(Κατά Ιωάννην, κεφ. 4:5-42)
«Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας
Αυτόν» εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν
Κανείς, ευλογημένοι αδελφοί, δεν θα μπορέσει ποτέ να περιγράψει τον Θεό. Η ύπαρξη, η φύση κι η Πνευματική Του Ουσία ξεπερνούν τ’ανθρώπινο λογικό. Είναι αδύνατον η ανθρώπινη διάνοια να συλλάβει τον άπειρο Νου.
Αν ο υλικός κόσμος είναι τόσο ακατάληπτος κι ανεξερεύνητος, πόσο πιο πολύ είναι του Θεού η φύση κι η δύναμη. «Τις έγνω νουν Κυρίου» (Α΄Κορ 2:16). Στην ουσία Του ο Θεός είναι άπειρος, ανέκφραστος, υπερούσιος, άϋλος, ακατάληπτος. Ο Θεός είναι ακόμη άναρχος και αιώνιος, πάνσοφος και παντοδύναμος, πανάγιος και δίκαιος, αναλλοίωτος και απερίγραπτος. Είναι απειροτέλειο Πνεύμα, Θεός προσωπικός. «Μονάς εν Τριάδι και Τριάς εν Μονάδι». Είναι «ο Ων» (έξοδος 3:14). Έτσι ονόμασε τον εαυτό Του στον Μωϋσή, επάνω στο όρος Χωρήβ. «Εγώ ειμί ο Ων» = Εκείνος που υπάρχει, ο απόλυτος που δεν οφείλει σε κανέναν άλλον την ύπαρξή Του. Είναι η αυτοσοφία, η αυτοαλήθεια, η αυτοδικαιοσύνη, η αυτοδύναμη, η αυτοαρετή. Είναι Θεός ανθύπαρκτος και αΐδιος. «Ήν μεν αεί και έστι και έσται» Ήταν μεν πάντοτε και είναι και θα είναι. Ως πνεύμα, ο Θεός είναι πανταχού παρών και πληροί τα πάντα. Βρίσκεται παντού, αλλά δεν περικλείεται, ούτε περιορίζεται, ούτε συγχίζεται με την ύλη. Ο Θεός είναι απόλυτα προσωπική ουσία με αυτοσυνείδηση και γνώση και θέληση. Είναι υπερβατικός και υπερκόσμιος. Ο Θεός είναι απεριόριστος. Το θείο μεγαλείο και η άπειρη τελειότητα του Θεού, όπως είπαμε και στην αρχή, είναι ασύλληπτα στην ανθρώπινη διάνοια. Αλλά τούτο δεν εμποδίζει τον πιστό Χριστιανό να υμνεί και δοξολογεί το πανάγιό Του όνομα που όπως μας εδίδαξε ο Χριστός είναι «Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα» (Ματθ. 28:19).
Ο λόγος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού στη Σαμαρείτιδα (Φωτεινή) είναι η πιο πνευματική διακήρυξη κι ο πιο υπέροχος ορισμός της λατρείας του Θεού: «Έρχεται η ώρα και τώρα ήδη ήρθε, όπου οι αληθινοί προσκυνητές θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά. Διότι ο Πατέρας τέτοιους προσκυνητές θέλει να τον λατρεύουν». Η λατρεία Του, τότε μονάχα είναι δεκτή κι ευάρεστη, όταν είναι ειλικρινής εκδήλωση του εσωτερικού μας κόσμου και των πευματικών μας δυνάμεων. Πρέπει να εκφράζει το πνεύμα της αληθινής θεογνωσίας με μια άγια και φλογερή της ψυχής αφοσίωση. Να μιλά η καρδιά με αλήθεια και σιγουριά και ειρήνη και αγάπη στον δημιουργό της και Πατέρα της. Να μιλά το πνεύμα στο Πνεύμα. Ο μικρός στον Μεγάλο. Ο τιποτένιος στον Παντοκράτορα. Να μιλά συγκεντρωμένος ο εσωτερικός άνθρωπος, κι ας μη κινείται η γλώσσα. «Και σιωπώντων ακούει ο Θεός».
Η αληθινή λατρεία δεν ξέρει να κολλάει στους εξωτερικούς τύπους και στις μορφές του χρόνου ή του τόπου. Η λατρεία του Θεού δεν ξέρει μητροπόλεις, παρεκκλήσια ή μοναστήρια, ούτε περιορίζεται σε ειδικές ημέρες και ώρες. Παντού και πάντοτε μπορούν οι αληθινοί προσκυνητές να συναντήσουν το Θεό και να εξωτερικεύσουν την αγάπη και την ευσέβειά τους. Αρκεί να αγαπούν και να πιστεύουν δίχως υποκρίσεις. Αρκεί η καρδιά να λυώνει από την παρουσία Του. Εάν ο άνθρωπος θέλει να νοιώθει την παρουσία του Θεού θα πρέπει να θυσιάσει τον εγωϊσμό του, να αγαπήσει τον διπλανό του σαν τον εαυτο του και να κάνει αγώνα να πράττει όλα αυτά που ο Κύριος μας εδίδαξε. Ας ανάψουμε λοιπόν τη φλόγα της καρδιάς με τη δάδα της προσευχής και επάνω της ας γίνει το αφθαρτόπλαστο θυσιαστήρι της αγάπης και της λατρείας Του.