Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄. Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαϊου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο). Η άλωση αυτή της Κωνσταντινούπολης, σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ιστορικά, βρισκόμαστε στα μέσα του 15ου αιώνα, γύρω στο 1450. Την εποχή εκείνη η Πόλη είχε αποδεκατιστεί τόσο από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες των Τούρκων όσο και από την πανώλη που μάστιζε.
Παράλληλα, οι σταυροφορίες, η επικράτηση του φεουδαρχισμού και η εμφάνιση πολλών και επικίνδυνων εχθρών στα σύνορά της είχαν καταστήσει την πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία ένα «φάντασμα» του ένδοξου παρελθόντος της.
Υπήρχαν θρησκευτικές έριδες και εμφύλιες διαμάχες, των Δυτικών αφού οι προστριβές Γενοβέζων και Βενετσιάνων γίνονταν εντός του λιμανιού της Πόλης. Συγχρόνως, υπήρχε μια τάση ανεξαρτητοποίησης των λίγων χωρών που παρέμεναν ελεύθερες όπως ο Μυστράς που έπεσε το 1460, επίσης στις 29 Μαΐου!
Ένας ακόμη παράγοντας παρακμής σύμφωνα με την Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ ήταν και η γενική δεισιδαιμονία που τρεφόταν από τις προφητείες που προφήτευαν το τέλος της Πόλης και μαζί το τέλος του κόσμου και της Ιστορίας. Αυτό ήταν, λοιπόν, το κλίμα στην Κωνσταντινούπολη της εποχής και οι Βυζαντινοί ζούσαν σε μια πόλη ερημωμένη που κυριαρχούσε φόβος και ένα κλίμα βαρύ.
Η εξέλιξη των γεγονότων οδήγησε ώστε οι Τούρκοι να μείνουν απερίσπαστοι από απειλές και να αφοσιωθούν στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Προηγήθηκε η οικοδόμηση ενός επιβλητικού φρουρίου στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου. Στόχος ήταν το Ρούμελη-Χισάρ, όπως ονομάστηκε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου ώστε οι κάτοικοι να πεινάσουν καθώς της στέρησε τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από εκεί.
Το 1402 ο σουλτάνος των Τούρκων Βαγιαζήτ είχε υποστεί πανωλεθρία στη μάχη της Άγκυρας από το στρατό των Μογγόλων του Ταμερλάνου. Η ήττα αυτή προκάλεσε μεγάλη εσωτερική κρίση στο κράτος των Οθωμανών και το Βυζάντιο σταμάτησε να πληρώνει φόρο υποτέλειας και εξασφάλισε, παρά την αδυναμία του, παράταση ζωής μισού αιώνα.
«Η Πόλη θα μπορούσε να είχε πέσει στα χέρια των Τούρκων πολύ νωρίτερα» σημειώνει η Ελληνίδα βυζαντινολόγος Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ
Ο λόγος που δεν πραγματοποιήθηκε αυτό ήταν γιατί ο Βαγιαζίτ έπεσε στα χέρια των Μογγόλων και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπορούσε να σταθεί μόνη της όρθια. Ο Μανουήλ έτρεχε να δει τους Καρόλους και ο Ιωάννης πήγε στη Φερράρα. Είναι δηλαδή η εποχή των επαιτών αυτοκρατόρων καθώς πήγαιναν στη Δύση, έστω κι αν τους δέχονταν εκεί με τιμές αλλά το αποτέλεσμα δε στέφτηκε με επιτυχία.
Έτσι το Βυζάντιο δεν μπορούσε να ελπίζει παρά μόνο στη βοήθεια της καθολικής Ευρώπης, η οποία όμως ήταν μισητή στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης και η ύπαρξη «Ενωτικών» και «Ανθενωτικών» δίχαζε τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προσέγγισε τον Πάπα Νικόλαο Ε’ για να ζητήσει βοήθεια. Ο Πάπας έβαλε εκ νέου ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αναγκάστηκε τελικώς να αποδεχθεί το αίτημα του αυτοκράτορα προκειμένου να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς για να πείσουν το λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.
Σύμφωνα με την Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ πολλοί λένε ότι η Δύση τελικώς δε βοήθησε. Όμως, η Δύση ήταν πολυδιασπασμένη και ο Πάπας είχε ένα σχίσμα στην πλάτη του και την Ανατολική Εκκλησία εναντίον του. Επίσης, μετά την πτώση της Πόλης, οι Δυτικοί ήταν φοβισμένοι. Όταν ανέλαβε ο Πίος Β΄, έγραψε μια πραγματεία για την Άλωση στην οποία μιλούσε για καταστροφή της Χριστιανοσύνης. Αντίθετα οι Ρώσοι δε γράφουν σχεδόν τίποτα για την πτώση της Πόλης. Εκείνοι που θρήνησαν από την αρχή για την Πόλη είναι στην Τραπεζούντα λέγοντας χαρακτηριστικά: “Πάρθεν η Πόλη, πάρθεν η Ρωμανία”.
Το 1425 στέφθηκε αυτοκράτορας ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος. Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας δέχθηκε την πλήρη υποταγή της Ορθόδοξης στην Καθολική Εκκλησία. Ο βυζαντινός λαός, όμως, δεν αποδέχθηκε τις συμφωνίες αυτές καθώς το λαϊκό αίσθημα κατά των Λατίνων ήταν εχθρικό καθώς δεν μπορούσαν να λησμονήσουν τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην Πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204.
Την ίδια περίοδο οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν δυσχέρειες στη Βαλκανική από τον Ιωάννη Ουνυάδη και τον Αλβανό ηγέτη Γεώργιο Σκεντέρμπεη, οι οποίοι πέτυχαν λαμπρές νίκες εναντίον τους. Ωστόσο, η σταυροφορία που οργανώθηκε στη Δύση, για να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων, συντρίφθηκε το 1444 στη Βάρνα.
Το1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Στην Ανδριανούπολη, συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν να αντιπαρατάξουν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι ενώ στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι με προβλήματα επισιτισμού.
Η Πόλη περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος και τάφρο. Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα ήταν έρμαιο του πυροβολικού του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.
Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο που προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. Στις 20 Απριλίου ένας στόλος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.
Έτσι, η κατάσταση έγινε τραγική καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453 όπου στρατιώτες του Μωάμεθ εφόρμησαν στην ανυπεράσπιστη πόλη καταλαμβάνοντάς την εντός λίγων ωρών. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έχασε τη ζωή του μαχόμενος. Οι Τούρκοι,προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και εξανδραποδισμούς. Το ίδιο βράδυ, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εισήλθε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ λέγοντας: «αναβάς επί της Αγίας Τραπέζης».
Το πρωί της 7ης Μαΐου οι Τούρκοι και οι Έλληνες όρμησαν ο ένας στον άλλο σε μια επίθεση σώμα με σώμα. Ο Γιουστινιάνης με κάμποσους πολεμιστές όρμησε κραυγάζοντας απάνω στους Τούρκους με τόση αφοβία, ώστε εν ριπή οφθαλμού τους πέταξε κάτω από τα τείχη και γέμισε το χαντάκι σκοτωμένους.
Η απάντηση των Ελλήνων στις προτάσεις των Τούρκων για την παράδοση της Πόλης
Ο γιος του άρχοντα της Σινώπης Ισμαήλ, έκανε προτάσεις, (με οικονομικό αντίτιμο), στους Έλληνες για ειρήνευση λέγοντας πως μπορεί να μεσολαβήσει στο να γίνει μια συμφωνία με το Σουλτάνο. Το επιχείρημά του ήταν πως αν δεν πραγματωθεί συμφωνία, ο πληθυσμός όλος θα σκλαβωθεί. Οι Έλληνες πείστηκαν και έστειλαν τον Ισμαήλ στο Σουλτάνο ο οποίος και διέταξενα πληρώνεται στον ίδιο κάθε χρόνο φόρος, ύψους 100000 νομίσματα.
Στις 28 Μαΐου πραγματοποιήθηκε μεγάλη ακολουθία στην Αγία Σοφία, η τελευταία χριστιανική ακολουθία που πραγματοποιήθηκε στην περίφημη εκκλησία της πόλης, την οποία παρακολούθησε πλήθος αξιωματούχων και πιστών. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ σε λόγο προς τον λαό του, τον προέτρεψε να αντισταθεί γενναία, λέγοντας ότι οι Τούρκοι «υποστηρίζονται από όπλα, ιππικό, πυροβολικό και την αριθμητική τους υπεροχή, εμείς όμως στηριζόμεθα πρώτα στον Θεό και Σωτήρα μας και κατόπιν στα χέρια μας και στην δύναμή μας που μας έχει χαρίσει ο ίδιος ο Θεός».
Η πολιορκία κράτησε σχεδόν 2 μήνες και, τελικά, ο σημαντικά ισχυρότερος Μωάμεθ κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την Τρίτη 29 Μαΐου 1453. Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου οι Τούρκοι όρμησαν μέσα στην πόλη, αρχίζοντας μαζικές λεηλασίες. Ένα μεγάλο πλήθος πολιτών κατέφυγε στην Αγία Σοφία, ελπίζοντας να βρει εκεί ασφάλεια,όμως, οι Τούρκοι διέρρηξαν την κεντρική πύλη και όρμησαν μέσα στην εκκλησία όπου έσφαξαν το πλήθος. Την ημέρα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης, ή πιθανόν την επόμενη, ο Σουλτάνος εισήλθε επίσημα στην πόλη και πήγε στην Αγία Σοφία, όπου και προσευχήθηκε. Κατόπιν ο Πορθητής εγκαταστάθηκε στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών.
Βέβαια η παράδοση του Βυζαντίου δεν έσβησε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την υποταγή στους Τούρκους. Άλλωστε η Δυτική Ευρώπη, στα χρόνια του Ανθρωπισμού και της Αναγέννησης, βρήκε στο Βυζάντιο την πηγή, από την οποία γεύθηκε τους καρπούς του αρχαίου πνεύματος.