αλ. Πανσέληνου είναι το μυθιστόρημα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» (Μεταίχμιο, 2019).
Μοναχικές μέλισσες
Της ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ
Τα είδαμε τα ξύλινα τα σπιτάκια στον καθημερινό μας περίπατο στο πάρκο. Κάτι μικρές ξύλινες κατασκευές με μυτερή οροφή, χωρισμένες σε μικρότερα κουτάκια και γεμισμένες με ξερά χόρτα και άχυρα. Κάποια κουτάκια είχαν σφιχτοδεμένα πλέγματα με μικρές ή μεγάλες τρύπες ή καλάμια τοποθετημένα οριζόντια, ξύλα και τούβλα για να φτιάξουν μικρές φωλιές. Εμοιαζαν σαν κουκλίστικα σπιτάκια για νάνους.
- Πολύ μικρούς νάνους, είπε ο γιος μου.
- Είναι ξενοδοχείο για έντομα, ακούσαμε τότε μία φωνή. Είναι σπιτάκια που φτιάχνουμε για τα έντομα που μένουν μόνα τους, για τις πασχαλίτσες που θέλουν να γεννήσουν, για μικρές αράχνες που έχουν χαθεί, για σκαθάρια και νυχτοπεταλούδες. Και φυσικά για τις μοναχικές μέλισσες. Είμαι ο Στάθης, μας συστήθηκε.
Φοιτητής γεωπονίας και φυσιολάτρης. Εμεινε πίσω, εγκλωβισμένος λόγω της πανδημίας και δεν μπορεί να επιστρέψει στους δικούς του για τις γιορτές. Στα Γιάννενα, που μένουνε οι γονείς του, έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να φτιάχνουν πολλά ξενοδοχεία για τα έντομα. - Βοηθούν πολύ στο οικοσύστημα, μας εξήγησε. Στην επικονίαση. Τα καλά έντομα τρώνε τα κακά έντομα, εξήγησε στον γιο μου και βοηθούν να ανθίσουν τα φυτά.
Και οι μοναχικές μέλισσες;
Α, αυτές είναι μέλισσες που μένουνε μόνες. Είτε ζουν μονάχες, βοηθούν απλώς να ανθίσουνε τα φυτά και δεν παράγουν μέλι, είτε έχουν ξεκόψει από την κυψέλη. Είναι αλήθεια πως οι μέλισσες είναι ένα από τα πιο κοινωνικά έντομα, ζουν στην κοινότητα, εργάζονται ομαδικά, παράγουν το μέλι, υπηρετούν τη βασίλισσα. Βοηθά και φροντίζει η μία την άλλη. Κάποτε όμως, ξέρετε, οι συνθήκες. Η μέλισσα μπορεί να χαθεί, πιο παλιά τα ραντάρ, τώρα τα ντρόουνς, η ρύπανση, έχει κάνει τις μέλισσες να χάνουν τον προσανατολισμό τους, να μην μπορούν να επιστρέψουν στη φωλιά τους, να έχουν ξεχάσει πως μπορούν να παν πίσω στο σπίτι τους, στην κυψέλη τους. Για αυτό. Για αυτές. Να γιατί τα φτιάχνουμε τα σπίτια. Τα ξενοδοχεία για τις μέλισσες. Για τα χαμένα τα έντομα, να έχουν μια φωλιά να επιστρέψουν, ένα σπίτι. Ενα σκοπό. Για αυτό.
Πριν δυο χρόνια, συνέχισε, είχανε φτιάξει με τον πατέρα του το πρώτο ξενοδοχείο με παλιά υλικά και ξύλα που βρήκανε στην αυλή τους. Στη συνέχεια όλοι στην πόλη τους ήθελαν να φτιάχνουν ξενοδοχεία για τα έντομα. - Είναι πολύ καλός ο μπαμπάς μου σε αυτά, μεγάλωσε στη φύση, νιώθει το χώμα, αγαπά τα ζώα και τα έντομα. Πάντα παρακολουθεί τις εξελίξεις και είναι πολύ ευαίσθητος. Σκεφτείτε στο σπίτι δεν τρώμε κρέας, είμαστε το μόνο σπίτι στην Ελλάδα που δεν σουβλίζει αρνί το Πάσχα και κάθε χρόνο μαλώνει για αυτό με τον παππού, τον πατέρα της μάνας μου. Στο τέλος καταλήγουμε να κάνει ο καθένα το δικό του. Μανιτάρια ο πατέρας και αρνάκι στη γάστρα για τον παππού η γιαγιά μου. Εμείς τα τρώμε και τα δυο στα κρυφά, να μην κακοκαρδίσουμε κανένα. Τους αγαπάμε και τους δυο κι ας μαλώνουνε.
Ο παππούς του άλλωστε ήταν αυτός που έμαθε στον πατέρα του για τις χαμένες μέλισσες. Παλιός μελισσοκόμος, τεχνίτης του μελιού, ξακουστός στα Γιάννενα για το μέλι του. Αυτός είχε πει στον μπαμπά για τις χαμένες μέλισσες, αυτές που κάποτε οι συνθήκες δεν τις αφήνουν να επιστρέψουν στη φωλιά τους. Στην κυψέλη τους. - Εχω να τους δω πάνω από ένα χρόνο. Αποφάσισα στην αρχή να μείνω εδώ, τώρα για να φύγω, είναι κάπως δύσκολο. Φοβάμαι μη βάλω και τον παππού σε κίνδυνο. Ή τη γιαγιά. Του χρόνου, όμως, μας λέει, του χρόνου θα τους δω. Είναι για αυτό που φέτος έκατσα κι έφτιαξα τα ξενοδοχεία, τα σπίτια για τα χαμένα έντομα και τις μοναχικές μέλισσες.
Ευτυχώς αυτός δεν είναι για την ώρα μοναχική μέλισσα. Η σπιτονοικοκυρά του μάζεψε τον ίδιο και τρεις φίλους του και τους κάλεσε στο σπίτι της για την Ανάσταση. - Ενα χρόνο τώρα μας στέκεται σαν μάνα, εξήγησε. Το νιώθει που μας λείπει το σπίτι μας. Δεν μας αφήνει μόνους λαμπριάτικα.
- Χαρήκαμε που τα είπαμε, του φώναξα φεύγοντας. Να πας κι άλλου να στήσεις κι άλλα σπίτια για τις μέλισσες.
- Κι αν μείνεις μόνος σου και χάσεις ξανά την κυψέλη σου, έλα σπίτι μας, τον κάλεσε ο γιος μου και μου έσφιξε το χέρι. Είναι κι αυτός μοναχική μέλισσα; με ρώτησε ψιθυριστά. Είναι, συμφωνήσαμε. Είναι. Σαν μια μέλισσα που η κατάσταση την έκανε να χάσει το σπίτι της, που οι συνθήκες, ο κόσμος δεν την αφήνει να πάει στη δική της κυψέλη.
- Και θα επιστρέψει ποτέ; με ρώτησε ξανά ο γιος μου.
Μα ναι, του είπα, ναι. Δεν γίνεται αλλιώς, πώς! Θα επιστρέψουν ξανά στο σπίτι τους οι μέλισσες, θα καταφέρουν να βρουν τη φωλιά τους. Θα φάνε ξανά αρνί με τον παππού και θα φιλήσουν τη γιαγιά τους. Αλλιώς πώς. Ναι. Πώς. Ναι, σίγουρα ναι. - Ωραία, μου απάντησε ο γιος μου και έσφιξε με σιγουριά το χέρι του στο δικό μου.
Εκείνο το βράδυ τα ονειρεύτηκα τα έντομα. Τις πασχαλίτσες, τα σκαθάρια και τις αράχνες. Ονειρεύτηκα και τις μέλισσες. Μόνες τους, να βουίζουν. Ψάχνοντας την κυψέλη τους στα σκοτάδια.
Τελευταίο βιβλίο της Κ. Σωτηρίου είναι η νουβέλα «Πικρία χώρα» (Πατάκης, 2019)
Ολονυκτία
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗ
Ετσι καθώς τ’ αυτιά του, από καιρό τώρα, είχαν αποδειχτεί αναξιόπιστα, μόνο με τα μάτια, ορθάνοιχτα μες στο σκοτάδι, μπορούσε να ελέγχει κάπως την κατάσταση. Δεν άκουγε καθόλου την ανάσα του άρρωστου ξαδέρφου, αλλά παρακολουθούσε με προσοχή την κίνηση της λευκής κουβέρτας όπως ανεβοκατέβαινε με κάθε εισπνοή και εκπνοή. Αλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο ρυθμικός, εκείνος ο αδιάκοπος κυματισμός έδειχνε πως ο οργανισμός του κρατούσε δυνάμεις. Η έντονη προσήλωση τον κούραζε, αν το δωμάτιο είχε λίγο περισσότερο φως, το νυχτέρι εκείνο θα ήταν ελαφρώς πιο άνετο. Σκέφτηκε προς στιγμήν να άναβε τη λάμπα του διαδρόμου, να σπάσει λίγο η μαυρίλα. Αλλά δεν ήθελε να διαταράξει τον ύπνο του ασθενούς, ούτε στο ελάχιστο.
Τον αγαπούσε αυτόν τον μεγάλο ξάδερφο που η ζωή τα είχε φέρει έτσι ώστε ν’ απομείνει ολομόναχος στον κόσμο, δίχως οικογένεια ή φίλους. Παρεκτός τα τρία ξαδέρφια∙ αυτά τα οποία εναλλάσσονταν στις νυχτερινές βάρδιες τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες (δηλαδή νύχτες), αφότου εκείνος λογιζόταν σαν ένα ακόμα κρούσμα στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων της πανδημίας. Κι επειδή τον αγαπούσε είχε δεχτεί αμέσως, με ευχαρίστηση σχεδόν, να πάρει μέρος στην εκ περιτροπής επιτήρηση του μεγάλου ξαδέρφου. Ηταν ευτυχώς εμβολιασμένος. Ετσι κι αλλιώς το διάστημα προβλεπόταν σύντομο∙ είτε θα γινόταν ο άνθρωπος καλά είτε θα χειροτέρευε και θα έμπαινε στο νοσοκομείο. Ούτε, άλλωστε, ήταν υποχρεωτικό να μένει άγρυπνος ολονυχτίς, κάλλιστα θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του και ν’ αποκοιμηθεί για μια-δυο ώρες. Εάν ο ξάδερφος χρειαζόταν κάτι θα τον ξυπνούσε, αν έπρεπε, ας πούμε, να σηκωθεί για τουαλέτα, κάτι που απαιτούσε προσοχή και υποβοήθηση, κυρίως για το φόβο καμιάς ξαφνικής ζαλάδας.
Ομως εκείνος είχε αποφασίσει να βγάζει όλη τη βάρδιά του ξυπνητός, δεν άφηνε τον εαυτό του ούτε καν νύστα να νιώσει, τα μάτια του γαρίδα μες στο σκοτάδι, προσηλωμένα στην ανεπαίσθητη κίνηση της άσπρης κουβέρτας. Δεν ήταν ότι τον βάραινε ένα αίσθημα ευθύνης ή φόβος μην τυχόν κάτι πήγαινε στραβά την ώρα της δικής του φρουράς. Οχι∙ απλώς, απολάμβανε το ξενύχτισμα στο προσκέφαλο ενός αγαπημένου αρρώστου. Το έβλεπε σαν μια ιδιάζουσα εμπειρία, κάτι που άξιζε κανείς να ζήσει στο ακέραιο χωρίς παρασπονδίες. Αν ξέκλεβε ώρες – ή και στιγμές – ύπνου, όλη εκείνη η επιχείρηση προσφοράς θα κατέληγε σ’ ένα σκέτο χάσιμο χρόνου, σκεφτόταν. Αδικος κόπος. Ετσι όπως δεν έχει νόημα το βάσανο της νηστείας αν κάθε τρεις και δυο μασουλάς στη ζούλα κάτι αρτύσιμο.
Νήστευε. Αυστηρά. Και μόνο τη Μεγάλη Βδομάδα. Ομως αυστηρά. Πολύ αυστηρά. Εκείνη τη μέρα, Μεγάλη Πέμπτη, είχε φάει μοναχά μια χούφτα ωμά φουντούκια (το πρωί) και μια μικρή ντομάτα (το μεσημέρι). Από τότε κι ύστερα μόνο νερό. Και τώρα, ξημερώματα πια Μεγάλης Παρασκευής, ένιωθε μια γλυκιά εξουθένωση, εξουθένωση που όμως δεν του έφερνε υπνηλία, αντίθετα, όξυνε – όπως αισθανόταν – την εγρήγορση και αντίληψή του. Να σημειωθεί ότι δεν ήταν πιστός, πόσο μάλλον θρήσκος. Προς τι λοιπόν η νηστεία; Μα γιατί ταίριαζε με το κλίμα των ημερών. Ιδια όπως ταίριαζε με το κλίμα των ημερών κι εκείνη η για πολλούς άχαρη απασχόληση της αγρύπνιας στο πλάι ενός άρρωστου ηλικιωμένου.
Είχε έναν δικό του τρόπο να παρατηρεί πώς συνδέονταν τα διάφορα γεγονότα της ζωής του με τις εξωτερικές συνθήκες∙ με το περιβάλλον, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις καιρικές καταστάσεις, ακόμα και την πολιτική ή οικονομική συγκυρία. Κάθε τι είναι ωραίο όταν είναι στην ώρα του. Και το αντίστροφο. Το έβρισκε υπέροχο να παίρνεις ταυτόχρονα με την έλευση του καινούργιου χρόνου μια καλή είδηση για τη δουλειά σου την οποία περίμενες από καιρό. Ή ένα ανακουφιστικό αποτέλεσμα από ιατρικές εξετάσεις ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων σου. Οπως και θεωρούσε άθλια ατυχία να σου κλέβουν το αυτοκίνητο το βράδυ που γεννιέται η κόρη σου, να ψήνεσαι στον πυρετό μήνα Ιούλιο ή να πρέπει να κηδέψεις γονιό δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων. Ακόμα και το πιο δυσάρεστο μπορείς να το αντέξεις καλύτερα όταν αυτό βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο. Το ίδιο ισχύει, σκεφτόταν, και για μια θεόσταλτη χαρά. Πώς να φχαριστηθείς μ’ όλη σου την καρδιά μια απρόσμενη εκδήλωση θαυμασμού για το ταλέντο, την ομορφιά ή τον χαρακτήρα σου, αν τύχει να συμβεί πάνω σε μέρα εθνικού πένθους που όλοι θρηνούν θύματα μιας πυρκαγιάς ή πλημμύρας;
Εξαφνα τότε ο άσπρος όγκος αναταράχθηκε.
«Πού είμαι;» ρώτησε ανήσυχος ο μεγάλος ξάδερφος.
«Στο σπίτι σου. Στο κρεβάτι σου.»
«Α ωραία», ψέλλισε. «Θα πεθάνω;»
Προφανώς παραμιλούσε, και αιτία ίσως κάποιο από τα φάρμακα.
«Οχι, δεν θα πεθάνεις. Αργείς ακόμα.»
Αλλά αυτός δεν άκουσε την απάντηση. Κοιμόταν ξανά. Η κίνηση της κουβέρτας έπιασε πάλι τον πρωτύτερο ρυθμό. Ο μικρός ξάδερφος πλησίασε τον άρρωστο, έλεγξε το σφυγμό του. Καλός. Ακούμπησε ύστερα και το μέτωπο. Δροσερό. Οχι, ο άνθρωπος αυτός δεν έμοιαζε καθόλου ετοιμοθάνατος. Πήγαινε καλύτερα μάλλον.
Κι όμως, σκέφτηκε την αμέσως επόμενη στιγμή, δεν θα ‘ταν διόλου άσχημα να πεθάνει κανείς ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή. Με σκοτεινό ουρανό και σιγανή βροχή. Ακούστηκε από μακριά η πρώτη πένθιμη καμπάνα της μέρας, τ’ αυτιά του μόλις και έπιασαν τον ήχο.
Τελευταίο βιβλίο του Β. Χατζηγιαννίδη είναι «Λα πουπέ/Αέρας/Στον παράδεισο (Τρία θεατρικά έργα, Το Ροδακιό, 2019)
Βραστή γίδα στο Σικάγο
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ
Αυτό το ταξίδι ήταν πρόταση του Bob, που με φιλοξενούσε εδώ και λίγες μέρες σπίτι τους. Προορισμός μας μια μικρή πόλη του Ουισκόνσιν όπου θα γίνονταν τα εγκαίνια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Θα ήταν η πρώτη έκθεση της νύφης του Bob, που ζούσε εκεί με την οικογένειά της. Για να το γιορτάσουν, θα μαζεύονταν διάφοροι συγγενείς. Εμείς θα λείπαμε ένα διήμερο: έχοντας κοιμηθεί στο Σικάγο, την επομένη θα τραβούσαμε προς τα πάνω, για την έκθεση και την οικογενειακή συνάθροιση.
Φύγαμε μεσημεράκι. Είχαμε δρόμο μπροστά μας, τέσσερις ώρες γεμάτες – ένα τίποτα για τους Αμερικανούς, αλλά όχι και για τα δικά μας μέτρα. Ο Bob οδηγούσε την Πόρσε του πάνω στον ολόισιο αυτοκινητόδρομο, διασχίζοντας την αδιάφορη, μονοχρωματικά πράσινη πεδιάδα. Δεν υπήρχε τίποτα να σκαλώσει το μάτι σου.
Στην αρχή, λέγαμε διάφορα. Σύντομα, δεν κατάλαβα πώς, γύρισε η κουβέντα στη δεύτερη γυναίκα του Bob, που αρνήθηκε να μας συνοδέψει. Ηθελε να αποφύγει μια κατά πρόσωπο συνάντηση με την πρώην του Bob, που θα βρίσκαμε στην έκθεση, με τους γιους της, τις νύφες και τα εγγόνια γύρω της. Πανίσχυρη.
Ο Bob ήταν όλο τύψεις που την είχε χωρίσει πριν κάτι χρόνια. Ηταν ζευγάρι από το γυμνάσιο. Υπέφερε για το εγωιστικό του φέρσιμο, για τις φοβερές σκηνές που της έκανε ώσπου να δεχτεί το διαζύγιο, έτσι που την άφηνε τόσο μόνη. Δεν έψαχνε για δικαιολογίες. Την είχε τρελά ερωτευτεί αυτή τη δεύτερη, που του άλλαξε τη ζωή. Θα έκανα ποτέ το ίδιο, με ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση. Ηθελε να το βγάλει από πάνω του. Τις προηγούμενες μέρες, δεν είχε πάντως βγάλει λέξη: σαν συνεννοημένοι, μου είχαν κι οι δυο δώσει μια παράσταση ευτυχίας.
Ούτε για τον Bob θα ήταν εύκολη η συνάντηση με την πρώην του. Ισως γι’ αυτό με ήθελε μαζί του. Τον άφηνα να μιλάει, ώσπου ξεθύμανε. Σιγά-σιγά η κουβέντα αραίωσε και σταμάτησε. Ημασταν εξουθενωμένοι. Ξαφνικά, μου ήρθε μια σκέψη στο μυαλό: σήμερα ήταν Κυριακή του Πάσχα στην Ελλάδα! Ετσι που τρέχαμε στο πουθενά για να φτάσουμε στο Σικάγο, μου ήταν αβάσταχτη η ιδέα πως κάπου μακριά, εκεί που είχα τόσα αφήσει φεύγοντας, είχαν ήδη γιορτάσει το Πάσχα πριν από λίγες ώρες. Σκεφτόμουν την κάθε λεπτομέρεια, πώς το είχαν γλεντήσει με την ψυχή τους, πώς είχαν στρωθεί με φωνές και γέλια τρώγοντας και πίνοντας στο οικογενειακό γιορταστικό τραπέζι, κάτω από τον ίδιο ήλιο που γυάλιζε μπροστά μας στον αυτοκινητόδρομο.
Γύρισα προς τον Bob και του το είπα, όσο πιο ουδέτερα μπορούσα. Σαν κάτι παράδοξο, ότι ο δικός μας Χριστός είχε σαν σήμερα αναστηθεί, τίποτε άλλο. Οπως το περίμενα, καμία αντίδραση.
Ο ήλιος είχε πέσει ώσπου να μπούμε στο Σικάγο. Τραβήξαμε για το ξενοδοχείο να αφήσουμε το αυτοκίνητο στο γκαράζ. Ο Bob ήθελε να με κεράσει ένα δείπνο σε ένα ιταλικό που το ήξερε από άλλη φορά. Δεν θυμόταν τον δρόμο, αλλά περίπου ήξερε κατά πού πέφτει. Αφού συγυριστήκαμε λίγο, βγήκαμε να περπατήσουμε στο βραδινό τσουχτερό κρύο. Εριχνε ψιλό-ψιλό το χιόνι, η μεγάλη πόλη μια μαγεία με τα φώτα της. Αλλά ο Bob είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Γυρίζαμε αρκετή ώρα, άπραγοι. Κάπου εδώ πρέπει να είναι, έλεγε, δεν μπορεί να είναι μακριά. Για να ξανακάνουμε μια βόλτα ακόμα, ίσως στρίβοντας αριστερά.
Ακολουθούσα αμίλητος. Βαριόμουν, κρύωνα και ήθελα να τελειώνει αυτή η ιστορία. Ξαφνικά κατάλαβα πως κατηφορίζαμε το καλντερίμι του κεντρικού δρόμου στη Δημητσάνα. Γυρίζαμε για ένα τριήμερο την Αρκαδία, φωτογραφίζοντας παλιά σπίτια. Ανάσταση θα κάναμε στην Ανδρίτσαινα, όπου ήταν και το ξενοδοχείο μας, το μόνο που βρήκαμε κρεβάτια. Χθες, στα Λαγκάδια ζήσαμε τον πιο λιτό Επιτάφιο, με ψιλόβροχο που κρατούσε όλα τα ανοιξιάτικα αρώματα και τους ήχους, μέσα στα στενά δρομάκια, ακολουθώντας σχεδόν ψηλαφιστά τις ψαλμωδίες. Ξαναγυρίσαμε εκεί σήμερα, Μεγάλο Σάββατο, για να φωτογραφίσουμε, μετά κατεβήκαμε στη Στεμνίτσα, πάλι φωτογραφίζοντας. Είχαμε πεθάνει στα δρομολόγια, ασταμάτητα πάνω-κάτω στην περιοχή. Χορτάσαμε περιπλάνηση.
Ηταν περασμένη η ώρα. Είπαμε να ψάξουμε κάτι να φάμε στη Δημητσάνα. Είχε πιάσει το μάτι μας, έτσι που περνούσαμε το πρωί, κάποια μαγέρικα στη σειρά πάνω στον δρόμο. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στην πλατεία κι αρχίσαμε να περπατάμε. Ψάχναμε μάταια κάποιο μαγαζί ανοιχτό, κάτι να τσιμπήσουμε: ήταν κλειστά. Ολοι ήταν χωμένοι στα σπίτια τους, ετοιμάζονταν για την Ανάσταση και το αυριανό γλέντι. Αλλη λύση θα ήταν να γυρίσουμε πίσω στην Ανδρίτσαινα, όπου έτσι κι αλλιώς θα επιστρέφαμε, αλλά ποιος λέει ότι δεν θα μέναμε το ίδιο νηστικοί;
Εκεί που ήμασταν πια έτοιμοι να τα παρατήσουμε, νάσου μια πόρτα ανοιχτή, και ένας σκυμμένος πάνω σε κάτι καζάνια που άχνιζαν. Ναι, μπορούσε να μας σερβίρει, είπε, αλλά το μόνο που έχει είναι βραστή γίδα με ρίγανη. Και έδειξε τα καζάνια. Εμείς, ξεθεωμένοι, ζαλισμένοι από τις μυρωδιές, είχαμε κιόλας στρωθεί σ’ ένα τραπέζι. Τι πασχαλιάτικο γλέντι ήταν εκείνο, με εκείνα τα βαθιά πιάτα γεμάτα, ξέχειλα και χοντροκομμένες φέτες ψωμιού. Ο Bob πλάι μου φώναζε ενθουσιασμένος: το είχε βρει επιτέλους το ιταλικό του εστιατόριο, ήταν ίσια μπροστά μας. Θα σου μείνει αξέχαστο, καυχήθηκε.
Τελευταίο βιβλίο του Δ. Φιλιππίδη είναι «Ανώνυμη Αρχιτεκτονική. Μια άρρητη παρουσία» (Πολιτιστικό Ιδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2019).