Τον Ιανουάριο του 1821 η Πελοπόννησος βρισκόταν σε αναβρασμό και έτοιμη να ξεκινήσει τον αγώνα της απελευθέρωσης κατά του τουρκικού ζυγού.
Με προσεκτικές κινήσεις και μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων οι Φιλικοί αποφάσισαν να συναντηθούν προκειμένου να οργανωθούν και να αποφασίσουν το χρόνο που θα εκδηλωνόταν η Επανάσταση. Ο τόπος συνάντησης αποφασίστηκε να είναι η Βοστίτσα, το Αίγιο. Η τοποθεσία ήταν ιδανική, καθώς ήταν μία από τις περιοχές που υπήρχαν σχετικά λίγοι Τούρκοι. Ετσι αποφασίστηκε σύμφωνα με τους ιστορικούς να πραγματοποιηθεί στο Αίγιο η Μυστική συνέλευση της Βοστίτσας. Στο Αίγιο λοιπόν από τις 26 έως τις 30 Ιανουαρίου του 1821, αποφασίστηκε και οργανώθηκε ο ένοπλος αγώνας κατά των Τούρκων.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς η Σύσκεψη της Βοστίτσας απετέλεσε σημαντική καμπή στην όλη υπόθεση της Επανάστασης τουλάχιστον για την περιοχή της Πελοποννήσου.
Η συγκέντρωση των Φιλικών και των προκρίτων όμως μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν, αφού αν κινούσαν υποψίες θα ακολουθούσε σφαγή. Γι αυτό και όταν ο Βοεβόδας της Βοστίτσας ζήτησε να πληροφορηθεί για την συγκέντρωση, τον εξήγησαν ότι η συγκέντρωση αφορούσε κτηματικές διαφορές μεταξύ δύο μοναστηριών.
Μάλιστα τα… μέτρα ασφαλείας δεν περιορίστηκαν μόνο στις δικαιολογίες, αλλά οι συγκεντρωθέντες, για να μην κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων, πραγματοποιούσαν τις συνελεύσεις κάθε μέρα σε διαφορετικό σπίτι. Τα σπίτια των προεστώνΑνδρέαΛόντου, ΑλέξανδρουΔεσποτόπουλουκαιΆγγελουΜελετόπουλου ήταν αυτά που φιλοξένησαν τις συνελεύσεις.
ΠοιοιέλαβανμέροςστημυστικήσυνέλευσητηςΒόστιτσας
Μόλις έφτασε στο Αίγιο ο Παπαφλέσσα ως εκπρόσωπος του Υψηλάντη ξεκίνησαν και οι συνελεύσεις. Σύμφωνα με τους ιστορικούς έλαβαν μέρος πολλοί κληρικοί από όλη την Πελοπόννησο και πρόκριτοι μόνο από τρεις επαρχίες της Αχαΐας Πατρών Βοστίτσας και Καλαβρύτων. Δεν πήραν μέρος μόνο από την τέταρτη επαρχία, αυτή της Γαστούνης.
Μερικοί από τους συμμετέχοντες:
Παλαιών Πατρών Γερμανός , πρόεδρος της συνέλευσης, Παπαφλέσσας, εισηγητής της Φιλικής εταιρείας, Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός Ζαφειρόπουλος, Πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως, Αμβρόσιος Φραντζής, Νικόλαος Λόντος, Ανδρέας Λόντος, Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Χριστόδουλος ή Χριστοδούλου, Σωτήρης Χαραλάμπης, Επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος, Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Ρεγκλής ή Μπόχαλης, Ιερομόναχος Ιερόθεος, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Λέων Μεσσηνέζης, Ιωάννης Παπαδόπουλος, Ασημάκης Φωτήλας, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Επίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος.
ΟιδιαφωνίεςκαιοιαποφασίστηκεστηΒοστίτσα
Προφανώς και το βασικό θέμα της συνέλευση της Βοστίτσας ήταν ο καθορισμός του χρόνου της έναρξης της επανάστασης, με τους συμμετέχοντες όμως να εκφράζουν κυρίως τις διαφωνίες τους για την έναρξη της Επανάστασης.
Στο τραπέζι των συνομιλιών υποστηρίχτηκαν δύο απόψεις.
Η μία άποψη με υποστηρικτή το Παπαφλέσσα ήταν η πως αν δεν εκδηλωνόταν έγκαιρα η Επανάσταση υπήρχε ο κίνδυνος να ματαιωθεί, καθώς οι Τούρκοι είχαν ενημερωθεί για τις κινήσεις της Φιλικής Εταιρίας.
Από την άλλη πλευρά ακούστηκε και η άποψη των υποστηρικτών που ήθελαν την αναβολή του Αγώνα. Για να υποστηρίξουν την άποψη τους χρησιμοποίησαν ως επιχειρήματα ότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες, δεν υπήρχε ενημέρωση αν η εξέγερση θα ήταν καθολική, ποιος θα αναλάμβανε τον ηγετικό ρόλο την διεύθυνε.
Ιστορικά αναφέρετε ότι οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ) και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν αν στη Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της ΦιλικήςΕταιρείας.
Οπως αναφέρει και το wikipedia μεταξύ των αποφάσεων της συνέλευσης ήταν να ειδοποιήσουν όλους τους προκρίτους της Πελοποννήσου για τις σκέψεις και τις επιμέρους αποφάσεις της συνέλευσης. Ορίστηκαν δε ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως να ειδοποιήσει κατά την επιστροφή του τους προεστούς των επαρχιών Μυστρά, Καλαμάτας, Αρκαδίας, ΚαρύταινηςκαιΦαναρίου, ο Επίσκοπος Μονεμβασίας τον ΠετρόμπεηΜαυρομιχάλη. Στάλθηκαν επίσης επιστολές στον πρώην επίσκοπο Άρτης Ιγνάτιο και στην Ρωσία.
Μάλιστα αποφασίστηκε να σταλεί ο ιερομόναχος Ιερόθεος στην Πελοπόννησο να μαζέψει χρήματα για τον αγώνα ενώ πολλοί από τους παρευρισκόμενους πρόσφεραν πρώτοι χρήματα. Ο επίσκοπος ΓερμανόςΧριστιανουπόλεως 2.000 γρόσια, οΑ. Φρατζής 2.000, οΣ. Χαραλάμπης 2.500, ο επίσκοπος Προκόπιος 1.500, και οΑ. Ζαΐμης 3.000. Μάλιστα διαβάστηκε και επιστολή του Μαυρομιχάλη που προέτρεπε στην γρήγορη έναρξη της επανάστασης.
Οι ημερομηνίες για την έναρξη του Αγώνα
Αρχικά προσδιορίστηκε, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν κι έπαιρναν ευνοϊκή απάντηση από την Ρωσία, η 25η Μαρτίου (με την προτροπή του Παπαφλέσα), αλλιώς η 23 Απριλίου ή η 21 Μαΐου. Επίσης σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τους καλούσαν στην Τριπολιτσά θα κήρυσσαν την επανάσταση πρώτοι.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς πάντως μπορεί η συνέλευση της Βοστίτσας να μην πέτυχε τον αρχικό της σκοπό, ωστόσο ήταν σε αυτή που μπήκαν τα θεμέλια της εξέγερσης των Ελλήνων. Ολοι όσοι συμμετείχαν απέκτησαν για πρώτη φορά πλήρη συνείδηση της τεράστιας προσπάθειας που αναλάμβαναν.
Από πρωτογενείς πηγές όπως την Ιστορία τουΑμβρ. Φραντζή (Α’, σ. 11), μαρτυρία του Παπαφλέσσα, την ομιλία του Αλ. Δεσποτόπουλου το 1861, ομιλία του ΘεόφιλουΒλαχοπαπαδόπουλου (ή Παπαβλαχόπουλου), διακόνου του Π.Π. Γερμανού που παρευρέθη στη Συνέλευση κ.ά. προκύπτει ότι τηρήθηκαν πρακτικά, μη σωζόμενα σήμερα.
Βοστίτσα: Η ιστορική «μονομαχία» Παλαιών Πατρών Γερμανού και Παπαφλέσσα
Οι συνταρακτικές συνομιλίες της μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας, μεταξύ Παπαφλέσσα και προκρίτων της Πελοποννήσου
Βρισκόμαστε στα τέλη Ιανουαρίου 1820, στη Βοστίτσα, σημερινό Αίγιο.
Η πρώτη ημέρα της Συνέλευσης της Βοστίτσας, μεταξύ του απεσταλμένου του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Παπαφλέσσα και των προκρίτων της Πελοποννήσου, με αντικείμενο την έναρξη της επανάστασης των Ελλήνων κατά του οθωμανικού ζυγού, κύλησε όπως αναμενόταν. Γεμάτη ειρωνείες και καγχασμούς, από πλευράς προκρίτων, σε κάθε λεγόμενο του Παπαφλέσσα.
Η συνέχεια, όπως αφηγείται ο Σπύρος Μελάς στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 8ης Σεπτεμβρίου 1930, θα έφερνε πολύ μεγαλύτερη ένταση.
«Το σχέδιο της μάχης, από τον Παλαιών Πατρών καταστρωμένο, που τη διεύθυνε, ήταν ν’ αποδείξουν πρώτα ότι κι αν ακόμα η γνώμες του Υψηλάντη κι η απόφασι, ν’ αρχίση από την Πελοπόννησο, ήταν πράγματα μετρημένα και ορθά, πάλι ο Δικαίος δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να βάλη σε πράξι το έργο και ότι οι οδηγίες του δεν ήτανε δυνατό να συζητηθούν σοβαρά.
»Έπειτα θα ‘ρχόντουσαν, σ’ άλλη συνεδρίασι, να χτυπήσουν αυτές της γνώμες του Υψηλάντη ως αστήρικτες».
Ημέρα 2η
Η θύελλα αντιδράσεων των προεστών ξεκίνησε από τις πρώτες κιόλας γραμμές της επιστολής του Αλέξανδρου Υψηλάντη, σύμφωνα με τις οποίες, ο κάθε πρόκριτος έπρεπε να «οργανώση επαναστατικά και ετοιμάση στρατιωτικά την επαρχία του, με γραπτή εγγύησι για το έργο»
Η εισήγηση του Υψηλάντη απορρίφθηκε ομόφωνα και με «περιφρονητικήν ιλαρότητα προσπάθησαν ν΄αποδείξουν στον Παπαφλέσσα ότι δεν είχε μελετήση διόλου την κατάστασι, για να φαντάζεται δυνατή την οργάνωσι των επαρχιών, χωρίς ίχνος μέσων. (…) Ήταν εύκολο να βρεθούν άνθρωποι να οργανώσουν εικοσιπέντε χιλιάδες στρατό, κάτω από τη μύτη των Τούρκων; Και τι στρατός θάταν αυτός χωρίς όπλα, κανόνια, μπαρούτι;»
Όλες οι απαντήσεις και τα επιχειρήματα του Παπαφλέσσα, που ακόμα ο λόγος του παρέμενε και ψύχραιμος και μακριά από τις υπερβολές και αναλήθειες στις οποίες συχνά κατέφευγε, σκεπάζονταν κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες των προκρίτων.
Όμως ο Παπαφλέσσας δεν είχε πει την τελευταία κουβέντα.
Ημέρα 3η
Την τρίτη ημέρα της Συνέλευσης της Βοστίτσας οι πρόκριτοι έθεσαν έντονα το ζήτημα της μη συμμετοχής της Ρωσίας στον Αγώνα των Ελλήνων.
«Γιατί ο Υψηλάντης στης νέες του εντολές δεν κάνει κανένα λόγο για ρωσσική βοήθεια, ενώ σε προηγούμενη εγκύκλιο τούς έλεγε ρητώς ότι θα την έχουν;»
Έγινε μεγάλη συζήτηση για τη φράση του Υψηλάντη σε αυτήν τη νέα επιστολή πως «Εζητήθη όθεν έδει η δέουσα βοήθεια και εχορηγήθη αφθόνως», για ποιο λόγο λοιπόν τους ζητούσαν να ενεργήσουν μόνοι τους;
Ο Παπαφλέσσας «ήξερε ότι ο αρχηγός εννοούσε ότι είχε ζητηθή η σύμπραξι της Μεγάλης Εκκλησίας για της εισφορές υπέρ του αγώνα και ότι είχε πράγματι δοθή», όμως προτίμησε να αποκρύψει την αληθινή ερμηνεία.
«Τους λέω την αλήθεια μα προτιμούν το παραμύθι» σκέφτηκε, «και γύρισε διά μιάς το φύλλο. Ως αυτή τη στιγμή δεν είχε μεταχειριστή καμμιά υπερβολή. Μα βλέποντας την αδυναμία των προκρίτων, αποφασίζει να τους φερθή όπως στον όχλο. Τώρα γίνεται χείμαρρος ακράτητος: Ο ίδιος ο Τσάρος είναι κεφαλή του αγώνα. Αυτός εξουσιοδότησε τον Υψηλάντη να πάρη την αρχή».
Ο Παπαφλέσσας, φλογερός στο λόγο του, προχωρά σε μία σειρά από ανυπόστατους ισχυρισμούς που έχουν αρχίσει να πείθουν μια μερίδα προκρίτων.
Τότε μπαίνει στη «μάχη» το βαρύ τους πυροβολικό. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και ο Ανδρέας Ζαίμης, που ξεκίνησε πρώτος:
– Όσα είπε ο αρχιμανδρίτης Δικαίος είνε άστατα, απελπισμένα στασιαστικά, ιδιοτελή και σχεδόν μπερμπάντικα. Αν βάζαμε βάσι σε τέτοια πράγματα, θα παίρναμε χωρίς άλλο το έθνος στο λαιμό μας και θάπεφτε στο κεφάλι μας το αιώνιο ανάθεμα. (…) Απ’ όσα είπε τίποτα δεν είνε θετικό και σίγουρο για ένα έργό τόσο μεγάλο και δύσκολο»
«Ο Γερμανός σηκώθηκε, κρατώντας ένα χαρτάκι: Αρχιμανδρίτα Δικαίε, είπε στο συνειθισμένο, υπεροπτικό και κοροϊδευτικό τόνο: Η συνέλευσι δεν ζητεί από σένα λόγους παχείς, αλλ’ αποκρίσεις συντόμους και θετικάς προς τας ερωτήσεις, όπου έχω την εντολήν να θέσω»
Ο δύο άνδρες λογομαχούν. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ζητά εγγυήσεις ότι με την έναρξη της Επανάστασης συμφωνεί ολόκληρο το Εθνός. Ο Παπαφλέσσας δεν μπορεί να δώσει τέτοιες εγγυήσεις. Αλλά δεν τα χάνει. Η μάχη συνεχίζεται.
«Οι λαοί μας είνε όχι μάλλον άπειροι της οπλοφορίας, αλλά και άοπλοι, δυστυχώς, επομένως, πάρα πολύ ολίγοι είνε εκείνοι, οίτινες έχουν οπωσούν την πείραν του πολεμείν», υποστηρίζει ο Παλαιών Πατρών Γερμανός.
Ο Παπαφλέσσας αφού μιλά με πύρινα λόγια για τους κλέφτες και τους Σουλιώτες λέει στον κληρικό.
– Αν οι λαοί δεν οπλοφορήσουν, δέσποτα, Γερμανέ, πώς θα μάθουν να γεμίζουν τα όπλα; Και αν δεν πολεμήσουν πώς θα λάβουν πείραν πολεμικήν; Και αν δεν γίνουν στρατοί και πόλεμοι πώς θα γίνουν στρατηγοί; Αν καρτεράτε ο ραγιάς να βγη πολεμικός, από τον ύπνο της δουλείας, να πήτε καλλίτερα και φανερά πώς δεν στέργετε την ελευθερία, ούτε τον αγώνα εις τ’ όνομά της!».
Τα λόγια αυτά του Παπαφλέσσα προκάλεσαν την οργή του Παλαιών Πατρών Γερμανού. Η απάντηση του έμεινε στην Ιστορία:
– Γνωρίζω το αίτιον της βίας σου! Άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος ως είσαι, ωθείς τα πράγματα εις ταραχήν προσμένων να πλουτίσης από λάφυρα.
» Ο Δικαίος κάνει να ορμήση. Οι άνθρωποί του φέρνουν το χέρι τους στα όπλα. Συγκρατείται. Τους απομακρύνει. Οι πρόκριτοι έχουν πέση στη μέση.
– Στις βρισιές σου δεν θ’ αποκριθώ, λέει αργά και ήσυχα ο Δικαίος. Μα μην πιστέψης πως δεν ξέρω γιατί δε θέλετε ν’ ακούσετε και να πιστέψετε.
Δεν είνε πόνος για το έθνος, μα για το τομάρι σας και την κατάστασί σας. Γιατί το ξέρετε καλά πως χωρίς δικά μας άρματα η ρωσσική βοήθεια όσο μεγάλη κι αν ήταν δεν θα μας ωφελούσε τίποτα.
Και ποιοι θέλετε ν’ αρματωθούν και να ριχτούνε στον αγώνα πρώτοι, αν όχι εμείς; (…) Την ώρα τούτη ο Μωρηάς μονάχα είνε ελαφρωμένος»
Αποχωρώντας ο Παπαφλέσσας διεμήνυσε ότι θα έκανε μόνος του επανάσταση με όσους άνδρες μπορούσε να μαζέψει, «και τότε όποιον πιάσουν χωρίς όπλα Τούρκοι ας τον σκοτώσουν».
Ημέρα 4η
Οι πρόκριτοι, παγωμένοι από την τροπή που πήρε η συζήτηση, το βράδυ εκείνο της 3ης ημέρας προσπάθησαν να μαλακώσουν τον Παπαφλέσσα.
Είχε καταφέρει όχι μόνο να τους τρομάξει αλλά και να αντιληφθούν πως «από φόβο μην εκτεθούν πολύ στα μάτια των Τούρκων είχαν σπρώξη το παιγνίδι τους στην άλλη άκρη: Να εκτεθούν, μπροστά έθνος, ότι δε θέλουν διόλου την επανάστασι και την ελευθερία του. Και αντίληψι τέτοια ούτε στο πνεύμα τους ήταν ούτε ήθελαν να σχηματισθή και να διαδοθή στο λαό για τη στάσι τους»
Έτσι οι πρόκριτοι θέλησαν να συμβιβαστούν. Την τέταρτη και τελευταία ημέρα της Συνέλευσης της Βοστίτσας, σε πολύ πιο φιλικό (έστω επιφανειακά) κλίμα κατέληξαν σε μία σειρά από αποφάσεις.
Οι πρόκριτοι θα αναζητούσαν με κάθε τρόπο επιβεβαίωση για όσα είχε ισχυριστεί o Παπαφλέσσας σε σχέση με την στάση της Ρωσίας ή τη δυνατότητα να χτυπηθεί ο οθωμανικός στόλος στην ίδια την Κωνσταντινούπολη.
Από την άλλη όμως πλευρά, ο Παπαφλέσσας είχε καταφέρει να τους «σύρει» σε μια πολύ πιο συγκεκριμένη διαδικασία προετοιμασίας για την Επανάσταση, «αποσπώντας» τους ήδη τη συναίνεση για άμεση οικονομική ενίσχυση του Αγώνα.
«Κάτω από την πίεσι τέτοιας ψυχολογίας πριν η συνεδρίαση τελειώση, ενέργησαν εράνους. Ο Παλαιών Πατρών έδωσε χίλια κολονάτα, ο Ζαΐμης τρεις χιλίαδες γρόσια και υποσχέθηκε άλλες επτά χιλιάδες, ο Χριστιανουπόλεως οκτώ χιλίαδες κοκ.
»Επι πλέον η συνέλευσι έδωσε διαταγή στον Ιερόθεο Μεγαλοσπηλαιώτη να γυρίση όλους τους εταίρους του Μωρηά και να τους υποχρεώση να καταθέσουν όχι μόνο τα ποσά που είχαν υποσχεθή στ’ αφιερωματικά τους γράμματα, όταν έγιναν φιλικοί, αλλά και ό,τι ακόμα μπορούσε ο καθένας»
Η κίνηση των προκρίτων είχε ως σκοπό να εμποδίσουν τον Παπαφλέσσα από τη δυνατότητα να εισπράξει αυτός χρήματα. Λίγο όμως τον ενδιέφερε. Τον μεγάλο του στόχο τον είχε πετύχει.
«Ο Δικαίος έφυγε από το Αίγιο νύχτα με στερεωμένη παρά ποτέ την απόφασι να κινήση επανάστασι μέσα στο Μωρηά. Ήθελαν δεν ήθελαν, τους προκρίτους τούς είχε πια μισοβάλη στο σακκί»
ΠτΔ για την επέτειο της Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας: Με ενότητα, ομοψυχία και αποφασιστικότητα μπορούμε να μεγαλουργήσουμε
«Η σύναξη της Βοστίτσας απέδειξε ότι, όταν το χρέος προς την πατρίδα το επιτάσσει, οι Έλληνες έχουν το ψυχικό σθένος και την πολιτική ευφυΐα να παραμερίσουν αντιθέσεις και αντιγνωμίες και να συμπαραταχθούν για τον υψηλό, κοινό σκοπό. Διακόσια χρόνια αργότερα, το μήνυμα της επετείου είναι ότι με ενότητα, ομοψυχία και αποφασιστικότητα μπορούμε να μεγαλουργήσουμε». Αυτά τονίζει, μεταξύ άλλων, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, στον χαιρετισμό της με την ευκαιρία του εορτασμού της Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας που πραγματοποιήθηκε στο Αίγιο στις 26 Ιανουαρίου του 1821.
Ειδικότερα, στον χαιρετισμό της Προέδρου της Δημοκρατίας, τον οποίο ανέγνωσε ο δήμαρχος Αιγιαλείας, Δημήτρης Καλογερόπουλος, μετά το τέλος της δοξολογίας στον μητροπολιτικό ναό Παναγίας Φανερωμένης, στο Αίγιο αναφέρονται τα εξής:
«Χαιρετίζω την επέτειο της "Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας", της πρώτης συνάντησης προεστών, κληρικών, εμπόρων απ' όλη την Πελοπόννησο με σκοπό την οργάνωση του αγώνα για την ελευθερία.
Χαιρετίζω την "απαρχή της ελληνικής πολιτείας", όπως ονόμασε τη συνέλευση ο Κωστής Παλαμάς. Την πρώτη επαναστατική πράξη των υπόδουλων Ελλήνων και ταυτόχρονα την πρώτη συνεδρίαση για τον αγώνα, η πλατιά αντιπροσωπευτικότητα της οποίας έκανε τον φιλέλληνα ιστορικό Τζορτζ Φίνλεϊ να την αποκαλέσει «αναβίωση της Αχαϊκής Συμπολιτείας».
Ήταν η στιγμή που συναντήθηκε η σύνεση των προκρίτων και τον κληρικών με τη φλογερή επαναστατικότητα του Παπαφλέσσα, η στιγμή που οι διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, οι διιστάμενες απόψεις και οι περί του πρακτέου διαφωνίες συνέκλιναν σ' έναν κοινό δρόμο προετοιμασίας που θα οδηγούσε, δυο μήνες αργότερα, στον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους. Η σύναξη της Βοστίτσας απέδειξε ότι, όταν το χρέος προς την πατρίδα το επιτάσσει, οι Έλληνες έχουν το ψυχικό σθένος και την πολιτική ευφυία να παραμερίσουν αντιθέσεις και αντιγνωμίες και να συμπαραταχθούν για τον υψηλό, κοινό σκοπό. Διακόσια χρόνια αργότερα, το μήνυμα της επετείου είναι ότι με ενότητα, ομοψυχία και αποφασιστικότητα μπορούμε να μεγαλουργήσουμε».
Ο φετινός εορτασμός πραγματοποιήθηκε με την τήρηση όλων των μέτρων προστασίας κατά του κορονοϊού. Το πρωί τελέστηκε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό Παναγίας Φανερωμένης, χοροστατούντος του μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Ιερώνυμου, ενώ την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός Εθνικής 'Αμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος.
Στο πλαίσιο του εορτασμού, προβλέπεται η μετάβαση από τον μητροπολιτικό ναό στο Μνημείο των Ηρώων, στην πλατεία Υψηλών Αλωνίων, όπου πρόκειται να τελεσθεί επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων και θα ακολουθήσει ξενάγηση στο δημοτικό ιστορικό λαογραφικό μουσείο Αιγίου, όπου βρίσκεται η προτομή του Ανδρέα Λόντου.