Ήταν Φεβρουάριος του 1929, όταν η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου αποφάσιζε την δημιουργία μιας νέας υπηρεσίας της αστυνομίας με τίτλο “Διεύθυνση Ειδικής Ασφάλειας του Κράτους”.
Η υπηρεσία είχε σκοπό-μεταξύ άλλων-την παρακολούθηση προσώπων “σκοπός των οποίων ήθελεν είσθε η μεταφύτευσις και καλλιέργεια εν την Ελληνική κοινωνία…δοξασιών η ιδεών, αίτινες θα απέβλεπον εις την μεταβολή η ανατροπήν των υφιστάμενων σήμερον νομίμως εν την Χώρα τοιούτων”. Στην πραγματικότητα η νέα υπηρεσία ήταν ενίσχυση της ανασυγκρότησης όλων των κρατικών μηχανισμών ενάντια στον “εσωτερικό εχθρό” δηλαδή το εργατικό κίνημα και τον λαό με όχημα τον αντικομμουνισμό. Λίγες εβδομάδες μετά την ίδρυση της “Ειδικής” η κυβέρνηση έφερε στην Βουλή το “Ιδιώνυμο” και ξεκίνησε νέο πογκρόμ κατά των ταξικών συνδικαλιστών, των κομμουνιστών και δημοκρατικών αγωνιστών.
Η “Ειδική” γρήγορα εξελίχθηκε σε ομάδα παρακρατικών χαφιέδων-δολοφόνων που έφτασε στο σημείο να προσπαθήσει να δολοφονήσει ακόμα και τον ιδρυτή της. Απο τις έρευνες που έγιναν μετα την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου (6 Ιουνίου 1933) αποκαλύφθηκε ότι ο οργανωτής της απόπειρας δολοφονίας ήταν ο τότε ο Διοικητής της Ειδικής Ασφάλειας μαζί με τον Διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών.
Οι φασίστες/φιλοναζιστές του Μεταξά πήραν “προίκα” απο τις “δημοκρατικές” κυβερνήσεις την Ειδική και-όπως και με άλλους αντιδραστικούς νόμους και υπηρεσίες-την ανέπτυξαν σε βασική υπηρεσία για την αντιμετώπιση του “κομμουνιστικού κινδύνου”. Ενισχυμένη ακόμα περισσότερο απο την φασιστική δικατορία η Ειδική Ασφάλεια εντάχθηκε κατευθείαν δωσιλογικό μηχανισμό και την υπηρεσία των ναζί στην διάρκεια της κατοχής.
Το Φθινόπωρο του 1943, λίγους μήνες μετα την ίδρυση των “Ελληνικών Ες-Ες”, των Ταγμάτων Ασφαλείας απο την “κυβέρνηση” Ράλλη, ο δοσίλογος διευθυντής της αστυνομίας Πόλεων Άγγελος Έβερτ πρότεινε να αναλάβει η Ειδική εξολοκλήρου την “δίωξη των κομμουνιστών”. Ο Έβερτ γνώριζε καλά πως σημαντικό τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων επηρεαζόταν απο το ΕΑΜ και έτσι έκανε αυτήν την πρόταση-για να αποποιηθεί ευθύνες αλλά και να δώσει “υπηρεσιακή λύση”.
Για να ανταποκριθεί στα νέα της “καθήκοντα”, η δοσιλογική “κυβέρνηση” Ράλλη και η Διοίκηση της Ειδικής ανασυγκρότησαν την υπηρεσία, παραμερίζοντας ακόμα και αξιωματικούς της για να στρατολογήσουν,σύμφωνα με την μαρτυρία του Διοικητή της Σχολής Χωροφυλακής στο Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων “καθάρματα,άλλα μεν χρησιμοποιήθηκαν ως προδότες και άλλα πήγαν εις τα ΕΣ-ΕΣ”. Αυτά τα καθάρματα εντάχθηκαν κατευθείαν στην Ειδική είτε ως χωροφύλακες άνευ θητείας, είτε ως ιδιώτες που συγκρότησαν “ομάδες κρούσης”, που δρούσαν αυτόνομα και με την ενθουσιώδη στήριξη των SS.
Με ομάδάρχες τους Παρθενίου, Πουλή, αδελφούς Μαντά, Παναγιωτόπουλο και άλλους, η Ειδική Ασφάλεια εξελίχθηκε σε “Ελληνική Γκεστάπο”, που αιματοκύλισε την Αθήνα, με την ενθουσιώδη υποστήριξη και συνεργασία των SS: Συλλήψεις χωρίς εντάλματα, βασανισμοί μέχρι θανάτου, εκτελέσεις χωρίς καν καταδικαστικές αποφάσεις. Δικτυώθηκε σε συνοικίες δίνοντας ταυτότητες της σε μέλη της “Χ” του Γρίβα η άλλες “εθνικόφρονες” οργανώσεις.
Αυτό το δίκτυο χαφιέδων και δολοφόνων ανέλαβε αμέσως δράση ενάντια στην Εθνική Αντίσταση μέσα στις συνοικίες. Παράλληλα έστησε κέντρο βασανιστηρίων στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κριστάλ της οδού Ελπίδος,όπου ξεπέρασε σε βαρβαρότητα ακόμα και τους ναζί. Με αυτόν τον τρόπο πολλά μέλη της Ειδικής πετύχαιναν τον στόχο τους, την απόσπαση στα SS απο τα οποία, όπως κατέθεσαν αξιωματικοί της Χωροφυλακής μετα την απελευθέρωση, αρνούνταν να επιστρέψουν.
Η Ειδική είχε κομβικό ρόλο και σε όλο το εγκληματικό δίκτυο που συγκρότησαν οι ναζί και οι δωσίλογοι, μαζί με άλλες υπηρεσίες η ναζί κατασκόπους. Στην δράση της Ειδικής στηρίχθηκαν όλες οι εγκληματικές επιχειρήσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας, με πρώτο μαζικό έγκλημα τις εκτελέσεις και φυλακίσεις χιλιάδων αναπήρων ηρώων του πολέμου του 40, το Φθινόπωρο του 1943.
Λίγες εβδομάδες μετά ο υποστράτηγος της Ειδικής Λάμπου ενημέρωσε την υπηρεσία ότι ο Αρχηγός των Σωμάτων Ασφαλείας Στρατηγός των SS Βάλτερ Σιμάνα”επιθυμών εμπράκτως να διατρανώση την προς αυτούς εκτίμησην του..παρεχώρησε ως δώρον δια τας εορτάς των χριστουγέννων 10 σάκκους νήματος” και ότι η διανομή θα γίνει ανάλογα με τις “επιτυχίες” του καθενός (δηλαδή πόσους αντιστασιακούς η και απλούς πολίτες είχε σφάξει, βασανίσει η καταδώσει στους ναζί).
Οι ομάδες κρούσης της Ειδικής δολοφονούσαν απεργούς στους χώρους δουλειάς, νεολαίους που κολλούσαν αφίσες για την Αντίσταση, αντιστασιακούς κ.α ενω πολλούς τους δολοφονούσαν στα κρατητήρια μετα απο βασανιστήρια και πετούσαν τα πτώματα σε δρόμους και υπονόμους. Άλλες φορές προσπαθούσαν να αποσπάσουν χρήματα απο τα θύματα.
Το καλοκαίρι του 1944, γύρω απο την πλατεία Βικτωρίας βρισκόντουσαν κάθε πρωί κακοποιημένα πτώματα. Μέχρι και τις τελευταίες μέρες της λειτουργίας της, η Ειδική βασάνιζε και δολοφονούσε. 24/9/1944, τέσσερις μέρες πριν διαλυθεί, εκτέλεσε, αφού πρώτα βασάνισε, τρείς φοιτητές της ΕΠΟΝ που είχε συλλάβει την προηγούμενη μέρα στο Χημείο. Τα πτώματα βρέθηκαν στην είσοδο του Ζαππείου.
Τα θύματα της Ειδικής Ασφάλειας δεν βρήκαν ποτέ δικαιοσύνη. Μετα την απελευθέρωση,ο αστικός κρατικός μηχανισμός προστάτευσε τα κτήνη της Ειδικής. Στις λίγες περιπτώσεις που επιβλήθηκαν ποινές θανάτου η ισοβίων,μετατράπηκαν σε ποινές λίγων ετών. Σε λίγα χρόνια, όλοι οι δολοφόνοι της “Ελληνικής Γκεστάπο” (όσους δεν είχαν προλάβει ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ στην κατοχή και τον Δεκέμβρη του 1944) κυκλοφορούσαν ελέυθεροι.
Πχ ο Λάμπου αποφυλακίστηκε το 1952 ενω ο αρχιβασανιστής Παρθενίου, αργότερα έγινε και μοίραρχος της Χωροφυλακής. Η ιστορία της Ειδικής Ασφάλειας των Βενιζέλου-Μεταξά-Ράλλη(και ναζί)είναι άλλο ένα παράδειγμα ότι η εξουσία της αστικής τάξης και το κράτος της, ανεξάρτητα απο κυβερνήσεις και συνθήκες έχουν συνέχεια, με στόχο πάντα τον”εχθρό λαό” και όσους αγωνίζονται.
Η αλήθεια για το Μελιγαλά
Χρήστος Τζιτζιλώνης0
Επί δεκαετίες ακροδεξιές ομάδες, με την ανοχή επίσημων εκπροσώπων της αστικής τάξης, συναθροίζονται στο Μελιγαλά, για να «τιμήσουν» τους «ηρωικούς» όπως λένε νεκρούς, που σφαγιάστηκαν από τους «κομμουνιστοσυμμορίτες»! Φέτος, μάλιστα, επιχειρείται να διοργανωθούν διάφορες εκδηλώσεις με τη συμμετοχή και ξένων νεοφασιστικών οργανώσεων από διάφορες χώρες της ΕΕ, όπου διώκονται οι κομμουνιστές ενώ οι νεοφασίστες δρουν ελεύθερα.
Για τη μάχη του Μελιγαλά έχουν γραφτεί και γράφονται από τους αντιπάλους του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ πάρα πολλά, παραποιώντας τα γεγονότα και την ιστορική αλήθεια. Πρόκειται για μια προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής και αντιλαϊκής πολιτικής της αστικής τάξης και σε εκείνα τα χρόνια. Κανενός Ελληνα εργαζόμενου δεν μπορεί να πονάει η καρδιά του για τους ταγματασφαλίτες. Πληρώθηκαν όπως τους άξιζε.
Τα «Τάγματα Ασφαλείας», που είχαν συγκροτηθεί προς το τέλος του 1943 από την κατοχική κυβέρνηση Ι. Ράλλη για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου» και την «προστασίαν του κοινωνικού καθεστώτος», είχαν συγκεκριμένη αποστολή κατά τη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών, να αποτελέσουν την οπισθοφυλακή και πλαγιοφυλακή τους, ώστε να κρατήσουν τις θέσεις τους και να απασχολήσουν και φθείρουν τον ΕΛΑΣ. Ετσι, όχι μόνο θα στερούσαν τον ΕΛΑΣ από τα ηθικά και υλικά οφέλη που θα αποκόμιζε από το χτύπημα των Γερμανών, αλλά θα του προξενούσαν και απώλειες.
Κυρίως, όμως, τα «Τάγματα Ασφαλείας», όπως προαναφέρθηκε, συγκροτήθηκαν ως ένα ένοπλο χέρι της αστικής τάξης, ενταγμένο στους σχεδιασμούς της για τη μεταπολεμική εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης. Γι’ αυτό και στη συγκρότηση των «Ταγμάτων Ασφαλείας» συμμετείχαν οι Βενιζελικοί Θ. Πάγκαλος και Στυλ. Γονατάς, καθώς και άλλοι.
Στον απελευθερωτικό αγώνα
Έγραψε σχετικά με τα «Τάγματα Ασφαλείας» ο ιδρυτής τους Ι. Ράλλης: «Κατορθώσαμεν να έχωμεν εις τη διάθεσιν της Κυβερνήσεως Εθνικής Ενότητος, δύναμιν εγγυωμένην πλήρως την ασφάλεια και την τάξιν. Κατορθώσαμεν τέλος να εύρουν οι κ.κ. Παπανδρέου, Κανελλόπουλος, κλπ. ενταύθα αποβιβαζόμενοι, ΕΛΛΑΔΑ». «Ο κίνδυνος του κομμουνισμού είναι εγγύς. Η εξουθένωσις της Ελληνικής Φυλής και ημών αυτών έσεται βέβαια αν δεν ετοιμασθώμεν και αντιδράσωμεν». («Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου», Αθήναι 1947, σελ. 70 και 92).
Εξάλλου πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την Πελοπόννησο όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα στο Μελιγαλά.
Η απόφαση της κυβέρνησης της λεγόμενης «Εθνικής Ενότητας», που ενώ κατάγγειλε τα «Τάγματα Ασφαλείας» στην πράξη τα προστάτευε, δεν ήταν παρά μια καταδολίευση του ΕΑΜ. Οι μυστικές οδηγίες των Αγγλων και των παλαιοκομματικών προς τα «Τάγματα Ασφαλείας» ήταν να μην παραδοθούν και να πολεμήσουν τον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν είχε άλλη διέξοδο από το βίαιο αφοπλισμό και τη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», τα οποία, όμως, προσπαθούσαν να κρατηθούν ως τον ερχομό των Αγγλων, που όπως αποδείχτηκε αργότερα, θα τα μετατρέπανε σε «συμμαχικό» στρατό.
Επομένως η βίαιη διάλυση των «Ταγμάτων Ασφαλείας», ήταν βέβαιο ότι θα προσέκρουε στις επιδιώξεις των Αγγλων και της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας». Ο Γ. Παπανδρέου άλλωστε είχε αρχίσει από παλιά (και οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές το ίδιο), να κάνει λόγο ευθέως για τρομοκρατία του ΕΑΜ ή της «ΕΑΜικής μειοψηφίας κατά της πλειοψηφίας», και το επισημοποίησε στο Λίβανο.
Στις 8/9/1944, ο ΕΛΑΣ έδωσε τη μάχη για την απελευθέρωση της Καλαμάτας από τους ταγματασφαλίτες. Αιχμαλώτισε το μεγαλύτερο μέρος, ένα τμήμα όμως, με επικεφαλής τον κατοχικό Νομάρχη Μεσσηνίας Περωτή, διέφυγε προς Μελιγαλά. Στο δρόμο προς το χωριό Ασπρόχωμα, οι ταγματασφαλίτες έσφαξαν 30 πολίτες και 4 ΕΛΑΣίτες, οι οποίοι εκτελούσαν τηλεφωνική υπηρεσία σ’ αυτό το χωριό.
Η μάχη του Μελιγαλά
Οι εκκλήσεις του ΕΛΑΣ να σταματήσουν οι συγκρούσεις δε βρήκαν καμιά ανταπόκριση, εξαιτίας των ραδιουργιών των Αγγλων και της κυβέρνησης του Καΐρου, που πίστευαν ότι μ’ αυτά θα μπορέσουν να καταβάλουν τις ισάριθμες σχεδόν δυνάμεις της ΙΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ και να κρατήσουν υπό τον έλεγχό τους την Πελοπόννησο ως την άφιξη των αγγλικών στρατευμάτων.
Για την τριήμερη σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στο Μελιγαλά, όπου είχαν συγκεντρωθεί γύρω στους 1.000 ταγματασφαλίτες, παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το «Ματωμένο και ένδοξο χρονικό» του γιατρού Στάθη Κανναβού, Επάρχου διοικητικού αντιπροσώπου της ΠΕΕΑ, εκείνη την εποχή. Το χρονικό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» (τεύχος 21, 1979).
«11 Σεπτέμβρη. Στην οχυρωμένη μ’ όλα τα μέσα της πολεμικής τέχνης από τους Γερμανούς κωμόπολη του Μελιγαλά, έχουν συγκεντρωθεί να δώσουν την αποφασιστική δολοφονική τους μάχη, οι πιο αιμασταγείς ταγματαλήτες 2 επαρχιών. Οι βάσεις Βελίκας, Καλαμάτας, Μελιγαλά, Διαβολιτσιού, Δώριου, Κοπανακιού. Αποβραδίς, οι ηρωικοί ΕΛΑΣίτες του 8ου και 9ου Συντάγματος, έχουν δέσει γύρω από το άντρο αυτό της εθνοπροδοσίας ασφυκτικό κλοιό. Εφεδροελασίτες και από τις 3 επαρχίες πλαισιώνουν κι εδώ, στις πρώτες γραμμές, τον ΕΛΑΣ, ενεργούν αναγνωρίσεις, δίνουν πληροφορίες. Και τρεις μέρες και τρεις νύχτες, από το χάραμα της 12 Σεπτέμβρη, ο μικρός κάμπος και τριγύρω τα βουνά κρατούν την ανάσα τους στο ασταμάτητο σάλαγο της φονικής σύρραξης. Για τον ΕΛΑΣ, χάρη στις Καζέρτες και στα Λίβανα, κάθε σφαίρα, είναι ακριβότερη κι από το χρυσό. Είσαι υποχρεωμένος χίλιες να σφυρίζουν στ’ αυτιά σου και ν’ απαντάς με μία. Μονάχα που διαθέτει κανόνι! Είναι μια σκέτη κάννη, ψαρεμένη από το ΕΛΑΝ στ’ απομεινάρια κάποιου ναυαγίου. Για να ψευτοσταθεί στον τόπο της, ύστερα από κάθε βολή, φορτώνεται μ’ έναν αρμακά πέτρες. Μα κι έτσι, πάλι κλοτσοπηδάει και τα φέρνει όλα γύρω της, άνω – κάτω. Και οι άντρες για σιγουριά έχουν δέσει από τη σκανδάλη της ένα καραβόσκοινο, κι αυτό τραβάνε από καμιά δεκαριά μέτρα μακριά κάθε φορά που θέλουν να πυροβολήσουν!
Νεολαίοι τηλεβοϊστες στα βουνά του αγώνα
14 Σεπτέμβρη. Μια εγγλέζικη αποστολή έρχεται καταϊδρωμένη και ζητάει να περάσει στις γραμμές της εθνοπροδοσίας. Θα έπειθε λέει, τους αλήτες να σταματήσουν την αιματοχυσία, να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ και να περιμένουν να κριθούν από την Κυβέρνηση. Οταν το παράλλο πρωινό, αιχμάλωτοι πια του ΕΛΑΣ, οι διπλοπουλημένοι αυτοί στους ξένους επιδρομείς “εθνικόφρονες” ρωτήθηκαν γιατί έστω και την τελευταία στιγμή δε δέχτηκαν να σταματήσουν την αιματοχυσία, η απάντησή τους ήταν και πάλι αυτή του αναίσθητου, επαγγελματία προδότη.
– Οι Εγγλέζοι μας πίεσαν να συνεχίσουμε…
«Προσοχή νάρκες»
Η μάχη του Μελιγαλά Δεν τελείωσε με τη νικηφόρα έκβαση που είχε η μάχη για τον ΕΛΑΣ. Δημιουργήθηκε ένα φοβερό κλίμα που μύριζε θανατικό. Ο λαός της περιοχής ζητούσε με κάθε τρόπο να εκδικηθεί, ξεπαστρεύοντας τις εγκληματικές αυτές μορφές των ταγματασφαλιτών που είχαν διαπράξει ανήκουστα κακουργήματα σε βάρος του.
Η κατάληψη της μισητής εχθρικής εστίας από τον ΕΛΑΣ και μετά μάλιστα από τέτοιο φοβερό κόστος σε αίμα, είχε εξαγριώσει τα πράγματα. Κάποιοι αντάρτες είχαν αρχίσει να καίνε σπίτια απ’ τα οποία τους χτυπούσαν και χρειάστηκε να επέμβει ο καπετάνιος Φώτης Αποστολόπουλος, για να συγκρατήσει την εκδικητική τους ορμή (1).
Για την εκδικητική μανία του κόσμου, ο Αρίστος Καμαρινός λέει σχετικά: «Είχα την ευθύνη της συγκέντρωσης των αιχμαλώτων στο Μπεζεστένι. Το έργο μας ήταν πολύ δύσκολο. Επρεπε να συγκρατήσουμε ομάδες εξοργισμένων πολιτών, οι οποίοι οπλισμένοι με τσεκούρια ορμούσαν να εκδικηθούν για τα θύματά τους. Για να περιφρουρήσουμε τους αιχμαλώτους, βάλαμε ισχυρή φρουρά στο Μπεζεστένι και γράψαμε με μεγάλα γράμματα: “Προσοχή Νάρκες!”» (2).
«Τους αιχμαλώτους», διηγείται ο Βαγγέλης Μαχαίρας, «σε πρώτη φάση τους μεταφέραμε στις αρχικές μας θέσεις. Συγκεντρώθηκαν εκεί εκατοντάδες αγανακτισμένοι Μεσσήνιοι, που φώναζαν: “Δολοφόνοι, προδότες, σκοτώσατε τους δικούς μας“. Και απειλούσαν λιντσαρίσματα. Με το πιστόλι στ’ αριστερό μου χέρι (το δεξί το είχα στο γύψο), τους είπα: “Δεν θα επιτρέψω να θιγεί ούτε ένας αιχμάλωτος” και τους εξήγησα: “1. Δεν ξέρουμε ποιοι κάνανε εγκλήματα. Χρειάζεται ανάκριση και 2. Αν θέλατε να εκδικηθείτε ας ερχόσαστε να λάβετε μέρος στη μάχη. Τρεις μέρες κράτησε“». (3)
Συνεχίζει ο Στάθης Κανναβός: «Οπως και στη Μεσσηνία, η ιστορία στην ένδοξη για το λαό εκείνη περίοδο περπάτησε με βήματα βαριά και απαραχάρακτα. Σπιθαμή με σπιθαμή το χώμα της έχει ποτιστεί με το αίμα χιλιάδων αγνών πατριωτών και ηρώων. Στη μνήμη του Κώστα Ξυδέα, του Νικήτα Σούμπλη, του Αντώνη Δημόπουλου, του Γιώργη Ζερμπίνου, της Ελένης Πιερράκου, του Τάκη Μουντζουρέα, του Κώστα Μπασακίδη, του Κώστα Κανελλόπουλου, του Μήτσου Κανελλόπουλου, του Γιάννη Δρυνέα, του Θόδωρου Κορμά, του Τάκη Αλεβιζάτου, του Μήτσου Οικονομόπουλου, του Πούλου Πουλόπουλου, του Τάκη Κουλαμπά, του Νίκου Μητρόπουλου, του Κώστα Σταθόπουλου, του Κλέαρχου Συρράκου, του Χρίστου Αντωνόπουλου, του Κώστα Νέζη, του Αντώνη Νέζη, του Βασίλη Μπράβου, του Νίκου Ανδριανόπουλου, του Παναγιώτη Κατσώλη, του Παναγιώτη Μπάρτζιου, του γιατρού Ματζή, του Μήτσου Κούκλινου, του Θόδωρου Μπουμπού, του Κούτρη, του Παναγιωτακάκη και των άλλων δεκάδων νεκρών κι αθάνατων στελεχών του»(4).
Η μάχη του Μελιγαλά ήταν μια μάχη ταξική μεταξύ των δυνάμεων της λευτεριάς και κοινωνικής προόδου και της πιο μαύρης αντίδρασης.
Συμπεράσματα
Είναι θεμελιακής σημασίας το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει, τόσο από τα γεγονότα στο Μελιγαλά όσο και από τα ανάλογα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, που αφορούσαν σε συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα «Τάγματα Ασφαλείας», με τον ΕΔΕΣ, με την ΕΚΚΑ και άλλες οργανώσεις: Εχθρός όλων των αστικών δυνάμεων (και των Γερμανόφιλων και Αγγλόφιλων) ήταν το λαϊκό κίνημα (ΕΑΜ) και φυσικά το ΚΚΕ, παρά τις οξύτατες αντιθέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις, αντιθέσεις που τις έφεραν να μάχονται μεταξύ τους και με τα όπλα.
Ωστόσο, κι ενώ συγκρούονταν μεταξύ τους, ταυτόχρονα συνεργάζονταν για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Το γεγονός εξηγείται: «… η αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας περιέχονταν στον αντιφασιστικό χαρακτήρα του πολέμου» (5). Και εκδηλώθηκε με ακόμη πιο ανοιχτό και οξύτατο τρόπο μετά την άνοιξη του 1943, όταν είχε επέλθει η στροφή στον πόλεμο σε βάρος της Γερμανίας και υπέρ της Σοβιετικής Ενωσης. Από τότε ακριβώς αναπροσαρμόστηκε πιο συγκροτημένα η στρατηγική των αστικών δυνάμεων (Εγγλέζων – ντόπιων) κατά του ΕΑΜ (όχι όμως και η στρατηγική του ΕΑΜικού κινήματος), με τις γνωστές εξελίξεις που ακολούθησαν.