«Οταν άρχισε η έξοδος, η Αίγυπτος για πολλούς Ελληνες είχε ήδη “χαθεί”», γράφει ο ιστορικός Aγγελος Νταλαχάνης | ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Η έξοδος των Ελλήνων από την Αίγυπτο δεν συνδέεται de facto με τις κρατικοποιήσεις του Νάσερ. Στη συναρπαστική μελέτη του, ο ιστορικός Aγγελος Νταλαχάνης εξηγεί πώς οι Αιγυπτιώτες έγιναν σταδιακά ξένοι σε ένα περιβάλλον υπό μετασχηματισμό, φωτίζει τη μακρά διαδικασία της αποχώρησής τους ανατρέποντας το επίσημο αφήγημα, και αποκαλύπτει την ψυχρο- πολεμική μεταναστευτική στρατηγική του ελληνικού κράτους
Διωγμός ή αποχώρηση; Επαναπατρισμός ή μετανάστευση; Διαρροή ή αποσυμφόρηση; Μεγαλεία και πλούτη ή μήπως φτωχολογιά και ανεργία; Κοσμοπολιτισμός ή μήπως εθνοκεντρισμός; Ποια είναι η πραγματική ιστορία των Αιγυπτιωτών;
Το βιβλίο του Αγγελου Νταλαχάνη «Ακυβέρνητη Παροικία. Οι Ελληνες στην Αίγυπτο από την κατάργηση των προνομίων, στην έξοδο 1937-1962» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης) είναι η πρώτη ιστορική μελέτη, στα ελληνικά, που διαλύει τα στερεότυπα για τους λαμπερούς Αιγυπτιώτες, διαψεύδει τα απλοϊκά σχήματα για το πώς «χάσαμε» την Αίγυπτο, και ανατρέπει την κυρίαρχη αντίληψη που παραλληλίζει το τέλος τής εκεί ελληνικής παροικίας με το δράμα του 1922.
Κι όλα αυτά, εισάγοντας μια διαλεκτική προσέγγιση που έμμεσα παραπέμπει και στη σημερινή μεταναστευτική κρίση.
Η ελληνική παροικία υπήρξε έως το 1962 η πολυπληθέστερη ξένη παρουσία στην Αίγυπτο. Το 1937, όταν οι Αιγύπτιοι (χωρίς τους νομάδες) ήσαν 15.734.170, οι Ελληνες υπήκοοι ήσαν 68.559.
Ομως πριν αρχίσει η μαζική έξοδός τους στα τέλη του 1960, η ελληνική παρουσία είχε ήδη μειωθεί κατά το 1/3 περίπου, και περιοριζόταν σε 47.673 Ελληνες υπήκοους στους οποίους θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα μικρότερο αριθμό Αιγυπτιωτών με άλλη υπηκοότητα.
Ο Νταλαχάνης, που αντλεί τα συμπεράσματά του από ανέκδοτες αρχειακές πηγές και όχι από μαρτυρίες, έχει εμπλουτίσει το βιβλίο του με πλήθος στατιστικούς πίνακες. Και ζωντανεύει με γλαφυρό τρόπο το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο που οδήγησε σταδιακά τους περισσότερους Αιγυπτιώτες μακριά από την Αίγυπτο.
Το «τέλος εποχής» αρχίζει γι’ αυτούς το 1937, μας λέει, με την κατάργηση των διομολογήσεων, οι οποίες παρείχαν φορολογικά, νομοθετικά και δικαστικά προνόμια σε ξένους, ευνοώντας έτσι τις επιχειρηματικές δραστηριότητες (και) των Αιγυπτιωτών Ελλήνων.
Ορόσημα όμως είναι και το πραξικόπημα των Ελεύθερων («εκσυγχρονιστών») Αξιωματικών το 1952, και φυσικά η άνοδος στην εξουσία του Νάσερ, ο οποίος από το 1954 βάζει την Αίγυπτο σε δυναμική τροχιά. Μια τροχιά πλήρους ανεξαρτησίας με την οποία η ελληνική παροικία δυσκολεύτηκε να συντονιστεί.
«Οταν άρχισε η έξοδος, η Αίγυπτος για πολλούς Ελληνες είχε ήδη “χαθεί”», γράφει ο Νταλαχάνης. Και μεταξύ άλλων αποκαλύπτει ότι μεταπολεμικά είχε στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός για να προωθήσει τη μετανάστευση των Αιγυπτιωτών, στο πλαίσιο του οποίου δόθηκαν δάνεια σε χιλιάδες απόρους (3.440 από το 1951 έως το 1961), προκειμένου να μεταναστεύουν μακριά τόσο από την Αίγυπτο όσο και από την Ελλάδα.
Φωτίζοντας τη μεγάλη εικόνα, ο Νταλαχάνης σημειώνει λοιπόν ότι: «Η αποχώρηση των Αιγυπτιωτών εντάσσεται στις ευρύτερες μετακινήσεις πληθυσμών οι οποίες συνδέονται με τρεις εξελίξεις: τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το τέλος των αποικιακών αυτοκρατοριών και τον Ψυχρό Πόλεμο».
Σε αυτό το ρευστό τοπίο και ενώ διαμορφώνονταν καινούργιοι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί η παροικία αντέδρασε με αντιφατικούς τρόπους και παγιδεύτηκε στις αλληλοσυγκρουόμενες στρατηγικές της ηγεσίας της και του ελληνικού κράτους.
Ετσι, «βρέθηκε ακυβέρνητη στο χρονικό σημείο μετάβασης της Αιγύπτου από τις αυτοκρατορίες (οθωμανική και βρετανική) στο αιγυπτιακό έθνος-κράτος».
Ο Αγγελος Νταλαχάνης θα παρουσιάσει τη μελέτη του «Ακυβέρνητη Παροικία» στις 11 Ιανουαρίου στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη με ομιλητές τον Χρήστο Χατζηιωσήφ, τον Κωστή Καρπόζηλο και τον Νικόλα Βουλέλη.
Ανεπιθύμητοι πάροικοι και μεταναστευτική στρατηγική
• Τα αποικιακού τύπου προνόμια, που απολάμβανε η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, καταργήθηκαν σταδιακά από το 1937 έως το 1949. Ωστόσο, το κυρίαρχο αφήγημα των Αιγυπτιωτών είναι ότι τους έδιωξαν τα μέτρα του Νάσερ, ο οποίος εξέφρασε τις ελπίδες του αιγυπτιακού λαού για ανεξαρτησία και κοινωνική δικαιοσύνη έπειτα από χρόνια βρετανικής επικυριαρχίας στην Αίγυπτο. Τι συνέβη πραγματικά;
Οχι, δεν τους έδιωξε ο Νάσερ. Ο Νάσερ έδιωξε τους Βρετανούς, τους Γάλλους και εύπορους Εβραίους μετά τη στρατιωτική εισβολή της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Ισραήλ κατά την κρίση του Σουέζ (1956), και μάλιστα δήμευσε τις περιουσίες τους.
Αλλά η περίπτωση των Αιγυπτιωτών είναι πολύ διαφορετική. Η έρευνά μου δείχνει ότι ο Νάσερ αντιμετώπιζε ευνοϊκά την παροικία. Υπάρχουν κι άλλες, σχετικά πρόσφατες, μελέτες όπως του Αλέξανδρου Καζαμία και του Αντονυ Γκόρμαν που καταρρίπτουν την άποψη περί διωγμού των Ελλήνων από τον Νάσερ.
Η αποχώρηση των Ελλήνων από την Αίγυπτο είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα που εξελίχθηκε σε βάθος δεκαετιών. Ούτε ξεκίνησε ούτε ολοκληρώθηκε με την έξοδο των αρχών της δεκαετίας του 1960. Η μαζική αποχώρησή τους, όμως, συνδέθηκε εκ των πραγμάτων με τον Νάσερ, στο πρόσωπο του οποίου δαιμονοποιήθηκε η σοσιαλιστικού τύπου πολιτική εθνικοποιήσεων που εκείνος εφάρμοσε μετά το 1960.
Μια πολιτική πάντως που οικονομικά έθιξε άμεσα ένα πολύ μικρό ποσοστό Ελλήνων. Για να το πω κι αλλιώς, η έξοδος των Ελλήνων από την Αίγυπτο δεν έχει σχέση με τη γνωστή βιβλική ιστορία. Στην περίπτωσή τους δεν υπήρξε διώκτης αλλά ούτε και «Γη της Επαγγελίας», καθώς η Ελλάδα στη διάρκεια όλης της μεταπολεμικής περιόδου δεν επιθυμούσε να τους υποδεχτεί.
• Πώς εξηγείτε το ότι το ελληνικό κράτος προσπάθησε να αποτρέψει την παλιννόστηση των Αιγυπτιωτών το ’50 και το ’60; Είναι οικονομικοί οι λόγοι, όπως αυτοί που προβάλλονται σήμερα για τους μετανάστες;
Οικονομικοί, ναι, αλλά όχι μόνο. Και δεν ισχύει ότι προσπάθησε να αποτρέψει την άφιξη στην Ελλάδα όλων των Αιγυπτιωτών. Μετά τον πόλεμο, και ειδικά μετά τον Εμφύλιο, το επίσημο κράτος επιθυμούσε να έρθουν να επαναπατριστούν όσοι Αιγυπτιώτες είχαν οικονομική άνεση ή μπορούσαν να συμβάλουν με τα κεφάλαιά τους στην ανάπτυξη.
Τους υπόλοιπους, όμως, τους έβλεπε με μισό μάτι. Κι αυτοί ήσαν η συντριπτική πλειονότητα των Αιγυπτιωτών, πολλοί από τους οποίους ήθελαν να έρθουν στην Ελλάδα επειδή στην Αίγυπτο ένιωθαν οικονομική ανασφάλεια. Η εικόνα που μεταφέρει ο Τσίρκας στις Ακυβέρνητες Πολιτείες για την κοινωνική διαστρωμάτωση της παροικίας είναι σαφώς πιο αντιπροσωπευτική από τα ελιτίστικα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει.
Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν λοιπόν να τους κρατήσουν στην Αίγυπτο ή να τους κατευθύνουν ως μετανάστες προς άλλους προορισμούς, ώστε να στέλνουν από εκεί εμβάσματα για την ανοικοδόμηση της «μητέρας πατρίδας».
Επίσης, φοβούνταν τη μαζική άφιξη άνεργων ή χαμηλού εισοδήματος Αιγυπτιωτών, επειδή πίστευαν ότι αυτοί θα ενστερνίζονταν αριστερές ιδέες και θα διατάρασσαν την επιβεβλημένη κοινωνική ειρήνη στην μετεμφυλιακή Ελλάδα.
• Προφανώς δεν ήταν τυχαίοι οι προορισμοί που επιλέγονταν για τους Αιγυπτιώτες…
Πράγματι. Αμέσως μετά τον πόλεμο, το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιθυμεί να εγκατασταθούν οι Αιγυπτιώτες στην ανατολική Μεσόγειο, από τη Συρία και την Παλαιστίνη έως και τη Λιβύη, ώστε να δημιουργήσουν ένα ελληνικό τόξο.
Μετά τη δημιουργία του Ισραήλ το 1948, προωθείται η ιδέα της μετανάστευσης σε αποικίες της Αφρικής για δύο λόγους: επειδή το αποδέχονταν Βρετανοί και Γάλλοι με το σκεπτικό ότι οι Ελληνες θα ήταν σύμμαχοί τους σε περίπτωση εξέγερσης των ντόπιων πληθυσμών και επειδή το ελληνικό κράτος πίστευε ότι δεν υπήρχε για τους Ελληνες κίνδυνος αφομοίωσης (όπως είχε ήδη συμβεί στις ΗΠΑ) σε χώρες που αξιολογούσε ως «κατώτερου πολιτισμού».
Τη μετανάστευση σε αφρικανικές χώρες προώθησε άλλωστε και το Πατριαρχείο της Αλεξάνδρειας επειδή είχε -και έχει- υπό τη δικαιοδοσία του όλη την ήπειρο και αυτός ήταν ένας τρόπος να κρατήσει ακέραιο το ποίμνιό του. Πολλοί πήγαν για παράδειγμα στη Νότια Αφρική, κυρίως τη δεκαετία του 1960.
Οι προορισμοί, όμως, που προτιμήθηκαν τη δεκαετία του 1950 ήταν η Αυστραλία και χώρες της Λατινικής Αμερικής, λόγω και της ευνοϊκής πολιτικής υποδοχής μεταναστών.
• Θα περίμενε κανείς ότι η παροικιακή ηγεσία θα ανέπτυσσε κάποια στρατηγική αποτροπής της μετανάστευσης των Αιγυπτιωτών. Γιατί δεν συνέβη κάτι τέτοιο;
Οταν μιλάμε για παροικιακή ηγεσία εννοούμε την ηγεσία της Ελληνικής Κοινότητας της Αλεξάνδρειας (ΕΚΑ) και του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου της ίδιας πόλης – όπου παρεμπιπτόντως κατοικούσαν περίπου οι μισοί Αιγυπτιώτες. Τα ίδια λίγο-πολύ άτομα της παροικιακής ελίτ διοικούσαν τους δύο οργανισμούς διατηρώντας στενές σχέσεις με την πολιτική ελίτ της Ελλάδας.
Στη συγκεκριμένη φάση, λοιπόν, το Επιμελητήριο συνεργάστηκε με το ελληνικό Γενικό Προξενείο και διεθνείς οργανισμούς για το αντίθετο: γι΄ αυτό που οι ίδιοι ονόμασαν «αποσυμφόρηση» της παροικίας. Για τη διευκόλυνση, δηλαδή, της μετανάστευσης ανέργων και απόρων στην Αυστραλία και σε άλλους προορισμούς.
Η παροικιακή ηγεσία αναζητούσε επενδυτικές ευκαιρίες σε άλλες χώρες και ήθελε να χρησιμοποιήσει τους Αιγυπτιώτες ως κρίκους ευρύτερων επιχειρηματικών δικτύων της ομογένειας. Παράλληλα, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, έκανε την ίδια ανάγνωση της κατάστασης με το ελληνικό κράτος. Πίστευε ότι ένα πλήθος ανέργων και απόρων θα αποτελούσε κίνδυνο για την κοινωνική ειρήνη στην παροικία και θα τροφοδοτούσε την αιγυπτιώτικη Αριστερά.
• Ποιος ήταν ακριβώς ο ρόλος της αιγυπτιώτικης Αριστεράς, την οποία γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τη δράση της στον πόλεμο;
Η αιγυπτιώτικη Αριστερά κρατά παραδοσιακά τον ρόλο της αντιπολίτευσης στην παροικία. Και είναι μια αντιπολίτευση με προτάσεις. Ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο μιλάει για την ανάγκη προσαρμογής της παροικίας στις νέες συνθήκες. Υποστηρίζει τον αιγυπτιακό αγώνα για πλήρη ανεξαρτησία.
Ζητάει από τους Αιγυπτιώτες να αποβάλουν τις όποιες σοβινιστικές τάσεις τους και να δεχτούν ότι η Αίγυπτος ως ανεξάρτητο κράτος έχει το δικαίωμα να νομοθετεί κατά το δοκούν.
Επισημαίνει την ανάγκη να προσαρμόσουν οι Κοινότητες την εκπαίδευση στις πραγματικές ανάγκες της παροικίας και να μάθουν οι Ελληνες καλά αραβικά. Ετσι λοιπόν, αντέδρασε έντονα στην προώθηση της μετανάστευσης, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο διότι η παροικιακή ηγεσία και οι διπλωματικές αρχές πολέμησαν κάθε πρωτοβουλία που προερχόταν από το χώρο της Αριστεράς.
• Η ελληνική παροικία στην Αίγυπτο, λέτε, βρέθηκε χωρίς καθαρό προσανατολισμό και σε σύγχυση μπροστά στις νέες τοπικές και διεθνείς προκλήσεις. Ποιες είναι οι ευθύνες της ελίτ και ποιες της παροικιακής εκπαίδευσης;
Η ελίτ των μεγαλοεπιχειρηματιών και των βιομηχάνων δεν ξεπερνούσε το 5-6% της παροικίας, αλλά μέσα από τις ευεργεσίες και μέσα από τον έλεγχο των Κοινοτήτων, των Επιμελητηρίων και πελατειακών δικτύων, κατάφερνε να ελέγχει σε μεγάλο βαθμό και την αγορά εργασίας για τους Αιγυπτιώτες.
Ωστόσο, παρά τα μεγάλα κέρδη που αποκόμισε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παροικιακή ελίτ δεν φάνηκε πρόθυμη να κάνει σημαντικές δωρεές και επενδύσεις στη μεταπολεμική Αίγυπτο, οπότε έπαψαν να δημιουργούνται και νέες θέσεις εργασίας.
Αυτό, σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία που αφορούσε χαμηλόμισθους και μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, σε συνδυασμό και με την είσοδο στην αγορά καλύτερα μορφωμένων Αιγυπτίων, οι οποίοι αμείβονταν με χαμηλότερους από τους Ελληνες μισθούς, και παράλληλα με την πολιτική που ακολουθούσε το νεότευκτο έθνος-κράτος της Αιγύπτου, μείωσαν τις προοπτικές παραμονής για πολλούς Αιγυπτιώτες.
Και ενώ υπήρχαν επαγγελματικές ευκαιρίες για εξειδικευμένους τεχνικούς και αραβομαθείς, τα κοινοτικά σχολεία εξακολουθούσαν να προετοιμάζουν τους μαθητές κυρίως για καριέρα υπαλλήλου σε ελληνικές επιχειρήσεις και να μην τους μαθαίνουν σωστά αραβικά.
Ποτέ η διδασκαλία της αραβικής δεν έφτασε σε ικανοποιητικό επίπεδο στα κοινοτικά σχολεία, ούτε καν όταν είχε γίνει πια σαφές ότι το αιγυπτιακό έθνος-κράτος διαμορφωνόταν μέσα και από την επέκταση της χρήσης της αραβικής.
Τα κοινοτικά σχολεία (οι Κοινότητες έλεγχαν τα 57 από τα 83 σχολεία το 1955) συνέχισαν να εξυπηρετούν τις ανάγκες της ελίτ, και εστίαζαν υπερβολικά στα εθνοπατριωτικά ιδεώδη προκειμένου να αναχαιτίσουν τον κομμουνιστικό «κίνδυνο». Κάπως έτσι η παροικία βρέθηκε εγκλωβισμένη ανάμεσα στον ελληνικό και τον αιγυπτιακό εθνικισμό.
Είμαι κι εγώ μετανάστης κατά κάποιο τρόπο
«Δεν είμαι Αιγυπτιώτης», δηλώνει ο Αγγελος Νταλαχάνης, στην πρώτη φράση της μελέτης του.
Αυτή ακριβώς η συνθήκη είναι που του επέτρεψε να μελετήσει και να ερμηνεύσει χωρίς συναισθηματισμούς, την αποχώρηση των περισσοτέρων Ελλήνων από την Αίγυπτο. Ωστόσο η επιλογή του δεν έγινε κατά τύχη. «Ανήκω σε μια γενιά εξοικειωμένη με τους μετανάστες και ευαισθητοποιημένη στις συνθήκες που οδηγούν σε μια μετανάστευση», εξήγησε στην «Εφ.Συν.».
«Ενόσω δούλευα τη διατριβή μου, τα μεταναστευτικά κύματα από τη Μέση Ανατολή και άλλες χώρες προς την Ελλάδα με ωθούσαν να ξανασκεφτώ πώς ήταν η ζωή των Ελλήνων στη διασπορά, πώς διαμορφώνεται η ταυτότητα των ομογενών κ.ο.κ. Αλλωστε, είμαι κι εγώ κατά κάποιο τρόπο ένας μετανάστης, αφού εδώ και πολλά χρόνια ζω στο εξωτερικό και με μια βαλίτσα στο χέρι, μεταξύ διαφόρων χωρών».
Ο Νταλαχάνης αποφοίτησε από το τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (EHESS), πήρε το διδακτορικό του το 2011 από το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας και εργάστηκε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στα Πανεπιστήμια Αιξ-Μασσαλίας και Πρίνστον των ΗΠΑ. Τώρα ζει στο Παρίσι και εργάζεται ως ερευνητής για την ιστορία της Ιερουσαλήμ, στο Πανεπιστήμιο του Ανατολικού Παρισιού, όμως… αισθάνεται «πιο άνετα στο Κάιρο» όπου πρωτοπήγε το 2008!
Από τότε έχει συζητήσει με πολλούς Αιγυπτιώτες, ωστόσο επέλεξε να αποκλείσει από τη μελέτη του τις προφορικές μαρτυρίες, καθώς «η ανάλυσή τους θα απαιτούσε διαφορετική μεθοδολογία αφού αυτές είναι φορείς της συλλογικής μνήμης, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από εθνικά αφηγήματα και κοινωνικά στερεότυπα για τον εκτός συνόρων ελληνισμό».
Επικεντρώθηκε λοιπόν στις γραπτές αρχειακές πηγές, παροικιακές, διπλωματικές ή διεθνών οργανισμών, και έθεσε στο υλικό του ερωτήματα που γεννιούνται από σημερινές αγωνίες.
«Αυτή η μελέτη αναδεικνύει την πολυπλοκότητα του φαινομένου της αποχώρησης» σχολιάζει στην «Εφ.Συν.», «αλλά και τις διαχρονικές σταθερές του, μια από τις οποίες είναι ότι το ελληνικό κράτος κατά κανόνα δεν επιθυμεί να υποδεχτεί μετανάστες. Κι αυτό δεν έχει σχέση με την εθνικότητα των μεταναστών ή τις ανάγκες τους, αλλά με τις πολιτικές-κοινωνικές-οικονομικές προτεραιότητες και ισορροπίες εντός των τειχών.
»Φανερώνει επίσης ότι η ισοπεδωτική αντίληψη πως η ελληνική παρουσία (εντός ή εκτός συνόρων) είναι συμπαγής λειτουργεί ως παραπέτασμα. Ενα παραπέτασμα που καλύπτει τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες, οι οποίες δεν εμφανίζονται μόνο σε περιόδους “ακυβερνησίας”, αλλά είναι διαρκείς».