«Αβραάμ… εξεδέχετο την τους θεμελίους έχουσαν πόλιν, ης τεχντίτης και δημιουργός ο Θεός.»
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ (Προς Εβραίους, κεφ. 11: 9-10, 32-40)
Ο ΑΒΡΑΑΜ ήταν πλουσιότατος και με ένα μέρος από τα πλούτη του θα μπορούσε να ανοικοδομήσει αρχοντικά και ανάκτορα για τον εαυτό του, όπως επίσης για τα παιδιά και τους απογόνους του, αλλά και για τους υπηρέτες του. Η Αγία Γραφή μας διηγείται ότι: «Άβραμ ήν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι και αργυρίω και χρυσίω» (Γεν. 13:2).
Εν τούτοις δεν είχε καμμία προσκόληση στα πλούτη του ή τα αγαθά που μπορούσε να αποκτήσει με αυτά. Γι’ αυτό και προτίμησε να μένει σε σκηνές. Έζησε σε σκηνές μαζί με τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, που ήσαν συγκληρονόμοι της ίδιας υπόσχεσης του Θεού. Και τούτο, διότι επερίμενε με πίστη και ελπίδα ακλόνητη την επουράνια πόλη, με τα αδιάσειστα και αιώνια θεμέλιά της, της οποίας τεχνίτης και δημιουργός είναι ο ίδιος ο Θεός».
Είχε προτιμήσει αντί των επιγείων τα επουράνια αγαθά. Η πίστη του τον έκανε να τα βλέπει σαν πραγματικά και αδιαμφισβήτητα, όπως άλλωστε και είναι. Ας σταματήσουμε λίγο στη φράση «ης τεχνίτης και δημιουργός ο Θεός». Αρχιτέκτων, μηχανικός και οικοδόμος υπήρξε και υπάρχει αυτός ο ίδιος ο Θεός. Παρουσιάζεται ο Θεός σαν δημιουργός και κτίστης μιας ουράνιας πόλης, στην οποία θα κατοικούν ουράνιες υπάρξεις, άνθρωποι μαζί με τους αγγέλους, πατέρας δε όλων θα είναι ο Θεός. Έχει η πόλη αυτή αμετακίνητα και ασάλευτα και αιώνια τα θεμέλιά της, αφού την έχει κτίσει ο Θεός. Και την έχει δημιουργήσει βάσει του παναγάθου και πανσόφου σχεδίου Του, για να μένει στους αιώνες των αιώνων. Βοηθεί δε και τον κάθε καλοπροαίρετον άνθρωπον, ώστε να πορευθεί με ασφάλεια στον δρόμο, που τέρμα του έχει την ουράνια πόλη, για να ζει αιωνίως μακάριος και τρισένδοξος μαζί με τους αγγέλους και όλους τους πιστούς και καλοπροαιρέτους ανθρώπους.
Λαμπρότατη περιγραφή αυτής της ουράνιας πόλης κάνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, την οποίαν και ονομάζει νέαν Ιερουσαλήμ (Αποκ. 21: 1-27).
Είναι «οι καινοί ουρανοί και η καινή γη, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί» (Β΄ Πέτρ. 3:13). Χαρακτηριστικό τους γνώρισμα θα είναι η δικαιοσύνη στην ευρεία αυτής σημασία, η αναμαρτησία και η αθωότης, η αγνότητα και η αγιότητα, η αγάπη και η ενότητα, η ομόνοια και η ειρήνη, η μακαριότητα και η δόξα. Πηγή χαράς θα είναι η αδελφική επικοινωνία με τους αγγέλους του Θεού, με τους αγίους, τους από του Αδάμ μέχρι και της συντελείας των αιώνων.
Εκεί θα πάρουμε μέρος σαν τέκνα Θεού, σαν αδελφοί Χριστού, σαν κληρονόμοι στη δόξα και μακαριότητα του Πατρός μας. Ο Απ. Παύλος γράφει, ότι εφ’ όσον είμαστε παιδιά του Θεού, θα είμαστε και κληρονόμοι «κληρονόμοι μεν Θεού συγκληρονόμοι δε Χριστού» (Ρωμ. 8: 17). Ένδοξος στα δεξιά του θρόνου της απείρου μεγαλειότητος του Θεού Πατρός ο Χριστός, εκεί και εμείς πρωτότοκοι μαζί με τον πρωτότοκον αδελφό μας και Κύριόν μας, συμμέτοχοι της δόξης του (Εβρ. 12:23).
Ο ίδιος ο Κύριος είπε. «ους δέδωκάς μοι θέλω, ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρούσι την δόξαν την εμήν, ήν δέδωκάς μοι» (Ιωαν. 17:24). Και διαβεβαιώσω ότι «όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιωαν. 12-26). Αυτήν την δόξα του Κυρίου δεν θα την βλέπουμε μόνον, αλλά θα την απολαμβάνουμε. Θα συμμετέχουμε στο άπειρο μεγαλείο του, διότι «όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν» (Α΄Ιωάν. 3:2). Την δόξαν αυτήν την θεωρεί σαν τετελεσμένον γεγονός ο Χριστός και αναφέρει προς τον Πατέρα του «εγώ την δόξαν, ην δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς» (Ιωαν. 17:22, 24).
Θα γεμίσουν οι πιστοί από θαυμασμό και χαρά εισχωρούντες βαθύτερα στη γνώση και κατανόηση του Θεού και αντικρύζοντας νέες πάντοτε απείρου μεγαλείου ωραιότητες του Θεού και ασυλλήπτους αρμονίες της θείας φύσης. Εκεί θα εκπληρωθούν όλες οι ευγενείς θεόσδοτες εφέσεις μας. Θα γίνουμε θεοί κατά χάρη. Ο Απ. Παύλος ο οποίος έχει αρπαγεί ως τον τρίτον ουρανόν και είδε τον Παράδεισον δεν εύρισκε λέξεις κατάλληλες να τον περιγράψει. Απλώς αρκέστηκε να μας πει, ότι τα αγαθά του Παραδείσου είναι «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄Κορ. 2:9).
Πώς λοιπόν η καρδιά του πιστού Αβραάμ και η καρδιά του κάθε πιστού Χριστιανού να μη πλημμυρίζει από χαρά στη σκέψη των αγαθών και της μακαριότητος του Παραδείσου; Αυτά αποτελούν βέβαιη και αμετακίνητη πραγματικότητα. Είναι πιο βέβαιη η ύπαρξη των αγαθών «α ητοίμασε ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» από το ότι θα ανατείλει ο ήλιος την επόμενη μέρα.