Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Η ταινία/ντοκιμαντέρ μικρού μήκους «H Κύπρος τον χειμώνα» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο 4ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο αναδεικνύοντας και δημιουργώντας ερωτήματα για τα αίτια και την ιστορία της Τουρκικής εισβολή στο νησί.
Η σκηνοθεσία και συγγραφή του σεναρίου -που έγινε μετά από δέκα χρόνια έρευνας- από τον Διονύση Κορομηλά (Dennis Koromilas), καταγράφει την προσωπική του άποψη και κατά κάποιον τρόπο την συλλογική μνήμη μίας χώρας που συνεχίζει να ζει τις συνέπειες της διαίρεσης και της πολιτικής αβεβαιότητας, φέροντας βαθιά τις ουλές των πεπραγμένων που έγιναν.
Μετά την προβολή της ταινίας, ο σκηνοθέτης μίλησε στον Ελληνικό Τύπο δηλώνοντας πως «H Κύπρος ξεχάστηκε μετά το καλοκαίρι του 1974 και το ζήτημα παραμένει ακόμα σε εκκρεμότητα. Η “Κύπρος το χειμώνα” είναι η Κύπρος που αναζητά την άνοιξή της».
Αυτή ήταν και η ευκαιρία με την οποία του ζητήσαμε να μας παραχωρήσει συνέντευξη.
Ποια ήταν η αρχική έμπνευση για τη δημιουργία της ταινίας "Cyprus in Winter";
Η έμπνευση για τη δημιουργία του “Cyprus in Winter” γεννήθηκε από μια αναγκαία ευθύνη να συμπληρώσω ένα καθοριστικό κομμάτι της πρώτης μου ταινίας, “Greece Year Zero”. Στην πρώτη ταινία, όταν φτάνω στο κομμάτι του 1973-74 κατά την εξερεύνηση της σύγχρονης Ελλάδας, τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο κατά το καλοκαίρι του 1974 έπρεπε να καλυφθούν με πολύ γρήγορο και επιφανειακό τρόπο λόγω των χρονικών περιορισμών, της αφηγηματικής ακεραιότητας εκείνης της ταινίας και της πραγματικότητας ότι εάν ακολουθούσα τον δρόμο της διερεύνησης της Εισβολής στην Κύπρο στο μέσο της ταινίας 77 λεπτών, θα είχα απομακρυνθεί τελείως από την αφήγηση που είχα ξεκινήσει. Ουσιαστικά, λοιπόν, ένιωσα την ανάγκη να επιστρέψω στο καλοκαίρι του 1974 για να ολοκληρώσω ένα τμήμα μιας πολύ σημαντικής ιστορίας που είχα αρχίσει.
Δηλαδή, ήταν ζήτημα ευθύνης η «Κύπρος τον χειμώνα»;
Όπως σου προανέφερα, ήμουν ήδη απορροφημένος σε μια ταινία που ακολουθούσε την ταραχώδη πορεία της Ελλάδας κατά τη δεκαετία του 1970. Είχα την ευθύνη να επιστρέψω στο θέμα της Κύπρου, αποδίδοντας της τον πρέποντα σεβασμό και να της αφιερώσω τον απαιτούμενο χρόνο προβολής για να αναδείξω το ζήτημα. Μετά από πενταετή έρευνα και επενδύοντας τις οικογενειακές οικονομίες στην παραγωγή, η ταινία έχει διάρκεια 35 λεπτών, εστιάζοντας αποκλειστικά στην τραγωδία της Κύπρου. Εάν παρέκκλινα και επιχειρούσα να ολοκληρώσω συγχωνεύοντας το στην πρώτη μου ταινία, τότε το “Greece Year Zero” θα είχε γίνει πολύ μεγαλύτερη, πιο πυκνή και ίσως πιο δύσκολη να απορροφηθεί σε μία προβολή. Ίσως θα μπορούσα να τη χωρίσω σε δύο μέρη αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν ήμουν διατεθειμένος να κάνω.
Τι ήταν αυτό που σε επηρέασε και πώς σε επηρέασε η διαίρεση της Κύπρου;
Ήμουν ένα παιδί που ζούσε στο Τορόντο το καλοκαίρι του 1974 και δεν γνώριζα τη βία που ξεσπούσε 500 μίλια μακριά από την Ελλάδα εκείνη την εποχή. Ίσως να υπήρχαν έκτακτα δελτία ειδήσεων από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Μανιατάκου, που πάντα ακουγόταν στην κουζίνα μας, αλλά στην ηλικία των έξι ετών, δεν υπήρχε τρόπος να με επηρεάσει. Παρ' όλα αυτά, ένα χρόνο αργότερα, το 1975, η μητέρα μου, η Τούλα, μας πήγε με την αδερφή μου στην πλατεία Nathan Phillips, και θυμάμαι πολύ καλά να χτυπάμε τα πόδια μας και να φωνάζουμε μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες, διαμαρτυρόμενοι για την επέτειο του ενός έτους από την εισβολή. Εκείνη η εκδήλωση ακόμα αντηχεί στο μυαλό μου, καθώς θυμάμαι με έναν θολό, σαν να έχω πυρετό, όνειρο, και όλοι να φωνάζουν «Έξω οι Αμερικάνοι, Έξω οι Αμερικάνοι!». Μπορεί να ήταν μια παραλλαγή αυτού του συνθήματος, αλλά θυμάμαι σίγουρα ότι η εχθρότητα ήταν στραμμένη προς τις ΗΠΑ.
Πώς ισορροπείς την ιστορική αφήγηση με την προσωπική σου αντίληψη των γεγονότων;
Με τεράστια προσοχή και εγρήγορση. Δεν είχαν απαγάγει ή σκοτώσει τους γονείς ή τους παππούδες μου. Εδώ στο Τορόντο, τα σπίτια μας έμειναν ανέπαφα και ζούμε με ηρεμία και άνεση τα τελευταία πενήντα χρόνια. Έτσι, η προσωπική μου άποψη βρίσκεται μονίμως στο πίσω κάθισμα μιας ταινίας, γιατί σε δοκιμιακές ταινίες όπως αυτή, εάν η ιστορία δεν οδηγεί -αυτό συνήθως προσφέρεται για μια ατζέντα ή για κάτι άλλο- τότε κάποια δήλωση μπορεί να απομακρυνθεί από την αλήθεια. Αυτό μπορεί να ακούγεται ανεκτίμητο, αλλά είναι η μόνη απάντηση που έχω σήμερα.
Μια άλλη μεθοδολογία που χρησιμοποίησα στις δύο πρώτες μου ταινίες είναι η βαθιά έρευνα σε οτιδήποτε είναι διαθέσιμο. Για την «Κύπρο τον Χειμώνα» είχα την τύχη να διαπιστώσω ότι κυκλοφόρησαν πολλά αρχεία της CIA κ.λπ. το 2017, οπότε ήταν μια χρυσή ευκαιρία την οποία εκμεταλλεύτηκα. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια βιβλιογραφία του ερευνητικού υλικού που χρησιμοποίησα, μεταξύ Ουάσιγκτον, Οτάβα, Τορόντο, Ηνωμένου Βασιλείου, Ελλάδας και Κύπρου. Αναδίφησα και εμβάθυνα σε πάνω από 22.000 σελίδες για να καταλήξω στο σενάριο των 33 σελίδων. Η διοχέτευση τόσο υλικού και πληροφοριών σε μια ταινία κάτω των 40 λεπτών ήταν η πιο δυσκολότερη δουλειά απ’ όλα.
Ποιες ήταν οι κύριες ιστορικές και πολιτικές προκλήσεις που αντιμετώπισες κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου;
Ποτέ δεν με εμπόδισαν οι ιστορικές ή οι πολιτικές προκλήσεις γιατί από νωρίς είχα αποφασίσει να παραμείνω ανεξάρτητος και να ακολουθήσω το ύφος και τον σκοπό της πρώτης μου ταινίας. Δεν μπορούσα να απευθυνθώ σε κάποιον φορέα χρηματοδότησης ή κάποια ένωση για οικονομική βοήθεια. Η «Κύπρος τον Χειμώνα» είναι μια μικρή ταινία κι αν υπάρχουν πολιτικές προκλήσεις, μπορεί να έρθουν με τη μορφή κριτικής ότι το κινηματογραφικό μου POV καθοδηγείται από την υποστήριξη και την ενσυναίσθηση που αισθάνομαι για τους Ελληνοκυπρίους. Και αν κάποια στιγμή προκύψει αυτή η ερώτηση, τότε θα πρέπει απλώς να απαντήσω με το «Ποιος εισέβαλε σε ποιον;» Έτσι, για να απαντήσω στην ερώτηση, είχα την ελευθερία να ξεθάψω όποια υλικά ήθελα και να συζητήσω με μεγάλο αριθμό Κυπρίων σε όλο τον κόσμο.
Οι σκηνές της Κύπρου με το χιόνι να σκεπάζει τις πλαγιές βουνών τι συμβολίζουν και πιο είναι το μήνυμα πίσω από την επιλογή αυτής της περιόδου;
Μέσα από την οπτική ματιά, ανακάλυψα με έκπληξη αυτό το υλικό και ότι χιόνισε στην Κύπρο. Με συνεπήρε η κινηματογραφική γοητεία με τις φτέρες του σκούρου πράσινου χρώματος στις βουνοπλαγιές και ο τρόπος που η κάμερα κινούνταν από πάνω τους. Ήταν μια αληθινή αποκάλυψη για μένα, και τότε μου έκανε εντύπωση ο παραλληλισμός πως αφού δεν γνώριζα ότι χιονίζει στην Κύπρο, έτσι και ένας ολόκληρος κόσμος δεν γνώριζε για την διαμάχη και το αίμα που είχε κυλήσει στην Κύπρο τον περασμένο αιώνα. Υπήρχαν λοιπόν διπλοί λόγοι για να τοποθετηθούν οι χειμερινές σκηνές εκεί που βρίσκονται στην ταινία.
Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα που θέλετε να μεταδώσετε μέσα από την ταινία σας;
Ακόμα και τώρα, δεν είμαι σίγουρος ότι είχα ένα κάποιο κεντρικό μήνυμα. Δεν ξεκίνησα μια σταυροφορία για την Κύπρο, αν και ελπίζω ότι μερικές από τις συναισθηματικές επιλογές που έκανα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας της ταινίας υποδηλώνουν αγάπη και ενσυναίσθηση για αυτό το διαιρεμένο έθνος. Ίσως το μόνο πράγμα που μπορώ να ξεκαθαρίσω τώρα είναι ότι αν και η πολιτική και η διπλωματία απέτυχαν κατά τη διάρκεια αυτής της ασταθούς εποχής του Ψυχρού Πολέμου, μπορούμε εμείς ως έθνη να μάθουμε από το παρελθόν; Αρνούμαι να απεικονίσω τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο σαν έναν συνωμοτικό κομμουνιστή αποφασισμένο να ενταχθεί στην Σοβιετική Ένωση. Αλλά αρκετές οπλισμένες φατρίες γύρω του το έκαναν, και αυτό βοήθησε να πυροδοτήσει μία καταστροφή για το νησιωτικό έθνος. Ένα μήνυμα που ελπίζω να μεταφέρω είναι ότι ο Μακάριος πάλεψε και αγωνίστηκε για το έθνος του όσο καλύτερα μπορούσε. Ίσως ακούγεται αφελές, αλλά βλέποντας την ταινία μου για πρώτη φορά σε μεγάλη οθόνη, εδώ στο Διεθνές Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στο Τορόντο, είδα όλα τα μικρά ελαττώματά της και τα «χοντρά» της σημεία, αλλά είδα να αντιμετωπίζεται ο Μακάριος με χάρη και σεβασμό στην οθόνη.
Τελικά ποιος ήταν ο λόγως της δημιουργίας αυτής της ταινίας; Πιο είναι το ερώτημα ή το απάντημα που θέλεις να καταθέσει ή να αφήσει στο μέλλον;
Ανάμεσα σε μία ερώτηση και μία απάντηση αυτό που μπορεί να υπάρξει ως αποτέλεσμα είναι ένας ειλικρινής διάλογος και διαφάνεια. Τα παλιά μίσοι είναι ζωντανά και καλά κρατούν σε όλον τον κόσμο αλλά στην ταινία εστιάζω την προσοχή στην διακοινοτική βία και από τις δύο πλευρές. Αυτό ήταν το παρελθόν. Η πιο σημαντική ερώτηση που θα μπορούσα να θέσω σήμερα είναι αν υπάρχει ένας κόσμος όπου η Κύπρος, η Τουρκία και η Ελλάδα έρχονται στο τραπέζι και παραδέχονται όλα τα λάθη τους, και διαπραγματεύονται με καλή την πίστη κι έναν οραματισμό - όχι με έναν τρόπο που να είναι ευαίσθητος στο χρόνο, όπου οι ίδιοι οι ψηφοφόροι τους θα τους τιμωρήσουν για την ήττα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εξάλλου, ήδη έχουν χαθεί πολλά. Αν συμβεί αυτό, θα είμαι ο πρώτος σκηνοθέτης που θα επιστρέψει στη Λευκωσία για να κινηματογραφήσω την «Κύπρο το καλοκαίρι»!
Μου εκμυστηρεύτηκες πως υπήρξε, όμως, ένα θέμα . Εάν κάποιος δεν πρόσεχε τι διάβαζε, ο αρχικός υπότιτλος της ταινίας σου άφηνε μία λανθασμένη(;) αντίληψη για την ΕΟΚΑ. Θέλεις να μας πεις ξεκαθαρίσεις τι ακριβώς ήταν αυτό;
Υπήρξε μια τυπογραφική παράλειψη στην αρχική αφίσα που δεν έκανε διάκριση μεταξύ της ΕΟΚΑ ως μαχητών της ελευθερίας και της ΕΟΚΑ Β, των οποίων οι επιχειρήσεις δολοφονίας και απαγωγών κ.λπ. θεωρήθηκαν τρομοκρατικές πράξεις. Αυτό ήταν ένα λάθος που διορθώσαμε πριν από την προβολή της ταινίας, και σε καμία των περιπτώσεων δεν προσπαθούσαμε ως δημιουργοί της ταινίας να αμαυρώσουμε τη θυσία εκείνων που πέθαναν για την υπόθεση της Κυπριακής Ελευθερίας στη δεκαετία του 1950.
Είναι μία βασανιστική και εντελώς διχαστική ερώτηση για να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Δεν μπορώ ακόμη να διακρίνω μεταξύ των πράξεων βίας που ήταν αναγκαίες για να προκληθεί o διάλογος μεταξύ της βρετανικής κυβέρνησης και των Κυπρίων και των πράξεων βίας που προκάλεσαν περισσότερη αιματοχυσία. Ξέρω ότι σκοπός μου ήταν να υπενθυμίσω στον κόσμο ότι η Κύπρος ξεχάστηκε μετά το καλοκαίρι του 1974 και παραμένει σε αδιέξοδο. Τέλος, ως Καναδός ελληνικής καταγωγής, δεν θα προσπαθούσα ποτέ να βλάψω την κληρονομιά εκείνων των Κυπρίων που πίστεψαν στη γέννηση του έθνους τους. Ποτέ.
Ποια είναι η θέση σoυ για την εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος, και πώς πιστεύετε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να συμβάλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού;
Άλλος ένας γύρος πολεμικών ταινιών ή δοκιμιακών ταινιών που δακτυλοδεικτούν στρατούς, δικτάτορες και πολεμιστές του ψυχρού πολέμου δεν πρόκειται να επιλύσουν κάτι. Ειλικρινά μιλώντας ελπίζω ακόμη και η «Κύπρος τον Χειμώνα» θα ήταν η τελευταία αυτού του είδους, για να εμπνεύσει ένα νέο κύμα ντοκιμαντέρ ή αφηγηματικών ταινιών για να ξεκινήσει η διαδικασία της θεραπείας. Οι λόγοι που έκανα αυτήν την ταινία, όπως την έκανα δηλαδή, ήταν επειδή το όφειλα στον εαυτό μου και στους κατοίκους της Κύπρου οι οποίοι μπορεί να είχαν δει το «Greece Year Zero» και σκέφτηκαν «Αυτός ο τύπος, όπως όλοι οι άλλοι, απλώς μας πέρασε και μας άφησε στο σκοτάδι». Επέστρεψα, όμως, για να ολοκληρώσω αυτό που ξεκίνησα, και τώρα που έγινε, θα ελπίζω ότι ίσως μία κινηματογραφική συνεργασία μεταξύ του βορρά και του νότου της Κύπρου θα ήταν η νέα πραγματικότητα. Ακόμη και η ταινία EAST – WEST, και έπαιξε μετά την δική μου εδώ στο Τορόντο, κινείτε σε αυτό το πλαίσιο.
Πιστεύεις πως μπορεί να υπάρξει λύση σε ένα τόσο σημαντικό εθνικό και διεθνούς πολιτικής θέμα;
Αυτή η ερώτηση είναι πολύ μεγάλη για την πνευματική και κινηματογραφική μου εμβέλεια και αντίληψη. Κι αν παρατήρησες γι' αυτό λείπει από την ταινία μου. Ελπίζω ότι μπορεί να επιτευχθεί μια λύση, αλλά όπως ανέφερα προηγουμένως, η πραγματική απελευθέρωση θα πρέπει να προέλθει από την πιο γυμνή και διαφανή δέσμευση για ειρήνη που έχει δει ποτέ ο κόσμος. Θα χρειαζόταν απόλυτο θάρρος και πεποίθηση ότι η Κύπρος αξίζει να αποκατασταθεί ως μία. Για αυτήν την απελευθέρωση, ελπίζω και προσεύχομαι προσβλέποντας σε μια νεότερη γενιά.