«ΧΕΙΡ ΚΥΡΙΟΥ ΗΝ ΜΕΤ’ ΑΥΤΩΝ, ΠΟΛΥΣ ΤΕ ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΙΣΤΕΥΣΑΣ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΕΠΙ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ»
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
(Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. 11: 19-30)
Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι στους αποστολικούς χρόνους ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί και από απλούς χριστιανούς, οι οποίοι δεν είχαν κανένα επίσημο αξίωμα στην Εκκλησία. Στη Ρώμη, πριν ακόμη πάει ο Απόστολος Παύλος, υπήρχε πολυάριθμος και οργανωμένη Εκκλησία, η οποία είχε ιδρυθεί από απλοϊκούς Χριστιανούς, εργάτες, επαγγελματίες ή και δούλους ακόμη. Το ίδιο συνέβη και στην Αντιόχεια. Εκεί κατοικούσαν πολλοί Εβραίοι κι ακόμη περισσότεροι εθνικοί. Όλοι μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, γι’ αυτό, αλλά και διότι είχαν επηρεασθεί από τα ελληνικά ήθη και έθιμα, ονομάζονταν Ελληνιστές. Μερικοί πιστοί, καταγόμενοι από την Κύπρο και την Κυρηναϊκή Λιβύη, έκαναν ιεραποστολή σε όλους εκείνους τους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Εκήρυτταν τον Χριστόν και τους καλούσαν στη νέα σωτήρια πίστη. Και ο Κύριος ευλόγησε το έργο τους, ώστε ν’ αποδώσει πολλούς καρπούς. Διότι «το χέρι του Κυρίου ήτο μαζί των και έτσι με την θείαν δύναμη πολύς αριθμός από τους Ιουδαίους και εθνικούς επίστευσαν και επέστρεψαν εις τον Κύριον».
Δεν είπαν οι Κύπριοι αυτοί και Κυρηναίοι Χριστιανοί, ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι αποκλειστικό έργο των Αποστόλων. Βεβαίως ανεγνώριζαν το κύρος και την μεγάλη αποστολή των Αποστόλων, από τους οποίους άλλως τε και αυτοί είχαν ελκυστεί στον Χριστόν, αλλά σκέφθηκαν ότι και αυτοί μπορούσαν και είχαν καθήκον να γίνουν ιεραπόστολοι, να κηρύξουν Χριστόν, οπουδήποτε τους εδιδόταν ευκαιρία. Ο ιεραποστολικός τους ζήλος, ο πόθος τους να προσφέρουν τη Χριστιανική αλήθεια και σωτηρία, αποτελεί ένα πολύ μεγάλο διδακτικό παράδειγμα για όλους μας. Κανείς ποτέ ας μην πει, ότι το έργο της διάδοσης και μετάδοσης των αληθειών της πίστης μας είναι καθήκον μόνο των ιερέων, ιεροκηρύκων, αρχιερέων και όσων άλλων έχουν επίσημα αναλάβει την ιερά αυτή διακονία.
Βέβαια είναι έργο τους και μάλιστα υποχρεωτικόν, επιτακτικόν και πολύ υπεύθυνον. Ο Απόστολος Παύλος γράφει ότι ο ιερέας, ο επίσκοπος έχει καθήκον να είναι «διδακτικός», να διδάσκει, δηλαδή τον λόγο του Θεού. Αυτοί μάλιστα «οι κοπιώντες εν λόγω» λέγει, διπλής τιμής αξιούσθωσαν» (Α΄Τιμ. 5:17). Πρέπει ν’ απολαμβάνουν ιδιαίτερη εκτίμηση και υπόληψη από τους πιστούς, εάν επιδίδονται στο κήρυγμα του Ευαγγελίου και γενικότερα στο ιεραποστολικό έργο προς πιστούς και απίστους.
Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος με βαθειά συναίσθηση της υψηλής αποστολής του σαν κήρυκας, έλεγε για τον εαυτό του: «Δεν έχω, βέβαια, κανένα δικαίωμα, να καυχώμαι για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που κάμνω παντού και πάντοτε. Διότι το αποστολικόν έργο είναι δι εμέ ανάγκη και υποχρέωσις με την οποίαν με ετίμησε ο Κύριος». Και προσθέτει, «ουαί δε μοι έστιν, εάν μη ευαγγελίζομαι». Αλλοίμονό μου δε, εάν δεν εκπληρώσω αυτή μου την αποστολή και παύσω να κηρύττω το Ευαγγέλιον (Α΄ Κορινθ. 9:16). Εν τούτοις αναγνωρίζει και διακηρύττει σαν ιερή υποχρέωση και αποστολή των πιστών να κηρύττουν και αυτοί το Ευαγγέλιο και μάλιστα με τάξη και κατάλληλο τρόπο στις συναναστροφές, μεταξύ των και με άλλους (Α΄Κορ. 14:3, 26, 29-31 κ.α.).
Ζούμε σήμερα σε μία εποχή που διαφόρων ειδών και επιδιώξεων αντιχριστιανικές ιδεολογίες προπαγανδίζονται και διαδίδονται. Και οι προπαγάνδες αυτές έχουν αρχίσει από τα παιδιά του δημοτικού σχολείου και περνούν σ’ όλες τις τάξεις και σ’ όλες τις σχολές και επεκτείνονται σ’ όλη την κοινωνία.
Αυτές οι προπαγάνδες διεξάγονται με εφημερίδες, με περιοδικά, βιβλία και κάθε λογής έντυπα, με την ραδιοτηλεόραση, το θέατρο και τον κινηματογράφο. Αναπτύσσονται με διαλέξεις σε αίθουσες μεγάλων και μικρών πόλεων, συζητούνται σε κέντρα και απόκεντρα. Οι υλιστικές μωρολογίες, οι σκοτεινές αιρέσεις, κάθε αντιχριστιανική, αντεκκλησιαστική και αντεθνική ιδεολογία έχει παντού πολυαρίθμους, πληρωμένους ή φανατισμένους πράκτορές της.
Εμπρός σ’ αυτή την κατάσταση τι θα κάνουμε εμείς οι Χριστιανοί, λαϊκοί και κληρικοί; Θα σταυρώσουμε τα χέρια; Θα λέμε ας τα κάνουν άλλοι; Και προς εμάς ο Απόστολος Παύλος φωνάζει, «ώρα ήδη εξ ύπνου εγερθήναι» (Ρωμ. 13:11). Καιρός πλέον να ξυπνήσουμε και να δράσουμε. Υπάρχουν ολόγυρά μας χιλιάδες και χιλιάδες καλοπροαίρετοι άνθρωποί μας που θέλουν να γνωρίσουν την αλήθεια του Ευαγγελίου και άλλες χιλιάδες που έχουν παρασυρθεί από τις αντιχριστιανικές και αθεϊστικές, ιδεολογίες. Έχουν όμως καταλάβει το ψέμα και τις ανατρεπτικές επιδιώξεις αυτών, και ποθούν να βρουν και να ακολουθήσουν τον σωστό δρόμο. Απροσμέτρητο πλήθος νέων, περιμένουν κάποιον ή κάποιους να σταθούν αντιμέτωποι στο ρεύμα των αρνητικών ιδεολογιών.
Απέναντι όλων αυτών και πολλών άλλων έχομε ευθύνη εμείς που λεγόμαστε Χριστιανοί. Πρέπει να μιμηθούμε τους Κυπρίους και Κυρηναίους Χριστιανούς και να μεταδώσουμε την φωτεινότατη αλήθεια του Ευαγγελίου με τα λόγια μας, με τα έντυπά μας, με το παράδειγμά μας. Να αναλάβουμε τα ακατανίκητα πνευματικά όπλα της πίστης μας, «διά να κρημνίσομεν, όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος, τα οχυρώματα του εχθρού». Αυτό το έργο της ιεραποστολής πρέπει να αναλάβουμε, αν θέλουμε όχι απλώς να λεγόμαστε, αλλά και να είμαστε Χριστιανοί. Συμπαραστάτη μας θα έχουμε αυτόν τούτον τον Παντοδύναμον Θεό.