γράφει ο Θέμης Βαμβακίδης
Είναι γεγονός ότι ένας ολόκληρος αιώνας πέρασε από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 19ης Μαΐου 1919 που ο Κεμάλ πασάς πάτησε το πόδι του στη Σαμψούντα, και έβαλε σε ενέργεια το σατανικό του σχέδιο εξόντωσης του Ποντιακού πληθυσμού. Παρά το γεγονός ότι ολόκληρος αιώνας πέρασε κάθε φορά που πλησιάζει η 19η Μαΐου ο νους κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα Ποντιακής καταγωγής, πάει σε όλα εκείνα τα τραγικά θύματα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Είμαι βέβαιος ότι πάρα πολλοί Έλληνες Ποντιακής καταγωγής έχουν να διηγηθούν τραγικά περιστατικά που βίωσαν δικοί τους την εποχή εκείνη, γιατί τα τραγικά περιστατικά τότε ήταν αναρίθμητα.
Ένα από αυτά θέλω να μοιραστώ μαζί σας γιατί θεωρώ ότι αυτά πρέπει να ακούγονται τουλάχιστον μέχρι να αναγνωριστεί η Γενοκτονία διεθνώς. Στο περιστατικό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας θα έδινα τον τίτλο «ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΜΑΝΑΣ». Μη φανταστείτε όμως ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Το πρόσωπο για το οποίο θα γίνει λόγος ήταν το ίδιο πρόσωπο που βίωσε το δράμα της πρώτα σαν κόρη και μετά σαν μάνα. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι, να αναφερθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η γυναίκα αυτή έζησε το δράμα της.
Είναι αρχές Αυγούστου 1921, σε ένα χωριό της Κερασούντας του Πόντου και η οικογένεια του Παντελή Παπαδόπουλου, πήρε εντολή από τις Τουρκικές αρχές όπως και άλλες οικογένειες του χωριού, να πάρουν μαζί τους ότι θα μπορούσαν να κουβαλήσουν και να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Η Φωτεινή Παπαδοπούλου πήρε τη μάνα της και τα τέσσερα παιδιά της και σχεδόν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, πήγαν στην πλατεία, όπου συγκεντρώθηκαν και οι υπόλοιποι χωρικοί.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η Φωτεινή ενήργησε ως αρχηγός της οικογένειας, γιατί ο Παντελής είχε ήδη επιστρατευθεί σε κείνα τα περίφημα τάγματα θανάτου, «amaletaburu» και έχτιζε δρόμους για την Τουρκία.Γυμνός, νηστικός, ξυπόλυτος και αν δεν είχε καταφέρει να το σκάσει θα πέθαινε κι αυτός όπως και οι 200 χιλιάδες και πλέον άντρες του Πόντου, που άφησαν την τελευταία τους πνοή σκάβοντας τους δρόμους, αφού αυτόν τον απάνθρωπο τρόπο επέλεξε ο Κεμάλ για να εξοντώσει τον αντρικό πληθυσμό του Πόντου.
Πρέπει όμως να πάμε πίσω στην πλατεία όπου έφτασαν η Φωτεινή με τα παιδιά και τη μάνα της. Μόλις η Φωτεινή αντίκρισε τους «τσανταρμάδες» καβάλα στα άλογα και το μαστίγιο στο χέρι, κατάλαβε περίπου τι θα ακολουθούσε, όχι όμως και τι ακριβώς της επιφύλασσε η μοίρα. Αφού συγκεντρώθηκαν όλοι στην πλατεία, ένας από τους καβαλάρηδες έκανε νόημα να ξεκινήσουν. Αφού προχώρησε αυτός μπροστά πήραν εντολή τα γυναικόπαιδα και οι λιγοστοί άντρες, να ακολουθήσουν, χωρίς να τους εξηγήσει κάποιος για πού και γιατί.
Ξεκινάει η πορεία, ένας καβαλάρης μπροστά, δύο από τα πλάγια και ένας από πίσω και από χωριό σε χωριό μαζεύοντας και πολλούς ακόμα, όλοι μαζί βάδιζαν για το πουθενά!
Από δω και μπρος ξεκινάει το πραγματικό δράμα της Φωτεινής. Από τη δεύτερη κιόλας ημέρα της πορείας, η μάνα της λέει «άλλο να πορπατώ κι επορώ» που σήμαινε δεν μπορώ να περπατήσω πλέον. Αν νομίζει κανείς ότι οι «τζανταρμάδες» βοήθησαν την 72χρονη γυναίκα, κάνει μεγάλο λάθος, απεναντίας τη μαστίγωσαν λες και ήταν ζώο που δεν ήθελε να περπατήσει, όχι που δεν μπορούσε και την απόκαμαν τελείως. Αφού η δύστυχη Φωτεινή δεν μπορούσε να κουβαλήσει τη μάνα της στην πλάτη γιατί κουβαλούσε την πεντάμηνη κορούλα της, δεμένη με ένα σεντόνι στην πλάτη. Δεν της δόθηκε καμία άλλη επιλογή, από το να ακουμπήσει τη μάνα της σε ένα θάμνο, να τη σκεπάσει με μια κουβέρτα, να τη νεκροφιλήσει ενώ ακόμα ήταν ζωντανή, να την αφήσει εκεί και να βιαστεί να ξαναμπεί στην πορεία για να μη νιώσει το βούρδουλα του«τσανταρμά» στο κορμί της.
Εύλογο να αναρωτηθεί κανείς τι να έγινε αυτή η γυναίκα μετά από αυτό. Η απάντηση είναι μόνο μία.Βορά στα άγρια θηρία του αγρού όσοι και τόσες χιλιάδες Ελλήνων του Πόντου εκείνη την εποχή.
Δεν είναι τραγικό; Μέσα στην ίδια του τη χώρα, όπου οι πρόγονοι τους ισοπέδωσαν βουνά και ξερίζωσαν άγρια δάση για να χτίσουν τις πρώτες εστίες τους, να δημιουργήσουν και να διδάξουν πολιτισμό στους γύρω βάρβαρους λαούς και μετά από 27 αιώνες μέσα στην ίδια τους τη χώρα, να γίνονται βορά στα άγρια θηρία του αγρού κατά αυτόν τον τρόπο.
Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι η μάνα της Φωτεινής έγινε βορά στα άγρια θηρία του αγρού κι όμως για τη Φωτεινή θα ακολουθούσε κάτι χειρότερο και πιο τραγικό.
Όπως ανέφερα παραπάνω η Φωτεινή κουβαλούσε στην πλάτη την πεντάμηνη κορούλα της η οποία ζούσε με ότι έτρωγε από το στήθος της μάνας, αλλά τι θα μπορούσε να έχει το στήθος μιας μάνας, η οποία ήταν αναγκασμένη να βαδίζει 15 -17 ώρες την ημέρα, χωρίς κάποιο ικανοποιητικό γεύμα και με ένα πεντάμηνο κοριτσάκι στην πλάτη;
Καλά υποθέσατε, τίποτε και με τίποτα δεν ζει ένα μωρό. Όπως καταλαβαίνετε το μωρό άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στην πλάτη της άμοιρης μάνας.
Όταν η Φωτεινή συνειδητοποίησε ότι το σπλάχνο της ήταν νεκρό, ως ήταν φυσικό ξέσπασε σε αναφιλητά. Αυτό φάνηκε πως ενόχλησε τους «τσανταρμάδες» οι οποίοι πήγαν, πήραν το σεντόνι μέσα στο οποίο ήταν το άψυχο κορμάκι του μωρού και πιάνοντας το σεντόνι ο ένας από τη μια άκρη και ο άλλος από την άλλη και χλευαστικά με το 1, 2, 3 πέταξαν το νεκρό μωρό όσο πιο μακριά μπορούσαν.
Η μάνα αψηφώντας τις συνέπειες όρμησε να πάει να ξαναγκαλιάσει έστω και άψυχο το κορμάκι του σπλάχνου της και αντιμετώπισε τη βαρβαρότητα των τούρκων σε όλο της το μεγαλείο.
Την εμπόδισαν, την έσπρωξαν, τη μαστίγωσαν, την ανάγκασαν να ξαναμπεί στην πορεία και δεν την άφησαν ούτε να το θάψει ούτε να το κλάψει.
Μα τι είπα;
Να το θάψει δεν την άφησαν, να το κλάψει όμως δεν μπόρεσαν να της το απαγορεύσουν αφού κάθε μέρα της υπόλοιπης ζωής της η Φωτεινή έκλαιγε για τον άδικο και με τόσο τραγικό τρόπο χαμό, της Μαγδαληνής.
Να που μάθατε και το όνομα του μωρού, που θα ήταν θεία μου αν ζούσε.
Θέλω να σας βεβαιώσω ότι όσο τραγικό κι αν φαίνεται το περιστατικό της Φωτεινής, που όπως θα καταλάβατε ήταν η γιαγιά μου, δεν ήταν ούτε το μοναδικό αλλά ούτε και το ποιο τραγικό. Πάρα πολλές οι χιλιάδες των τραγικών περιστατικών την εποχή εκείνη στον Πόντο.
Είναι απορίας άξιο, ότι για τους Τούρκους δυστυχώς και για μερικούς Έλληνες όλες αυτές οι θηριωδίες των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου δεν ήταν Γενοκτονία. Αναρωτιέμαι τι άλλο πιο χειρότερο από αυτά θα μπορούσαν να κάνουν για να θεωρηθεί Γενοκτονία;
Εδώ πρέπει να πω ότι αυτή την τραγωδία την έζησε η μάνα μου, η οποία ήταν κόρη της Φωτεινής και σαν 9χρονη παιδούλα έζησε βήμα βήμα όλο το δράμα της μάνας της και ήταν η ζωντανή αφηγήτρια αυτού του μαρτυρίου.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις της μάνας μου, ήταν στην 6η αποστολή μία από τις 9 αποστολές της εξορίας.
Όπως έλεγε «όταν φτάσαμε στο Καβάκ ήμασταν γύρω στις 1600 ψυχές, από κει στη Χάβζα, Αμάσεια, Τοκάτη, Μαλάτια, Χαρπούτ, Διαρβεκίρ,και καταλήξαμε στο Μπιτλίζ. Αυτό όμως που θεωρώ πολύ σημαντικό να πω είναι ότι έλεγε και το έλεγε με μεγάλο παράπονο, όταν φτάσαμε πλέον στο Μπιτλίζ ήμασταν μόνο λίγα μωρά και μερικές γυναίκες. Όλοι οι υπόλοιποι έμειναν στους δρόμους όπως η γιαγιά μου και η αδερφή μου. Άλλοι από κακουχίες κι άλλοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ μπροστά στα μάτια μας.
Και να κλείσω με έναν ακόμη δικό μου στίχο, Αυτή ήταν Γενοκτονία των Ποντίων η σφαγή, όσοι αιώνες κι αν περάσουν ανοιχτή θα είναι η πληγή.
Θέλω να ευχαριστήσω τον «Ελληνικό τύπο» για τη φιλοξενία και όλους εσάς που έστω κι έτσι μοιραστήκατε μαζί μου αυτό το δράμα της οικογένειας μου, που αποτέλεσε δράμα της ευρύτερης Ποντιακής οικογένειας.