«ΑΠΕΛΕΥΣΟΝΤΑΙ ΟΥΤΟΙ ΕΙΣ ΚΟΛΑΣΙΝ ΑΙΩΝΙΟΝ»
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ (Ματθ. Κεφ. 25:31-46)
Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, αγαπητοί μου, οι οποίοι δεν θέλουν να ακούσουν τίποτε και ποτέ για την αιώνια καταδίκη, για την αιώνια κόλαση. Προσπαθούν και να μη την σκέπτονται καν. Και όμως η πίστη στην αιώνια τιμωρία των αμετανοήτων αμαρτωλών είναι πανανθρώπινη. Απαντάται εις όλους τους λαούς της οικουμένης. Αποτελεί μία από τις έμφυτες θρησκευτικές αλήθειες. Όπως ο θάνατος π.χ. αποτελεί μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα, έτσι και ο αιώνιος θάνατος, ο αιώνιος δηλαδή χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεόν αποτελεί αναντίρρητη βεβαιότητα, ακλόνητη αλήθεια για την οποία πολλές φορές κάνει λόγο η Αγία Γραφή, ο Λόγος του Θεού, ο οποίος δεν ψεύδεται. Και στην ευαγγελική περικοπή της Κυριακής θ’ακούσουμε, από τους άμβωνες των εκκλησιών μας, τον Κύριό μας να λέγει: «Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον» (Ματθ. 25:46)
Γιατί όμως ο άνθρωπος κυριεύεται από μελαγχολικό συναίσθημα όταν ακούει να γίνεται λόγος τόσον περί θανάτου, όσον και περί της αιωνίου κολάσεως; Διότι και οι δύο έννοιες αυτές είναι αντίθετοι προς τη φύση και προς τις πλέον ευγενείς και εντόνους επιθυμίες της ανθρώπινης ψυχής. Ο άνθρωπος, όπως μας πληροφορεί η Αγία Γραφή επλάστηκε με τον έμφυτον πόθο της αθανασίας και με τη δυνατότητα να μη γνωρίσει ποτέ θάνατο. Αλλά «διά της αμαρτίας εισήλθε ο θάνατος», όπως γράφει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 5:12). Αν δεν παρεσύρετο στην αμαρτία ο άνθρωπος, θα μετέβαινε με ένα ήρεμο και ευχάριστο τρόπο από την γη στον ουρανό, από την ψυχοφυσική κατάσταση στην πνευματική, από την προσωρινή ζωή στην αιώνια, όπου η χαρά και η ειρήνη, η μακαριότης και η δόξα, η θέωση και η ομοίωση προς τον Θεό. Έτσι εξηγείται η αποστροφή του ανθρώπου προς τον θάνατο, ο πόθος της αθανασίας και της αιωνίου ζωής.
Η Αγία Γραφή, όταν ομιλεί για την αιώνια ζωή, δεν εννοεί την απλήν παράταση της ζωής εις αιώνας αιώνων, αλλά την εν Θεώ και μετά του Θεού ζωήν, την συμμετοχήν του ανθρώπου στις τελειότητες του Θεού, την απόλαυση των αγαθών του Παραδείσου, τα οποία «οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» (Α΄ Κορ. 2:9). Αυτή είναι η έντονη επιθυμία της κάθε ανθρώπινης ψυχής. Γι’αυτό η έννοια του θανάτου φαίνεται -όπως άλλωστε και είναι- αποκρουστική και φρικτή. Θα πρέπει δε να την έχει μπροστά του ζωηρή πάντοτε, όχι για να φρίττει και πικραίνεται, αλλά για ν’αποφεύγει την αμαρτία, που οδηγεί στην κόλαση. Το να αρνείται κάποιος την κόλαση, όπως και οι ψευδομάρτυρες του Ιεχωβά, και να μη θέλει να ακούει γι’αυτή είναι τακτική στρουθοκαμηλική.
Ας το ξαναπούμε: Η κόλαση αποτελεί μία βεβαία πραγματικότητα, την οποίαν η Αγία Γραφή θέλει να την αισθητοποιήσει με τις πλέον παραστατικές, όσο και φρικτές εικόνες. Την ονομάζει:» γέενα του πυρός» (Μαρκ. 9:47), «βρυγμόν και τρυγμόν των οδόντων», «σκότος το εξώτερο», «σκώληκα ακοίμητον», «πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού (Ματθ. 25:41). Δεν είχε ο Θεός ετοιμάσει την κόλαση για τον άνθρωπο. Για τον άνθρωπο είχε ετοιμάσει την πανένδοξον και πανευφρόσυνον βασιλεία των ουρανών «από καταβολής κόσμου». (Ματθ. 25:34), δηλαδή από τότε που εθεμελιώνετο ο πνευματικός και υλικός κόσμος. Επειδή όμως ο άνθρωπος έγινε με την αμετανόητον κακίαν του όμοιος προς τον διάβολον και υιός διαβόλου (Ιωαν. 8:44) θα ακολουθήσει τον πατέρα του, τον διάβολον.
Θα είναι «κατηραμένος», όχι κατόπιν της δικαίας αποφάσεως του Θεού, αλλ’εξ αιτίας της κακότητος που εμόρφωσε ως κατάσταση μέσα του, εξ αιτίας των πονηρών και φαύλων πράξεών του. Γι’αυτό και ο Κύριος, ενώ τους δικαίους ονομάζει «ευλογημένους του Πατρός» (Ματθ. 25:34), τους αμετανοήτους κακούς ονομάζει απλώς «κατηραμένους» και όχι «κατηραμένους του Πατρός». Όπως δε η χαρά και η δόξα των δικαίων θα είναι αιώνια, έτσι και η απερίγραπτος οδύνη των κακών αμετανοήτων θα είναι ατελείωτη, θα παρεκτείνεται σε όλη την αιωνιότητα.