
Δημήτρης Βοχαΐτης - LJI Reporter
Στις 28 Φεβρουαρίου 2023, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, μία εθνική τραγωδία συγκλόνισε την Ελλάδα. Δύο αμαξοστοιχίες -μία επιβατική της Hellenic Train και μία εμπορευματική- συγκρούστηκαν μετωπικά στην περιοχή των Τεμπών. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης μετέτρεψε τα πρώτα βαγόνια σε άμορφες μάζες σιδερικών και με 57 νεκρούς σε φέρετρα. Ένα δυστύχημα που, όπως αποδείχθηκε, δεν ήταν ούτε ατύχημα ούτε τραγική σύμπτωση.
Η επόμενη ημέρα βρήκε τη χώρα σε σοκ. Σύντομα, όμως, η οργή αντικατέστησε τη θλίψη. Οι πρώτες αποκαλύψεις έδειξαν πως η τραγωδία ήταν αποτέλεσμα συστημικών παραλείψεων, διαχρονικών ευθυνών και εγκληματικών λαθών.
Ο σταθμάρχης της Λάρισας, που είχε βάρδια εκείνο το βράδυ, αποδεικνύεται πως έκανε το μοιραίο λάθος. Έβαλε την επιβατική αμαξοστοιχία σε λάθος γραμμή. Ο ίδιος, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία και εκπαίδευση, βρέθηκε στη θέση του με διαδικασίες που πολλοί χαρακτήρισαν προβληματικές. Όμως, αν και το ανθρώπινο λάθος είναι ένας κρίσιμος παράγοντας, δεν είναι ο μόνος.
Σε ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό δίκτυο, ακόμα και ένα ανθρώπινο λάθος δεν θα έπρεπε να αποβεί μοιραίο. Τα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφαλείας προβλέπουν ηλεκτρονικά συστήματα επιτήρησης, τηλεδιοίκησης και αυτόματης πέδησης που αποτρέπουν συγκρούσεις. Ωστόσο, στην Ελλάδα του 2023, αυτά τα συστήματα ήταν είτε ανύπαρκτα είτε σε με χρήση λόγω της χρόνιας αδιαφορίας, πολιτικής αμέλειας και διαφθοράς.
Το προσωπικό του ΟΣΕ και των σιδηροδρομικών εταιρειών είχαν προειδοποιήσει επανειλημμένως και για πολλά χρόνια για τις υφιστάμενες ελλείψεις ασφαλείας. Συνδικαλιστές και εργαζόμενοι είχαν εκδώσει ανακοινώσεις, είχαν κάνει απεργίες και είχαν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Όμως, καμία κυβέρνηση και καμία διοίκηση δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τις εκκλήσεις τους.
Η κυβέρνηση βρέθηκε αμέσως στο στόχαστρο. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, λίγες ώρες μετά την τραγωδία, έκανε τη δήλωση που προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις. «Το δυστύχημα οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινο λάθος». Η φράση αυτή θεωρήθηκε ως μία προσπάθεια να περιορίσει τις ευθύνες αποκλειστικά στο επίπεδο του σταθμάρχη και να αποσιωπήσει τις διαχρονικές πολιτικές ευθύνες.
Στη μετέπειτα συνέντευξή του, ο πρωθυπουργός αναγνώρισε τις χρόνιες παθογένειες των ελληνικών σιδηροδρόμων, δεσμεύτηκε για διαλεύκανση της υπόθεσης και για την αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου. Ωστόσο, πολλοί έχουν αμφισβητήσει τις δεσμεύσεις αυτές.
Αντίδραση της κοινωνίας
Η οργή ξεχείλισε στους δρόμους. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες κατέβηκαν σε πορείες διαμαρτυρίας, απαιτώντας Δικαιοσύνη. Το σύνθημα «Δεν ήταν ατύχημα, ήταν έγκλημα» κυριάρχησε. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια, η ελληνική κοινωνία δεν ήταν απλά θυμωμένη. Ήταν αποφασισμένη να μην ξεχάσει.
Οι διαδηλώσεις πήραν μαζική μορφή, ενώ η σύγκρουση με τις αρχές κλιμακώθηκε. Η πολιτική ηγεσία, από την άλλη, φάνηκε αμήχανη. Επιδόθηκε σε επικοινωνιακή διαχείριση, με υποσχέσεις μεταρρυθμίσεων, οι οποίες όμως δεν έπεισαν μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης.
Δικαιοσύνη
Σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, η υπόθεση βρίσκεται ακόμα στα δικαστήρια. Ο σταθμάρχης, ανώτερα στελέχη του ΟΣΕ και κρατικοί αξιωματούχοι είναι υπόλογοι. Όμως, οι οικογένειες των θυμάτων ζητούν κάτι περισσότερο από καταδίκες: ζητούν αλήθεια και αλλαγή.
Η Δικαιοσύνη έχει μπροστά της μία τεράστια δοκιμασία. Θα αποδοθούν ευθύνες στους πραγματικούς υπαίτιους αποδίδοντας ευθύνες και σε πολιτικά πρόσωπα ή θα ακολουθηθεί η συνηθισμένη πρακτικής της συνήθους λογική της συγκάλυψης και της λήθης;
Το «έγκλημα» στα Τέμπη αποκάλυψε πολλές σκοτεινές πτυχές του ελληνικού κράτους και των υπό ερώτημα θεσμών που την εκπροσωπούν. Αυτές των ανεπαρκειών τους, της κυβερνητικής αδιαφορίας και της επικίνδυνης κουλτούρας της ατιμωρησίας. Δεν ήταν μια τραγωδία που απλώς συνέβη. Ήταν μια τραγωδία που κάποιοι για δεκαετίες άφησαν να συμβεί.
Η μνήμη των θυμάτων βαραίνει τη συλλογική συνείδηση της χώρας. Αν κάτι πρέπει να μείνει από αυτή την τραγωδία, είναι η απαίτηση να μην επαναληφθεί ποτέ ξανά. Διότι, όπως φώναζαν οι διαδηλωτές στις πλατείες: «Οι νεκροί μας δεν ζητούν απλά δικαίωση, ζητούν αλλαγή».
Συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αντώνη Σρόιτερ
Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αντώνη Σρόιτερ, η οποία αφορούσε το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και διαμορφώθηκε ως ένα σημαντικό επικοινωνιακό γεγονός με ισχυρές πολιτικές προεκτάσεις. Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού σε αυτή τη συνέντευξη είχε στόχο να δώσει απαντήσεις, να απορροφήσει μέρος της κοινωνικής οργής και να υπενθυμίσει ότι η κυβέρνηση δεν φοβάται την απόδοση ευθυνών. Ωστόσο, η κριτική που δέχθηκε το πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη από μεγάλο μέρος των μέσων ενημέρωσης και την αντιπολίτευση ανέδειξε σοβαρές αντιφάσεις, ελλιπή αυτοκριτική και μια επικοινωνιακή διαχείριση που δεν φάνηκε να πείθει τους πολίτες.
Οι βασικές θετικές πτυχές της συνέντευξης
Από τη μία πλευρά, ο πρωθυπουργός επέλεξε μια ήπια και σχετικά προσεγμένη ρητορική, δίνοντας έμφαση στο ότι η ελληνική κοινωνία ακόμα βιώνει το τραύμα των Τεμπών. Αναφέρθηκε στην οργή και στην αγανάκτηση των πολιτών, προσπαθώντας να δείξει ότι κατανοεί το συλλογικό αίσθημα αδικίας και απώλειας. Η αναγνώριση του γεγονότος πως η τραγωδία αυτή αποτελεί «μια ανοιχτή πληγή» και πως το αίτημα για δικαιοσύνη είναι καθολικό, εκλήφθηκε ως μια προσπάθεια να μην υποτιμηθεί η λαϊκή αντίδραση.
Παράλληλα, τόνισε ότι η ελληνική δικαιοσύνη θα κινηθεί ανεξάρτητα, προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες, χωρίς παρεμβάσεις από την κυβέρνηση. Η συγκεκριμένη δήλωση είχε ως στόχο να καθησυχάσει τους πολίτες που φοβούνται πιθανές πολιτικές παρεμβάσεις στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
Επιπλέον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισήμανε ότι έγιναν βήματα για τη βελτίωση της ασφάλειας των σιδηροδρόμων μετά την τραγωδία. Αναφέρθηκε στις ενέργειες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση για να διασφαλίσει ότι ένα τέτοιο δυστύχημα δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον, χωρίς, όμως, να αναφερθεί σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τις καθυστερήσεις και τις ευθύνες που υπήρχαν πριν από το δυστύχημα.
Η σφοδρή κριτική και τα αρνητικά στοιχεία της συνέντευξης
Από την άλλη πλευρά, η συνέντευξη προκάλεσε μια σειρά από έντονες αντιδράσεις, τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από την αντιπολίτευση, καθώς θεωρήθηκε ότι ο πρωθυπουργός της χώρας απέφυγε την ουσιαστική αυτοκριτική και δεν ανέλαβε προσωπικές ευθύνες για την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στους ελληνικούς σιδηρόδρομους πριν από την τραγωδία.
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία της κριτικής που έχει καταγραφεί ήταν η κατηγορία για αντιφάσεις στις δηλώσεις του. Συγκεκριμένα, υπήρξε αλλαγή στάσης στο ζήτημα του φορτίου της εμπορικής αμαξοστοιχίας. Ενώ αρχικά ο ίδιος είχε απορρίψει κάθε σενάριο για ύποπτο φορτίο, στη συνέντευξη άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρχε κάτι περισσότερο από αυτό που είχε αναφερθεί αρχικά. Αυτή η αλλαγή στάσης δημιούργησε ερωτήματα σχετικά με το αν η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να αποκρύψει κρίσιμες πληροφορίες από το κοινό.
Επιπλέον, η συνέντευξη χαρακτηρίστηκε από ελλιπής απαντήσεις όσον αφορά τις πολιτικές ευθύνες. Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δήλωσε πως η Δικαιοσύνη θα αποδώσει τις ευθύνες όπου χρειάζεται, δεν προχώρησε σε σαφή αυτοκριτική για τις καθυστερήσεις στον εκσυγχρονισμό των σιδηροδρομικών υποδομών, παρόλο που η κυβέρνησή του είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης για αρκετά χρόνια πριν από την τραγωδία.
Οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τη συνέντευξη «προκλητική» και τον πρωθυπουργό «αμετανόητο», υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση συνεχίζει να προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες αλλού αντί να αναλάβει τη δική της ευθύνη για τη διάλυση των ελληνικών σιδηροδρόμων. Το ΠΑΣΟΚ, από την πλευρά του, επισήμανε ότι η κυβέρνηση δεν έχει δώσει ακόμα σαφείς εξηγήσεις για το πώς επιλέχθηκαν οι σταθμάρχες και γιατί το σύστημα ασφαλείας παρέμενε σε ημιτελή κατάσταση για χρόνια.
Ακόμη, κριτική ασκήθηκε και από μέσα ενημέρωσης που δεν ανήκουν στον χώρο της αντιπολίτευσης. Αναλύσεις σε πολλά φύλλα του ελληνικού τύπου ανέφεραν ότι η συνέντευξη αυτή είχε περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα αφού δεν δόθηκαν ουσιαστικές απαντήσεις στους πολίτες που απαιτούν δικαιοσύνη.
Τέλος, ένα ακόμη στοιχείο που προκάλεσε αντιδράσεις ήταν η απουσία συγκεκριμένων δεσμεύσεων για άμεσες αλλαγές. Αν και υπήρξε αναφορά σε μεταρρυθμίσεις στον τομέα των μεταφορών, δεν υπήρξε κάποιο σαφές χρονοδιάγραμμα, ούτε δεσμεύσεις για αλλαγές σε επίπεδο προσώπων που ενδεχομένως είχαν ευθύνη για τη δυσλειτουργία του σιδηροδρομικού δικτύου.
Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Αντώνη Σρόιτερ αποτέλεσε μια προσπάθεια να αναγνωρισθεί το τραύμα της κοινωνίας και να δοθούν κάποιες απαντήσεις στο θυμωμένο και απαιτητικό κοινό αλλά ταυτόχρονα απέφυγε να προχωρήσει σε μια ξεκάθαρη ανάληψη πολιτικής ευθύνης, όχι απαραιτήτως προσωπικής, αλλά μίας ευρύτερης πολιτικής ευθύνης για να κατευναστούν οι όποιες αμφιβολίες αλλά και η οργή των πολιτών.