Όποιος ακούει καθημερινά τον Ερντογάν και όλους τους Τούρκους αξιωματούχους να απειλούν ευθέως την Ελλάδα με στρατιωτική κατάληψη νησιών και βραχονησίδων του Αιγαίου και την Ευρώπη με εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού, και από την άλλη διαβάζει ότι στην πρόσφατη στρατιωτική άσκηση «EFES 2022» της Άγκυρας στη Σμύρνη καταγράφηκε η μεγαλύτερη νατοϊκή συμμετοχή (37 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και η Γαλλία), σαστίζει.
Γιατί έτρεξαν, άραγε, οι νατοϊκοί σύμμαχοι, η Ουάσιγκτον και το Παρίσι να νομιμοποιήσουν με την παρουσία τους ένα άκρως αναθεωρητικό τουρκικό σόου, με βασικό σενάριο στρατιωτική απόβαση και κατάληψη νησιού άλλης χώρας της Συμμαχίας; Και γιατί έσπευσε προ διημέρου ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ κ. Στόλτενμπεργκ να «κλείσει το μάτι» στον Ερντογάν χαρακτηρίζοντας αποδεκτές τις ανησυχίες της Τουρκίας για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στη Βορειοατλαντική Συμμαχία;
Μα, δεν υποτίθεται ότι ΝΑΤΟ, ΗΠΑ και ΕΕ είναι βαθιά ενοχλημένες από τη συνολική στάση του Τούρκου προέδρου έναντι του Ουκρανικού, την τακτική των δύο ποδιών σε δύο βάρκες, το βέτο στην ιστορικά κρίσιμη απόφαση της Συμμαχίας για ένταξη των δύο παραπάνω χωρών, στη δεδομένη χρονική συγκυρία με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σε πλήρη εξέλιξη;
Προφανώς, σε τόσο περίπλοκη διεθνή συγκυρία, με τόσο πολυεπίπεδα συμφέροντα, απαιτούνται χειρισμοί και αλλεπάλληλοι ελιγμοί. Μέχρι ένα όριο, όμως. Δεν μπορεί ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν να κατακεραυνώνει (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον) τον Ερντογάν ως «ταραξία» της Ανατολικής Μεσογείου και μετά να στέλνει αντιπροσωπεία σε μια στρατιωτική άσκηση με τέτοια χαρακτηριστικά όπως η «EFES 2022». Ούτε η Ουάσιγκτον. Ούτε αυτή, στο όνομα των συμφερόντων, να δηλώνει παρουσία σε ένα σόου το οποίο έρχεται σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες για τον σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο.
Κι όμως. Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, αυτό είναι το διεθνές περιβάλλον μέσα στο οποίο καλείται να ασκήσει πολιτική η Αθήνα. Ένα περιβάλλον που αναγνωρίζει ξεκάθαρα και με έμφαση τον αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά δεν παραγνωρίζει τα συμφέροντά της σε σχέση με την Άγκυρα.
Σε περίπου δύο εβδομάδες, στις 28-30 Ιουνίου, όλοι οι νατοϊκοί «παίκτες» θα βρεθούν γύρω από το ίδιο τραπέζι στην επικείμενη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη.
Θα είναι εκεί ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάιντεν, ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζόνσον, ο Έλληνας πρωθυπουργός Μητσοτάκης και, φυσικά, ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν.
Ο κ. Μητσοτάκης θα κληθεί να δώσει μία ακόμα μάχη, ουσίας αλλά και εντυπώσεων. Όλες τις προηγούμενες τις κέρδισε, αποσπώντας τα εύσημα των κορυφαίων του δυτικού κόσμου. Θα επαναλάβει τα αυτονόητα και αυταπόδεικτα: Ότι η Τουρκία έχει επιλέξει για τον εαυτό της τον ρόλο του «ταραξία» της περιοχής και ότι με την πολιτική της δεν στρέφεται μόνο εναντίον της Ελλάδας αλλά εναντίον της σταθερότητας στην Ευρώπη και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία με φόντο το Ουκρανικό έχει αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη σημασία για Ουάσιγκτον και ΕΕ.
Ο Τούρκος πρόεδρος, από την πλευρά του, θα προσέλθει στη Σύνοδο έχοντας προηγουμένως εξαντλήσει όλες τις προσπάθειες -θεμιτές και αθέμιτες- για να πετύχει ένα ολιγόλεπτο, έστω, τετ α τετ με τον Αμερικανό πρόεδρο. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει κάποιο σημάδι στον ορίζοντα ότι θα «ξεπαγώσει» το άτυπο εμπάργκο του Λευκού Οίκου προς τον κ. Ερντογάν.
Το βασικό για την Ελλάδα και κατ’ επέκταση για την Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή, ωστόσο, θα είναι πώς θα σταθούν οι σύμμαχοι έναντι της αναθεωρητικής πολιτικής του Ερντογάν. Αν και ποια μηνύματα θα του στείλουν. Αν και πόσο νερό (ακόμα) θα βάλουν στο κρασί τους. Αν και πόσο ακόμα θα υπαναχωρούν σε απαιτήσεις και λεονταρισμούς που ακυρώνουν στην ουσία τους όλες τις αρχές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε το ΝΑΤΟ και που υπό τις νέες παγκόσμιες συνθήκες χρειάζονται περισσότερη ενίσχυση και όχι χλευασμό στην πράξη από τον Τούρκο πρόεδρο.
Οι μέρες μέχρι τα τέλη του μήνα είναι κρίσιμες. Και το τριήμερο με το οποίο θα κλείσει ο πρώτος μήνας του καλοκαιριού, κρισιμότερο.