ΠΟΣΟ χρόνο έμεινε ο Ιωσήφ με την Αγία οικογένεια στην Αίγυπτο δεν είναι ακριβώς γνωστό. Μερικοί φρονούν ότι έμεινε λίγους μήνες εκεί. Άλλοι ανεβάζουν το χρονικό διάστημα σε πέντε χρόνια. Το πιο πιθανό είναι ότι έμεινε εκεί το πολύ δύο χρόνια. Πάντως μένων εκεί περίμενε ειδοποίηση από τον Θεό, πότε να επιστρέψει στην χώρα του Ισραήλ. Αλλά δεν τολμούσε ν’ αποφασίσει μόνος του την επιστροφή του, διότι δεν ήθελε να παρακούσει την εντολή του Θεού «ίσθι εκεί έως αν είπω σοι». Και αφού πέρασε ο προκαθορισμένος στη βουλή του Θεού χρόνος, «ιδού (πάλι) άγγελος Κυρίου κατ’ όναρ φαίνεται τω Ιωσήφ εν Αιγύπτω λέγων, εγερθείς παράλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πορεύου εις γην Ισραήλ, τεθνήκασι γαρ οι ζητούντες την ψυχήν του παιδίου».
Ο θάνατος του Ηρώδου υπήρξε φρικτός και απαίσιος. Ο Θεός είναι Αγαθός, αλλά είναι και τιμωρός (Α΄Θεσ. 4:6). Δεν τιμωρεί πάντοτε ο Θεός στην παρούσα ζωή τους αμετανοήτους μεγάλους εγκληματίες και αμαρτωλούς. Τον βασανιστικόν θάνατον του Ηρώδου τον περιγράφει ένας Εβραίος ιστορικός της εποχής εκείνης, ο Ιώσηπος. Γράφει μεταξύ των άλλων, ότι πολύ χρόνο εβασανίζετο. Αισθανόταν εσωτερική φλόγωση, διότι τα σπλάγχνα του και το εσωτερικό του σύστημα είχαν γεμίσει εσωτερικές πληγές. Αλλά και το σώμα του εξωτερικά ήταν πάλι γεμάτο από πυορροούσες πληγές. Σκουλήκια κατέτρωγαν τις πληγωμένες σάκρες του. Μια φοβερή δυσωδία έβγαινε από το σώμα του, φλογιζόταν από άσβεστη δίψα και μάταια έπινε νερό, για να την δροσίσει κάπως. Οι γιατροί τους οποίους συνεχώς καλούσε δεν είχαν την δύναμη για να τον θεραπεύσουν, αλλ’ ούτε και να ελαττώσουν καν τους αβάστακτους πόνους του. Του είχαν συστήσει, μεταξύ των άλλων, να κάνει θερμά λουτρά που υπήρχαν κοντά στον Ιορδάνη, να πλεύσει καθισμένος σε μια επιμήκη σκάφη, που θα είχε λάδι, στα νερά της Νεκράς θάλασσας, και άλλα… γιατροσόφια του είχαν συστήσει. Όλα όμως απεδείχθησαν ανώφελα. Οι πόνοι του μεγάλωναν, ώστε ν’ αφήνει σπαρακτικές κραυγές. Ζητούσε τον θάνατο, αλλά και τον φοβόταν, διότι τον έβλεπε σαν αρχή αιωνίων βασάνων.
Έβλεπε ο Ηρώδης να τον πλησιάζει η ώρα του θανάτου και προέβλεπε ότι οι προύχοντες και ο λαός θα το θεωρούσαν σαν ένα πολύ ευχάριστο γεγονός και, αντί να λυπηθούν, θα πανηγύριζαν, διότι θα γλίτωναν από την εγκληματική τυραννία του. Ήθελε όμως να χυθούν οπωσδήποτε δάκρυα κατά την ημέρα του θανάτου του. Γι’ αυτό και επενόησεν ένα διαβολικό σχέδιο. Έδωσε διαταγή και συνέλαβαν παιδιά πολλών προυχόντων. Τα έκλεισαν στον ιππόδρομον και διέταξε να σφαγούν όλα την ώρα που θα πέθαινε. Έτσι θα χυνόντουσαν δάκρυα και θ’ ακουγόντουσαν θρήνοι στην ημέρα του θανάτου του. Άλλο ότι η διαταγή του δεν εκτελέστηκε. Φοβερά εγκλήματα διαπράξας σε όλη του τη ζωή και εγκλήματα σκεπτόμενος μέχρι τέλος που παρέδωσε την αμαρτωλή ψυχή του στον Άδη. Ο ίδιος ο Εβραίος ιστορικός κατάπληκτος εμπρός στους αφόρητους και επί μακρόν διάστημα πόνους του Ηρώδου βεβαιώνει, ότι αυτό ήταν τιμωρία από μέρους του Θεού για τα πολλά του εγκλήματα.
Τώρα εάν ερευνήσουμε τη ζωή εκείνων, που είχαν καταδιώξει την Εκκλησία του Χριστού θα δούμε ότι πολλοί από αυτούς πέρασαν τη ζωή τους ανάμεσα και σε θλίψεις και ψυχικές οδύνες, είχαν δε ένα θάνατο βασανιστικό. Οι πρωταίτιοι της σταύρωσης του Χριστού και ο Ιουδαϊκός κόσμος, που βράχνιασε κραυγάζων προς τον Πιλάτον, «άρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», είχαν ένα οικτρότατο τέλος. Ο Νέρων και άλλοι διώκτες των Χριστιανών καταφρονήθηκαν από τους αυλικούς των και τον λαόν και πέθαναν με βίαιο θάνατο.
Εν τω μεταξύ η Εκκλησία του Χριστού νίκησε και θριάμβευσε. Αποδείχτηκε η απόλυτη αλήθεια των λόγων του ιδρυτού της: «Πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16:18). Η Εκκλησία του Χριστού δεν εχρησιμοποίησε ποτέ όπλα. Μοιάζει με πόλη άοπλο, χωρίς τείχη και μέσα άμυνας. Η δύναμή της είναι καθαρώς πνευματική. Αυτή τη δύναμή της δεν την έχουν καταλάβει οι μέχρι σήμερα εσωτερικοί και εξωτερικοί διώκτες της. Θεωρούν την Εκκλησία αδύνατη και έχουν την γνώμη ότι εύκολα θα την εξοντώσουν. Καταστρώνουν, λοιπόν, διάφορα σχέδια, οργανώνονται και οργανώνουν εναντίον της επιθέσεις και χρησιμοποιούν όλα τα φοβερά μέσα που διαθέτουν. Οργανώνουν σκληρούς διωγμούς και δεν υπάρχει εποχή ή ανθρώπινη γενιά Χριστιανών που να μη δοκιμάστηκε από διαφόρους διωγμούς. Έτσι και στη δική μας εποχή, οι Χριστιανοί έχουν σκληρούς και ποικίλους διωγμούς. Εσωτερικά με την παναίρεση του οικουμενισμού και εξωτερικά από τους απίστους οι οποίοι νομίζουν ότι θα σβήσουν το όνομα του Χριστού από τη μνήμη και την καρδιά των πιστών.
Όσο και να θέλουν οι διώκτες της Εκκλησίας του Χριστού να την εξαφανίσουν μέσα στο «μωσαϊκό» του οικουμενισμού ή να την πνίξουν μέσα στο αίμα, ποτέ δεν θα μπορέσουν διότι τα πιστά της τέκνα επληθύνθησαν και η συνειδητή θρησκευτική ζωή του λαού γιγαντώθηκε. Οι διώκτες, ο ένας κατόπιν του άλλου φεύγουν από τούτη τη ζωή με τον ένα ή άλλο τρόπο. Η Εκκλησία όμως του Χριστού με την αγνή διδασκαλία της θα θριαμβεύει πάντοτε. Και πάντοτε θ’ ακούγεται η φράση του Ευαγγελιστού «τεθνήκασιν οι ζητούντες την ψυχή του παιδίου».
Από αυτούς ακόμη τους αποστολικούς χρόνους είχε αρχίσει να διαγράφεται και να γίνεται αισθητός και εις αυτούς ακόμη τους διώκτες ο θρίαμβος της εκκλησίας εναντίον των. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης βροντοφωνεί μίαν αιωνίου κύρους αλήθεια «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» (Α΄Ιωαν. 5:4).