Η γιορτή της ευρωπαϊκής κινηματογραφικής τέχνης κορυφώθηκε με την απόκτηση του βραβείου κοινού για την ταινία Dodo του διακεκριμένου Έλληνα σκηνοθέτη Πάνου Χ. Κούτρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUFF). Η ταινία απέσπασε το πολυπόθητο βραβείο στο 20ό EUFF στο Τορόντο, το οποίο φιλοξενήθηκε στο Spadina Theatre της Alliance Française Toronto από τις 14 έως τις 28 Νοεμβρίου. Ανάμεσα σε 28 εξαιρετικές ευρωπαϊκές παραγωγές, η ταινία Dodo ξεχώρισε, επιβεβαιώνοντας τη γοητεία της ελληνικής κινηματογραφίας στη διεθνή σκηνή.
Ο Πάνος Κούτρας, είναι γνωστός για την ικανότητά του να συνδυάζει το φανταστικό με τα βαθιά προσωπικά ερωτήματα και να δημιουργεί μία αφήγηση που είναι ταυτόχρονα οικουμενική και εσωτερική. Η ταινία αναπτύσσεται μέσα από μία υπόθεση κι έχοντας ως πρωταγωνιστή ένα εξαφανισμένο -από τον 17ο αιώνα- πουλί, το ντόντο, το οποίο εμφανίζεται σε μία πολυτελή βίλα της Αθήνας λίγες ημέρες πριν τέλεση ενός υπερπολυτελούς γάμου. Αυτό που ακολουθεί είναι ένα καλειδοσκόπιο συναισθημάτων, κοινωνικής κριτικής και παραλογισμών καθώς οι χαρακτήρες έρχονται αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους ανησυχίες, μυστικά και ηθικά τους διλήμματα.
Το ομώνυμο πουλί λειτουργεί όχι μόνο ως ένα σουρεαλιστικό στοιχείο αλλά και ως μία ισχυρή μεταφορά, τόσο της οικολογικής όσο και της συναισθηματικής του, εξαφάνισης. Η παρουσία του διαταράσσει την σχολαστικά κατασκευασμένη ζωή των χαρακτήρων ενώ την ίδια στιγμή αποκαλύπτει ρωγμές στις επιφάνειες των σχέσεων τους, υποχρεώνοντάς τους να αντιμετωπίσουν σκληρές αλήθειες. Ο συνδυασμός χιουμοριστικών και συγκινησιακών στοιχείων που προσφέρει η ταινία καλεί τους θεατές να στοχαστούν πάνω στην ευθραυστότητα της σύγχρονης ύπαρξης.
Ένας καθρέφτης της κοινωνίας
Η ταινία ξεχωρίζει για την πολυτέλεια της κινηματογράφησης της, όπου η «σύγκρουση» ανάμεσα σε πλούσιους εσωτερικούς χώρους και στιγμές έντονης ευαλωτότητας δημιουργεί μια οπτική γλώσσα που αντικατοπτρίζει τις αντιφάσεις των χαρακτήρων. Το παιχνίδισμα μεταξύ φωτός και σκιάς σε συνδυασμό με την λεπτομέρεια, ανυψώνει την αφήγηση τραβώντας το κοινό βαθύτερα στο σουρεαλιστικό της σύμπαν.
Οι ερμηνείες είναι αξιοσημείωτες. Ο Κούτρας αντλεί από τους ηθοποιούς του ερμηνείες που επιτρέπουν στους χαρακτήρες να κινηθούν ανάμεσα ενός ευρέος φάσματος συναισθημάτων. Από την κωμική παραδοξότητα έως την συγκινητική ειλικρίνεια, η πορεία του κάθε χαρακτήρα υφαίνεται με δεξιοτεχνία μετατρέποντας την ταινία από μία απλή ιστορία σε μία καθηλωτική εμπειρία.
Πέρα από την καλλιτεχνική της αξία ως ταινία, το Dodo λειτουργεί ως καθρέφτισμα της σύγχρονης κοινωνίας αφού μέσω αυτού εμβαθύνει σε θέματα προνομίων, ταυτότητας και ανθρώπινης υπόστασης αγγίζοντας όλους τους θεατές με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο ενώ την ίδια στιγμή ο Κούτρας χρησιμοποιεί τον γάμο -μία παραδοσιακή γιορτή ενοποίησης- ως εργαλείο για να εξερευνήσει τις ανθρώπινες διαφωνίες και ρήξεις, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Το εξαφανισμένο πτηνό γίνεται σύμβολο απώλειας και μίας ισχυρής αλληγορίας για όσα αφήνουμε να χαθούν. Τις συνδέσεις μας, την αυθεντικότητα, και τελικά, την ίδια μας την ανθρωπιά. Οι χαρακτήρες της ταινίας αντιμετωπίζουν τις αλήθειες τους, τα λάθη τους και τελικά, το πουλί γίνεται η λυτρωτική ευκαιρία. Είναι μια αφήγηση βαθιά προσωπική αλλά και παγκόσμια, που αντηχεί σε έναν κόσμο που παλεύει με τα δικά του υπαρξιακά διλήμματα.
Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στον Ελληνικό Τύπο ο Χρήστος Κούτρας απαντά στα ερωτήματα που του θέσαμε με μία αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Η ταινία παρουσιάζει έναν μοναδικό συνδυασμό σουρεαλισμού και ανθρωπιάς. Πώς γεννήθηκε η ιδέα να χρησιμοποιηθεί ένα εξαφανισμένο πουλί, ως κεντρικό σύμβολο της ιστορίας;» Η σκληρή και ειλικρινής απάντηση του ήταν άμεση. «Το dodo εξαφανίστηκε εξαιτίας της ανθρώπινης απληστίας και βαρβαρότητας. Μέσα σε λιγότερο από έναν αιώνα, οι πρώτοι άποικοι του Μαυρικίου το εξάλειψαν ολοκληρωτικά. Μου φαίνεται πως αυτή η ανοησία και αγριότητα του ανθρώπου υπάρχει πάντα και εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους στην κοινωνία που ζούμε. Οι ήρωες της ταινίας έρχονται αντιμέτωποι με το πουλί αλλά και με τα ψέματα, τα λάθη, τις προδοσίες της ζωής τους. Το dodo τους δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Είναι στο χέρι τους αν θα την αξιοποιήσουν…»
Η επόμενη ερώτηση κινήθηκε υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η ταινία ξεπερνά τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας αφού αγγίζει θέματα παράδοσης, μοντερνισμού και αβεβαιότητας της ζωής ενώ την ίδια στιγμή οι ίδιες αυτές έννοιες συγκρούονται με τις νεωτερικές τους έννοιες, αυτών των μετά-. «Πώς πιστεύετε ότι αυτά τα θέματα αγγίζουν το κοινό πέρα από την Ελλάδα, ιδιαίτερα σε ένα διεθνές φεστιβάλ όπως το EUFF στο Τορόντο;» Η απάντηση του ήταν χαρακτηριστικά δεικτική αντηχώντας τη θεματική ανάγκη της ταινίας, τοποθετώντας το πουλί ως υπενθύμιση της ευθραυστότητας τόσο των ανθρώπινων σχέσεων όσο και του κόσμου μας, υπογραμμίζοντας ότι «Στην Ευρώπη και την Αμερική, ιδιαίτερα σήμερα, ζούμε μία περίοδο βαθιών αλλαγών και κρίσιμων αποφάσεων που θα διαμορφώσουν τις επόμενες δεκαετίες. Ίσως πρέπει να σταματήσουμε για λίγο και να αναλογιστούμε τι πραγματικά έχει σημασία, όχι μόνο για εμάς αλλά και για το μέλλον της ανθρωπότητας και του πλανήτη.»
Η φιλοσοφική αυτή διάσταση εναρμονίζεται άριστα με τη διαχρονική εξερεύνηση/διερεύνηση του οντολογικού ερωτήματος της προσωπικής ταυτότητας από τον Κούτρα, έχοντας απέναντι το βάρος των κοινωνικών προτύπων. Στο ερώτημα «το έργο σας συχνά εξερευνά τη σύνδεση προσωπικής ταυτότητας και κοινωνικών προσδοκιών. Πώς επεκτείνει το Dodo αυτά τα θέματα σε σύγκριση με τις προηγούμενες ταινίες σας;» σχολίασε τη συνολική του δουλειά τονίζοντας ότι «Δεν με απασχολούν τόσο οι κοινωνικές προσδοκίες αλλά οι προσδοκίες των ηρώων μου. Από την πρώτη μου ταινία μέχρι και σήμερα, οι ήρωες μου υπάρχουν όπως αυτοί έχουν επιλέξει, ερήμην της κοινωνικής προκατάληψης. Είναι αυτοί που είναι, ανεξάρτητα αν η κοινωνία τους δέχεται. Πίστευα πάντοτε πως κάνω ταινίες για ανθρώπους που ζουν με τον σωστό τρόπο σε λάθος κοινωνίες. Σε οποιαδήποτε σύγκρουση των ηρώων μου με την κοινωνία είμαι αναπολογητικά μαζί τους και όχι με την κοινωνία!»
Η ταινία, λοιπόν, γίνεται ένας ύμνος στην οντολογία της ύπαρξης και μία πρόκληση στη συμμόρφωση και μία πρόσκληση εναγκαλισμού της ανθρώπινης ολότητας και του είναι τού με σεβασμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι ταινίες του Κούτρα δεν είναι απλώς αφηγηματικές εμπειρίες, αλλά ενέχουν οντολογικά ερωτήματα που καλούν το διεθνές κοινό να προβληματιστεί παρότι ο ίδιος το αρνείται δηλώνοντάς μας «Η ταινία έχει πολλά παράλληλα θέματα και αγγίζει διάφορα ζητήματα της εποχής τα οποία απασχολούν και εμένα. Δεν προσπαθώ να περάσω κάποιο μήνυμα γιατί ούτε εγώ ο ίδιος το γνωρίζω. Ελπίζω ο κάθε ένας να βρίσκει τη δική του σύνδεση με τους ήρωες και να ανακαλύπτει τον εαυτό του μέσα στις ιστορίες τους».
Εν τω μεταξύ, καθώς το Dodo καταλαμβάνει τη θέση που του αρμόζει στο διεθνές προσκήνιο, φέρει μαζί του την αντανάκλαση ενός δυναμικού ελληνικού κινηματογράφου και των προκλήσεών που αντιμετωπίζει. Τον ρωτήσαμε για την διεθνή επιτυχία του Dodo και εάν έχει συμβάλει στην αναγνώριση της ελληνικής κινηματογραφικής τέχνης διεθνώς, μας απάντησε ότι «Πάνε αρκετά χρόνια που ο ελληνικός κινηματογράφος έχει κινήσει την περιέργεια του διεθνούς κοινού και χαίρομαι πολύ για αυτό. Δυστυχώς, όμως, έχει σταθεροποιηθεί και δεν έχει εξελιχθεί».
Κι ενώ τα λόγια του αποτελούν ταυτόχρονα γιορτή και κάλεσμα για δράση, την ίδια στιγμή ζητά από την ελληνική πολιτεία να σταθεί με μεγαλύτερη φροντίδα στην πολλά υποσχόμενη, αλλά ανεπαρκώς υποστηριζόμενη ελληνική κινηματογραφική βιομηχανία. Ο Έλληνας σκηνοθέτης επισημαίνει με πάθος ότι ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ίσως το πολυτιμότερο πολιτιστικό εξαγώγιμο προϊόν της χώρας. Ο πολιτιστικός πρεσβευτής που μπορεί να γεφυρώσει έθνη και οπτικές. Ωστόσο, το μέλλον του εξαρτάται από την υιοθέτηση γενναιόδωρης, συστηματικής κρατικής υποστήριξης. Η επιτυχία του Dodo δεν είναι μόνο απόδειξη καλλιτεχνικής αριστείας αλλά και μία έκκληση για παγκόσμια αναγνώριση και ενίσχυση της ελληνικής κινηματογραφικής φωνής. Μίας φωνής που δεν πρέπει να χαθεί παρατηρώντας πως «Πιστεύω πως η πολιτεία θα έπρεπε να σκύψει με περισσότερο ενδιαφέρον και φροντίδα πάνω στην μικρή αλλά τόσο υποσχόμενη βιομηχανία του ελληνικού κινηματογράφου. Πάντοτε έλεγα και το πιστεύω ακόμη, πως ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ίσως το πλέον πολύτιμο εξαγώγιμο προϊόν που διαθέτει η χώρα. Είναι τόσο άδικο να συνεχίζει να γίνεται με όρους ερασιτεχνικούς και χωρίς ίχνος πραγματικής, γενναιόδωρης κρατικής υποστήριξης».
Καθώς το EUFF γιόρτασε την 20ή επέτειό του, στην τελετή λήξης η ταινία Dodo αναδείχθηκε η αγαπημένη ταινία του κοινού αλλά και φάρος της ελληνικής κινηματογραφικής αριστείας. Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του EUFF Toronto, Jérémie Abessira, εξήρε την ταινία για την πρωτοτυπία του και την ικανότητά του να συγκινήσει το κοινό. Όταν ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας, Ιωάννης Χατζαντωνάκης μαζί με την Πολιτιστική Σύμβουλο του Γεν. Προξενείου, Δρ. Μαριλένα Γρίβα, παρέλαβαν εκ μέρους των δημιουργών το πρώτο βραβείο του φεστιβάλ, εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του στο κοινό, ιδιαίτερα στην ελληνική κοινότητα του Τορόντο, για τη διαρκή υποστήριξή της υπογραμμίζοντας ότι «Αυτό το βραβείο δεν τιμά μόνο τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά αναδεικνύει τη ζωτική του συμβολή στο ψηφιδωτό του ευρωπαϊκού κινηματογράφου».
Το δελτίο τύπου του Ελληνικού Προξενείου απέδωσε εύστοχα το κλίμα για την δύναμη της κινηματογραφικής αφήγησης που υπερβαίνει σύνορα και αγγίζοντας την συλλογική ανθρώπινη εμπειρία αφού «Αυτή η διάκριση σηματοδοτεί μια κομβική στιγμή για τον Ελληνικό Πολιτισμό στον Καναδά, αναδεικνύοντας την αδιάλειπτη αγάπη της διασποράς για τις τέχνες και την παράδοση».
Τέλος, ρωτήσαμε τον Πάνο Κούτρα εάν μετά από αυτήν τη νίκη στρέφει το βλέμμα του σε μελλοντικά έργα. «Οι ιδέες είναι πολλές αλλά ο χρόνος περιορισμένος», μας απάντησε, τονίζοντας, όμως, ότι «η επόμενη ταινία μου πιθανότατα θα αποτελεί έναν στοχασμό πάνω στον ίδιο τον χρόνο». Προς το παρόν, η τελευταία του αυτή ταινία υψώνεται ως απόδειξη του οράματός του, προσκαλώντας το παγκόσμιο κοινό να προβεί στην ενδοσκόπηση του αλληγορικού τού ταξιδιού.
Την βραδιά απονομής των βραβείων υπήρξε ιδιαίτερη διπλωματική παρουσία. Μεταξύ των παρευρισκόμενων δύο Ελλήνων διπλωματών ήταν ο Πρέσβης του Βελγίου, Patrick Van Gheel, καθώς και διπλωμάτες που εκπροσωπούσαν τη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Γερμανία. Η παρουσία τους υπογραμμίζει τη δέσμευση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προάγει την πολιτισμική και πολιτιστική ποικιλομορφία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.