Το τελευταίο επεισόδιο του Oλοκαυτώματος της Μονής Αρκαδίου σημειώθηκε σαν σήμερα 9 Νοεμβρίου 1866 και αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας
Σαν σήμερα, 9 Νοεμβρίου 1866, σημειώθηκε η κορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών, το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου, που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Είναι το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866.
Η Μονή Αρκαδίου είναι ιστορική Ανατολική Ορθόδοξη Μονή στην Κρήτη. Η πρώτη μορφή της μονής πιθανολογείται ότι οικοδομήθηκε είτε κατά την περίοδο 961 με 1014, είτε στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας. Βρίσκεται σε ένα εύφορο οροπέδιο 23 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά του Ρεθύμνου στο νησί της Κρήτης στην Ελλάδα.
Το σημερινό καθολικό (εκκλησία) χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από την επίδραση της Αναγέννησης. Αυτή η επιρροή είναι ορατή στην αρχιτεκτονική, η οποία αναμειγνύει τόσο ρωμαϊκά όσο και μπαρόκ στοιχεία. Ήδη από τον 16ο αιώνα, το μοναστήρι ήταν χώρος επιστήμης και τέχνης και διέθετε σχολείο και πλούσια βιβλιοθήκη. Σε ένα οροπέδιο, το μοναστήρι είναι καλά οχυρωμένο και περιβάλλεται από ένα χοντρό και ψηλό τείχος.
Το μοναστήρι έπαιξε ενεργό ρόλο στην κρητική αντίσταση της Τουρκοκρατίας κατά την Κρητική εξέγερση του 1866.
Η εξέγερση του 1866
Ο τουρκικός ζυγός στο νησί της Κρήτης μετρούσε ήδη δύο αιώνες και γίνονταν αλλεπάλληλοι ξεσηκωμοί από τους Κρητικούς. Η κακοδιοίκηση και η καταπίεση της τουρκικής διοίκησης ανάγκασε την Παγκρήτια Συνέλευση που συνήλθε στα Χανιά να αποστείλει στις 14 Μαΐου 1866 αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων.
Συγκεκριμένα, ζητούσε:
- Bελτίωση του φορολογικού συστήματος
- Σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας.
- Αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και
- Λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου». Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, που ήταν το επαναστατικό κέντρο της περιοχής Ρεθύμνης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αδιαφόρησαν, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ουδετερότητα και δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών. Μόνο η Ρωσία κινήθηκε δραστήρια, χάρη στους υποπροξένους της στο νησί Ιωάννη Μιτσοτάκη και Σπυρίδωνα Δενδρινό.
Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο. Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Η έκρηξη της νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» και στη Σύρο η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τους Κρήτες.
Βέβαια, ήταν σε όλους φανερό ότι ο πατριωτισμός και ο ενθουσιασμός δεν ήταν αρκετά, για να αντισταθμίσουν τις κατά πολύ υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που έμενε τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του εχθρού και έπρεπε να καταφεύγει στα βουνά ή στον εκπατρισμό.
Η μεγάλη αυτή επανάσταση έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινή τραγωδία, που την αντιμετώπισε εντούτοις ο κρητικός λαός με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και καρτερία.
«Ένωσις ή Θάνατος»
Τα πολεμικά γεγονότα άρχισαν τον Αύγουστο του 1866 με συγκρούσεις στην περιοχή των Χανίων. Ο σουλτάνος θορυβήθηκε απο την εξέγερση και στις 30 Αυγούστου 1866 ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής».
Ο Μουσταφά πασάς, είχε εντολή να καταστείλει την εξέγερση και κάλεσε με προκήρυξή του τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους.
Την απάντηση έδωσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών: «Το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», το οποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».
Τη γενική αρχηγία του αγώνα είχαν αναλάβει παλαίμαχοι στρατιωτικοί, ενώ λόγιοι ιερωμένοι ανέλαβαν το λεπτό και δυσχερές έργο της αλληλογραφίας με τους ξένους Προξένους και τη διπλωματική διαχείριση του αγώνα. Οργανώθηκε επίσης «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης», χωρίς μόνιμη έδρα.
Η διαρκής μετακίνηση της έδρας της στα βουνά, ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα, ήταν η αιτία να της δοθεί η επωνυμία «Κυβέρνησις του βουνού». Με κινητό τυπογραφείο εξέδιδε προκηρύξεις προς τον Κρητικό λαό και επίσημη εφημερίδα, την πρώτη ελληνόφωνη εφημερίδα στο νησί, με τον τίτλο «Κρήτη» και τον υπότιτλο «Ένωσις ή Θάνατος».
Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων και στη συνέχεια στράφηκε προς το Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου, όπου ήταν η έδρα της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς και καταφύγιο πολλών χριστιανών.
Η άφιξη των Οθωμανών στη Μονή και οι εχθροπραξίες
Στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες και οι υπόλοιποι γυναικόπαιδα, ενώ μόνο οι 259 ήταν οπλισμένοι. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ.
Ο Μουσταφά Πασάς, είχε στη διάθεσή του 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό, τριάντα κανόνια, υπό τον Σουλέυμαν, έφτασε σε κοντινή απόσταση από το Αρκάδι στους κοντινούς λόφους. Ο Σουλέυμαν καθοδηγούσε τον στρατό από τους πρόποδες του λόφου Κορέ στα βόρεια του μοναστηριού και το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866 έφθασε έξω από το μοναστήρι και ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ να παραδοθεί. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Αφού οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες.
Η επίθεση ξεκίνησε από τους Οθωμανούς με πρωταρχικό τους στόχο την κύρια πόρτα της μονής στη δυτική όψη. Η μάχη κράτησε όλη μέρα χωρίς να διεισδύσουν οι Οθωμανοί στο κτίριο. Η πόρτα είχε φραγεί και, από την αρχή, θα ήταν δύσκολο να καταλάβουν τη Μονή.
Οι Κρήτες προστατεύονταν σχετικά από τα τείχη της μονής, ενώ οι Οθωμανοί, ευάλωτοι στα πυρά των στασιαστών, υπέστησαν πολλές απώλειες. Επτά Κρητικοί πήραν τη θέση τους μέσα στον ανεμόμυλο του μοναστηριού. Το κτίριο αυτό καταλήφθηκε γρήγορα από τους Οθωμανούς, οι οποίοι το πυρπόλησαν σκοτώνοντας τους κρητικούς πολεμιστές που βρίσκονταν μέσα.
Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν δύο βαριά κανόνια από το Ρέθυμνο, το ένα που ονομαζόταν Κουτσαχίλα.
Τα τοποθέτησαν στους στάβλους. Στο πλευρό των εξεγερμένων, πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τον Πάνο Κορωναίο και άλλους Κρητικούς ηγέτες στο Αμάρι.
Δύο Κρήτες έφυγαν από τα παράθυρα με σχοινιά και, μεταμφιεσμένοι σε Τούρκους, διέσχισαν τις οθωμανικές γραμμές. Οι αγγελιοφόροι επέστρεψαν αργότερα τη νύχτα με την είδηση ότι ήταν πλέον αδύνατο να φτάσουν έγκαιρα οι ενισχύσεις επειδή όλοι οι δρόμοι πρόσβασης είχαν αποκλειστεί από τους Οθωμανούς.
Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης.
Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Τα κανόνια κατέστρεψαν τις πόρτες και οι Τούρκοι μπήκαν στο κτίριο, όπου υπέστησαν σοβαρότερες απώλειες. Την ίδια ώρα, οι Κρήτες τελείωσαν από πυρομαχικά και πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μόνο με ξιφολόγχες ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Οι Τούρκοι είχαν το πλεονέκτημα.
Στη μπαρουταποθήκη της Μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας.
Τα γυναικόπαιδα μέσα στο μοναστήρι κρύβονταν εκεί.
Οι τελευταίοι Κρήτες αγωνιστές τελικά ηττήθηκαν και κρύφτηκαν μέσα στο μοναστήρι. Τριάντα έξι αντάρτες βρήκαν καταφύγιο στην τραπεζαρία, κοντά στα πυρομαχικά. Ανακαλύφθηκαν από τους Οθωμανούς και σφαγιάστηκαν.
Εξαντλημένοι και με βέβαιη την αιχμαλωσία και όλα τα συνακόλουθα, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το χωριό Άδελε του Ρεθύμνου κλείνεται μαζί με άλλους πολεμιστές και γυναικόπαιδα στην μπαρουταποθήκη.
Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ’ άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς ανατίναξε την Μονή, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς.
Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.Όταν οι Τούρκοι έφτασαν στην πόρτα της και ο Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στα βαρέλια με σκόνη και η έκρηξη που προέκυψε είχε ως αποτέλεσμα πολλούς θανάτους Τούρκων.
Από τα 964 άτομα που ήταν παρόντα στην έναρξη της επίθεσης, 846 σκοτώθηκαν στη μάχη ή τη στιγμή της έκρηξης.
Ακόμη, 114 άνδρες και γυναίκες συνελήφθησαν, αλλά τρεις ή τέσσερις κατάφεραν να διαφύγουν, μεταξύ των οποίων και ένας από τους αγγελιοφόρους που είχε πάει για ενίσχυση.
Ανάμεσα στα θύματα ήταν και ο ηγούμενος Γαβριήλ. Η παράδοση λέει ότι ήταν μεταξύ εκείνων που σκοτώθηκαν από την έκρηξη των βαρελιών πυρίτιδας, αλλά είναι πιο πιθανό να σκοτώθηκε την πρώτη μέρα της μάχης. Οι απώλειες των Τούρκων υπολογίστηκαν σε 1500. Τα σώματά τους θάφτηκαν χωρίς μνήματα και μερικά πετάχτηκαν στα γειτονικά φαράγγια.
Τα λείψανα πολλών Κρητικών Χριστιανών συγκεντρώθηκαν και τοποθετήθηκαν στον ανεμόμυλο, ο οποίος μετατράπηκε σε λειψανοθήκη προς τιμήν των υπερασπιστών του Αρκαδίου. Ανάμεσα στα οθωμανικά στρατεύματα, μια ομάδα Κόπτων Αιγυπτίων βρέθηκε στους λόφους έξω από το μοναστήρι. Αυτοί οι Χριστιανοί είχαν αρνηθεί να σκοτώσουν άλλους Χριστιανούς. Εκτελέστηκαν από τα οθωμανικά στρατεύματα και οι θήκες των πυρομαχικών τους αφέθηκαν πίσω τους.
Η τύχη των επιζόντων
Οι 114 επιζώντες που αιχμαλωτίστηκαν, μεταφέρθηκαν στο Ρέθυμνο όπου υπέστησαν πολυάριθμες ταπεινώσεις από τους υπευθύνους για τη μεταφορά τους, αλλά και από τον μουσουλμανικό πληθυσμό που έφτασε για να πετάξει πέτρες και ύβρεις κατά την είσοδό τους στην πόλη.
Τα γυναικόπαιδα κρατήθηκαν για μια εβδομάδα στην εκκλησία των Εισοδίων της Θεοτόκου. Οι άνδρες φυλακίστηκαν για ένα χρόνο σε δύσκολες συνθήκες. Το ρωσικό προξενείο χρειάστηκε να επέμβει για να απαιτήσει από τον Μουσταφά Πασά να τηρεί τις βασικές συνθήκες υγιεινής και να παρέχει ρούχα στους κρατούμενους.
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση. Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου.
Η Κρητική Επανάσταση φυλλορρόησε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης. Έτσι, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί.
Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912.