«Ήν διδάσκων ο Ιησούς εν μιά των συναγωγών εν τοις Σάββασι»
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ (Κατά Λουκά, κεφ. 13: 10 - 17)
ΥΨΙΣΤΗΣ σπουδαιότητος και πρωταρχικής σημασίας έργο του Κυρίου ήταν, βέβαια, η προσφορά της λυτρωτικής θυσίας. η άφεση των αμαρτιών της χιλιοταλαιπωρημένης ανθρωπότητος, η προσφορά των μέσων της σωτηρίας, το άνοιγμα των κατάκλειστων θυρών του παραδείσου. Παράλληλα όμως έργο μεγίστης σπουδαιότητος ήταν και η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού και του θείου θελήματος. Για τη πραγμάτωση αυτού του σκοπού περιήρχετο ο Κύριος μεγάλες και μικρές πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά για να κηρύττει «την βασιλείαν των ουρανών». Τα κηρύγματά Tου τα απηύθυνε, όχι μονάχα στις πολυπληθείς συγκεντρώσεις του λαού και τον ναό κατά τις μεγάλες γιορτές, αλλά και στις συναγωγές και προς τα πλήθη, σε διαφόρους περιστάσεις που διψούσαν, να γνωρίσουν το θέλημα του Θεού. Δεν παρεγνώριζε και τα άτομα, που εφλέγοντο από τον πόθον ν’ ακούσουν λόγον Θεού. Έθετε σε εφαρμογή την ατομική επικοινωνία. Φυσικά προς τους στενούς μαθητές Tου πρόσφερε ιδιαίτερα μαθήματα, για να τους καταρτίσει ως Αποστόλους Tου και οικουμενικούς διδασκάλους.
Εδίδασκε με οικειότητα και συγκατάβαση προς τους ακροατές Tου. Σε καμμία περίσταση δεν παρουσίαζε ποτέ πνεύμα υψηλοφροσύνης και αποστάσεως από τον λαό. Αντίθετα, φερόταν με πνεύμα ταπεινοφροσύνης και συγκατάβασης. Άκουε τις απορίες και τις ερωτήσεις, όχι μονάχα του πλήθους, αλλά και του καθενός ακροατού Tου. Έλυε τις απορίες, απαντούσε στις ερωτήσεις με σαφήνεια πάντοτε και πειστικότητα. Ήταν φανερό ότι η διδασκαλία Tου, πρωτάκουστη, όχι μόνο για τους συγχρόνους Tου, αλλά και για όλες τις γενεές των ανθρώπων από του Αδάμ μέχρι και της συντελείας των αιώνων, ήταν φυσικό να προκαλεί απορίες και μάλιστα μεταξύ των Εβραίων, που ήσαν επηρεασμένοι, όχι μονάχα από το μωσαϊκό Νόμο αλλά πιο πολύ από τη διαβόητη παράδοση των πρεσβυτέρων. Απαντούσε ακόμη και σε πειραστικές ερωτήσεις ανθρώπων κακής διαθέσεως, που υπέβαλλαν τις ερωτήσεις των με το σκοπό να τον φέρουν σε δύσκολη θέση ή σε αντίθεση με τους τότε ισχύοντας ρωμαϊκούς νόμους. Εν τούτοις ο Κύριος χρησιμοποιούσε σαν ευκαιρία αυτές τις περιπτώσεις, για να διδάξει ύψιστες αλήθειες!
Εκείνο ακόμη που εχαρακτήριζε τον Κύριο ως διδάσκαλο ήταν η απροσποίητη απλότης, η ακριβολογία, η σαφήνεια, η χάρη και η πειστικότης. Χρησιμοποιούσε λέξεις απλές, καταληπτές από το λαό, διότι ήταν ο Διδάσκαλος του λαού, αλλά και των σοφών, που ήθελαν να γνωρίσουν την αλήθεια. Χρησιμοποιούσε τη φρασεολογία της εποχής χωρίς να παρασύρεται σε ταυτολογίες και κουραστικές επαναλήψεις. Είχε τον λόγο ανεπιτήδευτο, χωρίς τις ποιητικές εξάρσεις θεοπνεύστων συγγραφέων της Παλαιάς Διαθήκης.
Όπου η θεωρητική διδασκαλία του παρουσίαζε δυσκολίες σε κατανόηση, χρησιμοποιούσε εξαίρετες παραβολές, εικόνες και παρομοιώσεις παρμένες από την καθημερινή ζωή.
Δεν είχε τίποτε το ρητορικό στην έκφρασή Tου. Αντίθετα, η φυσικότης και η απλότης εχαρακτήριζε και τις πιο μακρές ομιλίες Tου. Εξέθετε τα νοήματά Tου με λογική συνάρτηση χωρίς χάσματα. Όλη Tου η διδασκαλία παρουσίαζε ένα αρμονικότατο όλον και η κάθε φράση, και η πιο απλή είχε τη θέση της, ώστε να αποτελείται ένα καλλιτεχνικότατο και αρμονικότατο αλλά και διδακτικότατο σύνολο.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διδασκαλίας Του Κυρίου ήταν και το ότι εύκολα απεμνημονεύετο. Γενικότερα ο Κύριος σαν ομιλητής και σαν διδάσκαλος επρόσφερε την αλήθεια με ιδιαίτερη χάρη και απλότητα, ώστε να ευχαριστεί και να οικοδομεί και τον πλέον απλοϊκό ακροατή. Εν τούτοις κάτω από την απλή φράση έκρυβε πάντοτε ύψιστα διδάγματα.
Γι’ αυτό και λέμε και επαναλαμβάνομε ότι ο Κύριος ήταν, είναι και θα είναι άφθαστο υπόδειγμα για τους ομιλητές και τους εργάτες του Ευαγγελίου. Ιεροκήρυκες, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να τον μιμούνται όσον ημπορούν περισσότερο. Να έχουν τη φράση απλή, ακριβολόγο και σαφή. Να μη παρασύρονται από ό,τι κάνει εντύπωση, αλλά να προσφέρουν ό,τι οικοδομεί τους ακροατές. Να μη παρασύρονται σε μακρές ομιλίες, σε ταυτολογίες και κουραστικές επαναλήψεις. Να σκέπτονται τι θα πουν και να λένε αυτό που σκέφθηκαν να πουν.
Να αποφεύγουν κάθε επίδειξη και να έχουν υπ’ όψιν τους, ότι η χρησιμοποίηση του άμβωνος ή του βήματος των αιθουσών προς αυτοπροβολή αποτελεί ιεροσυλία και καπήλευση του θείου λόγου. Ας μη λησμονούν αυτό που γράφει ο Απ. Παύλος: «Ουκ εσμέν ως οι πολλοί καπηλεύοντες τον λόγον του Θεού, αλλ’ ως εξ ειλικρινείας, αλλ’ ως εκ Θεού κατ’ ενώπιον του Θεού εν Χριστώ λαλούμεν (Β΄Κορ. β΄17).
Ο Απ. Παύλος, όπως και οι άλλοι Απόστολοι, μιμήθηκαν στην άδολη προσφορά του θείου λόγου, τον Κύριον. Και στους διά μέσου των αιώνων ιεροκήρυκες και θρησκευτικούς ομιλητές ο Απ. Παύλος απευθύνει την προτροπή: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α΄Κορ. 11:1). Περιττό να πούμε, ότι η θεόπνευστος αυτή προτροπή αναφέρεται και στους εκπαιδευτικούς, όπως επίσης στους προϊσταμένους και συμμετέχοντας σε οικοδομητικές συναντήσεις.