(Κατά Ιωάννην, κεφ. 9:1-38)
ΕΞΗΓΗΣΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Επιμέλεια Κατηχήτριας κας Κόμησσας Πολυδούλη
1. (Ο Ιησούς Χριστός αφού βγήκε από τον ναόν τουΣολομώντος) και ενώ διέβαινε (διά μέσου της πόλης) είδε έναν άνθρωπο, ο οποίοςείχε γεννηθεί τυφλός.
2. Και τον ερώτησαν οι μαθητές Του λέγοντες. «Διδάσκαλε, ποίος αμάρτησε αυτός ή οιγονείς του για να γεννηθεί τυφλός;»
3. Ο Ιησούς απεκρίθη «ούτεαυτός αμάρτησε (διότι σ’αυτόν ήταν αδύνατο να είχε αμαρτήσει πριν είχεγεννηθεί) ούτε οι γονείς του (διέπραξαναμαρτία, στην οποίαν οφείλεται η τυφλότης του). Αλλά (γεννήθηκε τυφλός) γιανα φανερωθούν με το θαύμα της θεραπείας των οφθαλμών του τα θαυμαστά έργα τουΘεού.
4. Εγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα τα οποία μου ανέθεσεεκείνος που με έστειλε (στον κόσμο) ενόσω είναι (ακόμη) ημέρα, (δηλαδήεν όσω ζω στην παρούσα ζωή). Την ημέρατης ζωής διαδέχεται η νύχτα (του θανάτου) οπότε κανείς δεν μπορεί να εργάζεται (σε κανένα έργο).
5. Όσο καιρό είμαι στον κόσμο, είμαι το φως του κόσμου».
6. Αφού είπε αυτά έφτυσε χάμω (στο χώμα) έκανε πηλό (διότιο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το χώμα της γης για να συμπληρώσει τα ελλειπή) καιεπέχρισε τον πηλόν επάνω στα μάτια του τυφλού.
7. και του είπε «πήγαινενίψου στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ», όνομα το οποίον ερμηνεύεταιαπεσταλμένος. Ο τυφλός λοιπόν επήγε εκεί και ενίφθη και ήλθε (στο σπίτι του) έχων την όρασή του.
8. Οι γείτονες λοιπόν και όσοι έβλεπαν αυτόν πρωτύτερα ότιήταν τυφλός έλεγαν «δεν είναι αυτός που καθότανκαι ζητιάνευε;»
9. Άλλοι έλεγαν ότι αυτός είναι, άλλοι δε ότι δεν είναιαυτός, αλλά κάποιος άλλος που του μοιάζει. Εκείνος έλεγε ότι «εγώ είμαι».
10. Έλεγαν λοιπόν σ’αυτόν «πώς άνοιξαν τα μάτια σου;»
11. Απεκρίθη εκείνος και είπε «ένας άνθρωπος που ονομάζεται Ιησούς έκανε πηλό και (μ’αυτόν) μου άλειψε τα μάτια και μου είπε «πήγαινεστην κολυμβήθρα του Σιλωάμ και νίψου. Αφού δε επήγα και νίφτηκα, απέκτησατο φως μου».
12. Είπαν λοιπόν σ’αυτόν: «πού είναι εκείνος;» Και αυτός είπε «δεν γνωρίζω».
13. Οδηγούν τότε αυτόν, τον άλλοτε τυφλόν στους Φαρισαίους.
14. Ήταν δε Σάββατο, όταν ο Ιησούς έκανε τον πηλόν και άνοιξετα μάτια του τυφλού.
15. Οι Φαρισαίοι, λοιπόν πάλι τον ρωτούσαν πώς απέκτησε τοφως του. Αυτός δε τους είπε «εκείνος πουμε εθεράπευσε έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου και (ύστερα) ενίφτηκα και βλέπω».
16. Έλεγαν λοιπόν μερικοί από τους Φαρισαίους «αυτός ο άνθρωπος δεν είναι (απεσταλμένος)από τον Θεό, διότι δεν τηρεί το Σάββατο.Άλλοι έλεγαν «πώς ημπορεί άνθρωποςαμαρτωλός να κάνει τέτοια θαύματα;» Και δημιουργήθηκε διχογνωμία μεταξύτους.
19. Λέγουν πάλι στον τυφλό «συ τι λες γι’αυτόν που σου άνοιξε τα μάτια;» Αυτός δε είπε ότι «είναι προφήτης».
18. Οι Ιουδαίοι λοιπόν δεν επίστευσαν περί αυτού ότι ήταντυφλός και απέκτησε το φως του, μέχρι που εφώναξαν και τους γονείς του ιδίουτυφλού που ανέβλεψε,
19. και τους ερώτησαν λέγοντες «αυτός είναι ο υιός σας για τον οποίον σεις λέγετε ότι γεννήθηκετυφλός, πώς λοιπόν τώρα βλέπει;»
20. Οι γονείς απεκρίθησαν σ’αυτούς και είπαν: «γνωρίζομεν ότι αυτός είναι ο υιός μας καιότι γεννήθηκε τυφλός.
21. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν γνωρίζομε, ούτε εμείςγνωρίζομε ποιος άνοιξε τα μάτια του. Αυτός έχει (νόμιμον) ηλικία, ρωτήστε αυτόν (τον ίδιον) και αυτός θα μιλήσει γιατον εαυτόν του (και θασας πει πως απέκτησε το φως του)».
22. Αυτά είπαν οι γονείς του, επειδή εφοβούντο τουςΙουδαίους, διότι οι Ιουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει να αποδιωχθεί από τηνσυναγωγήν (ως αιρετικός) όποιος ομολογήσει ότι αυτός είναι ο Χριστός.
23. Γι’αυτό οι γονείς του (τυφλού) είπαν «ηλικίαν έχει, αυτόν ρωτήσατε.
24. Εφώναξαν λοιπόν για δεύτερη φορά τον άνθρωπον που ήταντυφλός και είπαν σ’αυτόν «δόξασε τονΘεόν (που σε εθεράπευσε). Εμείςγνωρίζομε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός (και ο αμαρτωλός δεν ημπορείνα κάνει θαύματα)».
25. Εκείνος λοιπόν απεκρίθη και είπε «εάν είναι αμαρτωλός (εγώ) δενγνωρίζω. Ένα (πράγμα) γνωρίζω, ότιενώ ήμουν τυφλός τώρα βλέπω».
26. Εκείνοι είπαν πάλι σ’αυτόν «τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;»
27. Εκείνος τους απεκρίθη «σας είπα ήδη και δεν θελήσατε να προσέξετε τι σας είπα, γιατί θέλετεπάλι να το ακούσετε; Μήπως θέλετε και σεις να γίνετε μαθητές του;»
28. Τότε τον περιγέλασαν και του είπαν (με περιφρόνηση) «συ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστεαμθητές του Μωυσέως».
29. Εμείς γνωρίζομε ότι στον Μωυσή εμίλησε ο Θεός, αυτόνδε, δεν γνωρίζομε από πού είναι και από ποίον εστάλη»
30. Απεκρίθη τότε ο άνθρωπος και είπε σ’αυτούς «αυτό ακριβώς είναι το γεγονός που προκαλείθαυμασμόν και κατάπληξη, το ότι εσείς δεν γνωρίζετε τον άνθρωπον αυτόν από πούείναι, και όμως (αυτός ο εντελώς άγνωστος σε σας) άνοιξε τα μάτια μου.
31. Γνωρίζομε ότι τους αμαρτωλούς ο Θεός δεν τους ακούει,αλλ’εάν κανείς σέβεται τον Θεό και κάνει το θέλημά του, εκείνον ακούει.
32. Αφ’ότου ανεφάνη ο άνθρωποςουδέποτε ακούστηκε ότι κάποιος άνοιξε τα μάτια ανθρώπου που γεννήθηκε τυφλός.
33. Εάν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε νακάνει τίποτε».
34. Εκείνοι του απεκρίθησαν και του είπαν «συ γεννήθηκες βουτηγμένος ολόκληρος μέσαστις αμαρτίες και έχεις το θράσος να διδάσκεις συ εμάς;» Και τον έβγαλανέξω (τον απέκλησαν από την συναγωγήν).
35. Άκουσε ο Ιησούς ότι τον έκαναν αποσυνάγωγον (για τοθάρρος και την τόλμη με την οποίαν έλεγε σ’αυτούς την αλήθεια) και αφού τονβρήκε είπε σ’αυτόν «συ πιστεύεις στονυιόν του Θεού;»
36. Εκείνος απεκρίθη και είπε «και ποιος είναι, Κύριε, για να πιστεύσω σ’αυτόν;»
37. Είπε δε προς αυτόν ο Ιησούς «και έχεις ιδή αυτόν τώρα και αυτός που ομιλεί μαζί σου, εκείνοςείναι».
38. Ο δε είπε «πιστεύω,Κύριε» και προσεκύνησεν αυτόν».
«ΣΥ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ ΣΤΟΝ ΥΙΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;»
Ηίδια αυτή ερώτηση υποβάλλεται και σήμερα ακόμη, στον καθένα από εμάς. «Συ πιστεύεις στον υιόν του Θεού;» ΟΚύριος ερωτά τον καθένα από εμάς: «Πιστεύεις ότι, «εξήλθον παρά του πατρός και ελήλυθα εις τον κόσμον;) (Ιωάν. 16:28)
Μερικοί,σαν τον Σίμωνα Πέτρο θα πουν: «Εμείςέχομε πιστέψει και γνωρίσει ότι συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού τουζωντανού» (Ιωάν. 6:69). Πιστεύεις ότι ο «Υιός αυτός είναι η ακτινοβολία της δόξης και η σφραγίδα της ΟΥΣΙΑΣ τουΘεού;» (Εβρ. 1:3). Πιστεύεις ότι ἐγώκαι ο Πατήρ εν εσμέν;» Είμαστε ένα επειδή έχομε την αυτήν φύση και ουσία,και ένεκα τούτου έχομε τα πάντα κοινά (Ιωάν. 10:30).
Πιστεύεις«Θεός ήν ο Λόγος:» (Ιωάν. 1:1). Ότι «Ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν ενημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος καιαληθείας;» (Ιωάν. 1:14). Πιστεύεις ότι «αυτόςείναι αληθώς ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός;» (Ιωάν 4:42). «Πας ο πιστεύων ειςαυτόν μη απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 3:16).
Πιστεύεις ότι ούτος εστιν ο άρτος ο εκ του ουρανούκαταβαίνων, ίνα τις εξ αυτού φάγη και μη αποθάνη;» (Ιωάν. 6:51). «Ο τρώγων μουτην σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 6:54).
Η Α΄επιστολή του Ιωάννου κεφάλαιον 5:20 τονίζει ότι «Αυτός (ο Ιησούς Χριστός) είναιο αληθινός Θεός και «η ζωή η αιώνιος». Ο δε απ. Παύλος προς Τιμόθεον κεφ.3:16, λέγει, «πραγματικά, μεγάλο είναιτο μυστήριον που σεβόμεθα. Θεός εφανερώθηκε σαρκωμένος, επιστοποιήθηκε διά τουΠνεύματος, εμφανίσθηκε εις τους αγγέλους, εκηρύχθηκε εις τα έθνη, έγινεπιστευτός εις τον κόσμον, αναλήφθηκε με δόξαν». Ο απόστολος Παύλος επίσηςπρος Κολοσσαείς 1:9, μας καθιστά προσεκτικούς για να μη μας παρασύρει κανείς μετη φιλοσοφία και με κούφια απατηλά πράγματα... διότι «εις αυτόν (τον Χριστόν) κατοικεί ολόκληρον το πλήρωμα της Θεότητος ενσωματική μορφή.
Ηπίστη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός είναι απολύτως αναγκαία διάτην σωτηρία της ψυχής του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να πιστεύουμε αόριστα σε «μία ανωτέρα δύναμη». Χωρίς πραγματική πίστη είναι αδύνατον να γίνεικάποιος ευάρεστος στον Θεό (Εβρ. 11:6). Διότι εκείνος που προσέρχεται στον Θεό,πρέπει να πιστεύει πραγματικά ότι υπάρχει Θεός αληθινός και ότι αμείβειεκείνους που τον ζητούν. Εάν κανείς είναι θεοσεβής και κάνει το θέλημα τουΘεού, ο Θεός τον ακούει, τον βλέπει και μιλά μαζί του. Εκείνος γνωρίζει τηνκαρδιά του καθενός ως παντογνώστης Θεός, αλλά ζητά να Τον ομολογήσουμε έμπροσθεντων ανθρώπων, όπως ο τυφλός και να πούμε, «ΠιστεύωΚύριε».