Του Αρχιμανδρίτη Απόστολου Καβαλιώτη
Συνηθίζεται από τις επιστήμες μελέτης του παρελθόντος να χρησιμοποιούνται χρονολογικές ετικέτες για την απόδοση πολιτισμικών χαρακτηριστικών σε ιστορικές φάσεις. Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι μια εποχή διαφέρει από εκείνη που θα ακολουθήσει ριζικά, γεγονός που για τα μεταβατικά τουλάχιστον στάδια ανάμεσά τους ελάχιστα αληθεύει. Στην πραγματικότητα για μεγάλα διαστήματα η ζωή διατηρεί τα ίχνη της εποχής που φεύγει και δειλά ή επιθετικά τα ανακατεύει με τα ίχνη της εποχής που έρχεται. Δύο ιστορικοί ίσως έχουν διαφορετική αντίληψη για το χρονολογικό ορόσημο της μετάβασης από τη ρωμαϊκή εποχή στο βυζάντιο ή από τον μεσαίωνα στην αναγέννηση, όπως και για τις εκφάνσεις τις ζωής στις οποίες η διαδοχή αυτή γίνεται αμεσότερα αντιληπτή.
Με άλλα λόγια, στις περιπτώσεις αυτές το μετά δεν είναι μετά, ή δεν είναι ακόμα μετά, και πρέπει να το θυμάται η κοινωνία πιο πολύ από ποτέ σήμερα, ερχόμενη αντιμέτωπη με τη μάστιγα της πανδημίας και βιώνοντας, στην Ελλάδα τουλάχιστον, το χρονικό ορόσημο της 3 ης προς την 4 η Μαΐου. Δεν απήλθε ως δια μαγείας ο υγειονομικός μεσαίωνας ούτε ήρθε η αναγέννηση της ζωής και των εκδηλώσεών της, επειδή κρίθηκε η ώρα αυτή ως η κατάλληλη για να «ξορκιστεί το κακό».
Ένα κακό που αφήνει κληρονομιά κακόηχες παλινδρομήσεις και ηχηρά διλήμματα. Είναι καλές ή κακές οι μάσκες τελικά; Πρέπει να τις φοράμε ή όχι; Μετά από αντιφατικές τοποθετήσεις των υπευθύνων η Πολιτεία τις κατέστησε υποχρεωτικές υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προέβλεψε πρόστιμα για τις παραβιάσεις. Καμία αντίρρηση. Όμως ο κόσμος μπερδεύεται και μένει με την απορία, ειδικά όταν οι απαντήσεις δεν είναι άσπρες ή μαύρες αλλά ενσωματώνουν αποχρώσεις του γκρι: καλή χρήση, κακή χρήση και τα συναφή… Το θετικό είναι το εξής: η παρουσία γύρω μας καλυμμένων προσώπων που πρωταγωνιστούν σε μια δυστοπική ταινία ενός ζοφερού φουτουριστικού ορίζοντα μας υπενθυμίζει ότι το μετά δεν ήρθε ακόμα.
Η Ελλάδα συντάσσεται σε γενικές γραμμές χρονικά με την Ευρώπη για τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα, αν και οι εθνικές πρακτικές αποτελούν πάντοτε ζητήματα που επαναπροσδιορίζουν την έννοια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ενοποίησης, εναρμόνισης, που έχει πολλάκις πληγεί στα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης και βεβαίως ανασύρουν για μια φορά ακόμα ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί εθνικής κυριαρχίας. Αλλά πέρα από κάθε αμφιβολία, η ανθρωπότητα χρειάζεται κοινές δράσεις για να αντιμετωπίσει ένα κοινό πρόβλημα και αυτό κατανοείται απολύτως. Ας αφεθούν οι συζητήσεις περί εθνικής κυριαρχίες για το ασφαλές μέλλον, όταν πάψει να είναι όπως τώρα αβέβαιο.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός και η Ελληνική κυβέρνηση έπραξαν άριστα και έθεσαν τις βάσεις της σωστής αντιμετώπισης σε παγκόσμιο επίπεδο καθιστώντας το μετά ιστορικά εφικτό.
Η Εκκλησία έδειξε αμέριστη λογική και σύνεση και συντάχθηκε με την Πολιτεία σεβόμενη και εφαρμόζοντας τα αποφασισμένα μέτρα, γεγονός για το οποίο ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος είναι άξιοι συγχαρητηρίων. Όχι μόνο επειδή συνέδραμαν, και θα συνεχίσουν να το κάνουν, στη διάσωση ανθρώπινων ζωών αλλά επειδή η συμπεριφορά αυτή συνάδει απολύτως με την επίγνωση του σωτηριολογικού έργου της Εκκλησίας, που ακολουθεί κατοχυρωμένο τριαδολογικά και χριστολογικά δρόμο: αυτόν της άρθρωσης κοινωνικού λόγου με σκοπό τη μέριμνα για τον άνθρωπο, χωρίς να γίνεται ο λόγος αυτός πολιτικός και ο εκκλησιαστικός θεσμός πολιτειακός.
Οι σκοποί της θρησκείας και της Εκκλησίας είναι ανώτεροι από αυτούς της πολιτικής, υπό την προοπτική του άκρως εσχατολογικού τους χαρακτήρα. Η ενανθρώπηση ωστόσο του Χριστού συμφιλίωσε την Εσχατολογία με την Ιστορία και σήμανε τη μέριμνα και για την επί γης ευημερία του ανθρώπου με την καταπολέμηση τη φτώχειας, των διακρίσεων, του ρατσισμού, της βίας. Συγκαταλέγεται και η καλή υγεία, για τη διασφάλιση της οποίας ελήφθησαν σκληρές και πρωτόγνωρες αλλά σωτήριες αποφάσεις. Οι Ιερές Ακολουθίες που χάσαμε μας περιμένουν για να βιώσουμε ξανά την κατάνυξη της θείας Ευχαριστίας.
Ίσως ένας πρόσκαιρος φόβος για την επικράτηση μιας προτεσταντικού τύπου αδιαμεσολάβητης επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό κλόνισε δικαιολογημένα την υπομονή μερικών ιερέων. Είναι όμως ανάγκη να δείχνουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο ποίμνιο και στην ανάγκη του για εκκλησιαστική κοινωνία με τους άλλους πιστούς όταν το επιτρέψουν ξανά οι συνθήκες.
Η Εκκλησία έχει όλον τον καιρό να σκεφτεί πώς θα συνδράμει ακόμα περισσότερο.Μπορεί να σκεφτεί τι προγράμματα θα εφαρμόσει, να παρακολουθήσει για μια άρρητη «συμβουλή» τις ευρωπαϊκές πρακτικές των θρησκευτικών θεσμών, να ενημερώσει το ποίμνιό της και να προτρέψει. Έχοντας συνειδητοποιήσει ασφαλώς ότι το μετά δεν είναι ακόμα μετά, ίσως μάλιστα αργήσει πολύ να έρθει η αληθινή ώρα που αυτό θα συμβεί με βεβαιότητα και κυρίως οριστικά.