Οι εκλογές της 21ης Μαΐου αποκάλυψαν μια βαθιά διχασμένη και με διευρυμένες ανισότητες ελληνική κοινωνία.
Η απάντηση στο ερώτημα ποιοί ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία ενώ τα πράγματα πάνε τόσο άσχημα όσο διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σχετικά απλή.
Ψήφισαν κυρίως αυτοί για τους οποίους τα πράγματα δεν πάνε και τόσο άσχημα, πιστεύουν ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με αυτά της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση, και θαυμάζουν την επικοινωνιακά εντυπωσιακή και άρα πετυχημένη προβολή του Κ. Μητσοτάκη. Κυρίως ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία όσοι άκουσαν ότι η Νέα Δημοκρατία και προσωπικά ο Κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκαν κυβερνητική σταθερότητα ιδίως στις υπάρχουσες συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας με πρωτοφανή ακρίβεια, εν δυνάμει έντασης με την Τουρκία και τον υψηλότατο αριθμό θανάτων από την Κοβιντ εποχή και το τραύμα που αυτός άφησε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε πολλές κοινωνικές ομάδες, τους νέους, εργατικές γειτονιές, την Κρήτη και άλλες παραδοσιακά αντι-δεξιές εκλογικές περιφέρειες. Αυτό σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ενδεχομένως ο πρόεδρός του έχασαν κάτι από την ικανότητά τους να εμπνέουν, κάτι που ξεκίνησε το 2019, τη μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την κυβέρνηση της Αριστεράς να συνεχίσει το έργο της ακηδεμόνευτη και εκτός μνημονιακής επιτήρησης και δεσμεύσεων (από το 2018) χωρίς βέβαια να έχουν τελειώσει οι συνέπειες της μνημονιακής περιόδου. Η απλή αναλογική απέτυχε καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίστηκε στη στρατηγική για προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας, τη στιγμή που καμία από τις δυνάμεις στις οποίες απευθύνθηκε δεν ενδιαφερόταν για την προοπτική αυτή. Σε αυτές τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ θα δώσει τη μάχη επιχειρώντας να πείσει ότι παραμένει κόμμα εξουσίας και ότι δεν επιστρέφει στην κατηγορία κόμματα διαμαρτυρίας.
Σε ένα διαφορετικό τοπίο με αυτό του Μαΐου επομένως, με την Νέα Δημοκρατία να επιδιώκει μόνο την αυτοδυναμία και τον ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί ένα μεγαλύτερο ποσοστό, η συζήτηση περί προγραμμάτων εκτροχιάστηκε από την επικίνδυνη και οπισθοδρομική συζήτηση που εμπλέκει τη Μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης στις εκλογές – κάτι πρωτοφανές – και τον χαμό εκατοντάδων ανθρώπων στη θάλασσα ανοικτά της Πύλου. Η μιντιακή υπεροπλία διασφαλίζει την προβολή ενός μηνύματος που δεν τονίζει τη διεύρυνση των ανισοτήτων και το οξύ ζήτημα της μετανάστευσης που απαιτεί νηφάλιες συζητήσεις, αλλά κλείνει το μάτι σε μια κοινωνία που προσπερνά την υπεράνω όλων αξία της ανθρώπινης ζωής και δε θέτει ερωτήματα για την ικανότητα για παράδειγμα των αρχών του Λιμενικού Σώματος να κινητοποιήσουν ένα σύγχρονο διασωστικό σκάφος στο Γύθειο, πολύ κοντά δηλαδή στο σημείο που έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες άνθρωποι. Σήμερα λοιπόν, μπροστά σε μια από τις πιο παράδοξες εκλογικές αναμετρήσεις όπου το αποτέλεσμα και ίσως και η διαφορά Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ (εκτός συγκλονιστικού προοδευτικού απροόπτου) είναι προδιαγεγραμμένη, είναι ακόμα πιο αναγκαία μια ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ.
Στις πιο λαμπρές στιγμές της αρχαίας και νεότερης ελληνικής σκέψης και δημιουργίας η δράση ενάντια στην τυραννία, ενάντια σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς θεωρήθηκε καθήκον και υποχρέωση. Η τετραετία 2019-23 και οι εκλογές της 21ης Μαΐου ανέδειξαν τον κίνδυνο να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς - όχι τυραννικό βέβαια – καθώς θα είναι δημοκρατικά εκλεγμένο και απολαμβάνει τη συναίνεση 2.400.000 πολιτών (οι ψήφοι της Νέας Δημοκρατίας). Εκλεγμένες κυβερνήσεις ωστόσο δεν ταυτίζονται με φιλελεύθερες δημοκρατίες, όπως εξάλλου συμβαίνει ήδη και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελλάδα λοιπόν για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες διατρέχει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε ανελεύθερη δημοκρατία με κυβέρνηση που επιβεβαιωμένα παρακολουθούσε με κακόβουλο λογισμικό και εμπλοκή της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών στελέχη του κράτους, των κομμάτων, και δημοσιογράφους, ενώ απολαμβάνει μιας ιδιότυπης προστασίας από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης και τους επιχειρηματίες – ιδιοκτήτες τους.
Τι σημαίνουν οι εκλογές αυτές για τους Έλληνες του εξωτερικού που θα ψηφίσουν για δεύτερη φορά;
Η εγγραφή μερικών χιλιάδων για τις πρώτες εκλογές και λίγο περισσότερων στις δεύτερες (λιγότεροι από 100 συμπολίτες μας ψήφισαν στο Τορόντο) επιβεβαιώνει τις ανησυχίες πολλών για το χαμηλό ενδιαφέρον και τις αντικειμενικές δυσκολίες που θέτουν τα κριτήρια έγκρισης εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού. Μια συζήτηση για πιθανή αλλαγή του νόμου είναι απαραίτητη, αλλά οποιαδήποτε αλλαγή μάλλον θα σκοντάψει στην ευρεία συναίνεση που απαιτείται και θα εξαρτηθεί από την παρουσία και τις απόψεις των κομμάτων που θα μπουν στη Βουλή την Κυριακή 25 Ιουνίου. Η νέα αυτή σχέση του Ελληνικού κράτους με τους πολίτες του στο εξωτερικού – όσους τέλος πάντων ενδιαφέρθηκαν και είχαν το δικαίωμα να κάνουν αίτηση – θα έχει συνέχεια, και ικανοποιεί και ένα αίτημα που ξεκίνησε για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση και ως ανταπόδοση του αγώνα πολλών Ελλήνων του εξωτερικού κατά της δικτατορίας.
Πενήντα χρόνια μετά το τέλος της σκοτεινής εκείνης περιόδου και σίγουρα σε μια πολύ πιο δημοκρατική και πολύ πιο «ευρωπαϊκή» Ελλάδα το υπαρξιακό αίτημα για μια πραγματικά φιλελεύθερη και προοδευτική Πολιτεία και όχι απλά για μια εκλεγμένη κυβέρνηση παραμένει επίκαιρο.
Για την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ θα είναι και το πρώτο θέμα της επόμενης τετραετίας στην πορεία για τη συγκρότηση μιας πειστικής αντιπολίτευσης που θα είναι μια ισχυρή αντιπολίτευση όχι μόνο σε έδρες αλλά κυρίως σε αξίες.