Είναι Οκτώβρης ο μήνας. Από πλευράς εθνικών εορτασμών είναι ο μήνας του μεγάλου ΟΧΙ του Ελληνισμού, απέναντι στις δυνάμεις του ολοκηρωτισμού. Του ΟΧΙ των Ελλήνων ,που με ελάχιστα υλικά μέσα αλλά με απέραντη αγάπη για την Ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, μαχόμενοι στις απάτητες βουνοκορφές της Ηπείρου, καθήλωσαν την ανθρωπότητα στη θέση του θεατή, να θαυμάζει και να χειροκροτεί.
Είναι,όμως, η φετεινή χρονιά σημαδιακή και μάς θυμίζει με τα διακόσια χρόνια που συμπληρώνονται, τον άλλο μεγάλο αγώνα για αποτίναξη τού τουρκικού ζυγού που βάραινε στις πλάτες των Ελλήνων τετρακόσια τόσα χρόνια. Τότε που οι Έλληνες, ολίγοι και χωρίς τα αναγκαία του πολέμου, τα έβαλαν με μια Αυτοκρατορία για την αγάπη της Ελευθερίας.
Είναι σκληρό και εξακολουθητικό το αγώνισμα της Ρωμιοσύνης. Μια ζωή δοσμένη σε πάλη ανειρήνευτη για επιβίωση, τιμή και ελευθερία.
Ας σταθούμε, λοιπόν, σήμερα στο εικοσιένα κι ερχόμαστε στο ΟΧΙ του 40, σε προσεχές σημείωμα.
Το Εικοσιένα στάθηκε το αποφαστικότερο άλμα του Νεοελληνισμού μέσα στην Ιστορία. Η επανάσταση εκείνη τόξεψε την ανασύσταση του Ελληνικού που έστω και κολοβωμένη,μαζί της έφερε και στηλώθηκε κατακόρυφη μέσα στον κόσμο, την πρόκληση για εθνική αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία.
Είναι, λοιπόν, πάντα οφειλή ανοικτή το Εικοσιένα για μάς, που στα 200 χρόνια που πέρασαν δεν μπορέσαμε ή μάλλον δεν μάς άφησαν να ολοκληρώσουμε τις νόμιμες εθνικές μας επιδιώξεις ( γι’αυτό και η τόση διασπορά αλλά και το τραγικό ξερίζωμα από τόσες αλησμόνητες πατρίδες ) αλλά και πιο πόσφατα στη συμφορά της Κύπρου, που αποτολμήθηκε από τον Αττίλα σε συνδυασμό με την έξαρση των επεκτατικών του σχεδίων σε βάρος του ευρύτερου Ελληνικού χώρου.
To γεγονός είναι πολύ σοβαρό, έστω κι αν μερικοί το νομίζουν χωρίς ουσιαστική σημασία. Πρόκειται για πολύ επικίνδυνη παλινδρόμηση, που αποπειράται να παραχαράξει την κληρονομιά τού Εικοσιένα και να θρυμματίσει την ίδια την υπόστασή μας.
Εκεί που θάπρεπε να είχαμε ξεπεράσει το Εικοσιένα σαν συνεχιζόμενη πράξη και να το έχομε κατοχυρώσει, με ακεραιωμένη κι εξασφαλισμένη την εθνική μας ανεξαρτησία, σαν δεδομένη αφετηρία μιας απερίσπαστης αναγεννητικής προσπάθειας, εξακολουθεί να μάς πληγώνει η έγνοια κι’ο πόνος. Γιατί ο επίβουλος άρπαγας που εξαπέστειλε το Εικοσιένα φιλοδοξεί, μέσα στα επεκτατικά του όνειρα να ξεδιπλώσει την αρπάγη του πάνω από το Αιγαίο, ολόκληρη την Κύπρο και τη Θράκη.
Το Εικοσένα, λοιπόν, που μάς ξανασυνέδεσε οργανικά με τη συνέχεια της μακραίωνης ιστορίας μας, αξιοί να ολοκληρώσουμε με ‘‘αρετήν και τόλμην‘‘ τη μεγάλη κληρονομιά του και να βαδίσουμε προς μια νέα παλιγγενεσία, που θα επιτρέψει στο έθνος να συνεχίσει, μ’ανοικτά πάντα κι’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του, την ιστορική αποστολή του. Το Έθνος οφείλει να ατσαλώσει την αυτοπεποίθησή του, να ξεπεράσει τις αδυναμίες του και να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που το κυκλώνουν. Με την προϋπόθεση ότι πρέπει να μάθει να οργανώνει, να προγραμματίζει και να μεθοδεύει, χωρίς να αφήνει να ξεπέφτει το ενδιαφέρον του, δίχως να διασπά την ενότητά του και να διασπαθίζει τις δυνάμεις του.
Το Εικασιένα απέδειξε πως το φιλότιμο, η έξαρση, η θέληση και η αυταπάρνηση είναι αρετές ελληνικές , είναι τα φτερά που σμίγουν - πόσες φορές αλήθεια - με το θαύμα. Ετούτα τα φτερά ας ξεδιπλωθούν ξανά οπου ελληνικό. Για να μπορέσει το έθνος να πετύχει το καινούργιο ανέβασμά του.
Το Εικοσιένα είναι η μεγάλη μας πρόκληση. Είναι το μήνυμα σωτηρίας, που κατρακυλάει από την Αγία Λαύρα στις ψυχές μας, η φωτιά που προσμένει να πυρώσει τ α μεγάλα έργα. Είναι η έξοδος προς τα πεπρωμένα μας. Είναι δίδαγμα και οφειλή που δεν έχουμε το δικαίωμα να προδώσουμε.