Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας καί ὁµοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος
Μέρος Α´
Τί εἶναι ὁ φόβος;
«Οὐθὲν γάρ ἐστι φόβος εἰ µὴ προδοσία τῶν ἀπὸ λογισµοῦ βοηθηµάτων». Δηλ. Ὁ φόβος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, εἰµή µία κατάστασις, κατά τήν ὁποίαν µᾶς ἐγκαταλείπει καί αὐτή ἡ βοήθεια τῆς διανοίας µας. (Σοφ. Σολ. 17,11) «Ὁ ἄνθρωπος δηλ. προδίδεται ἀπό τόν λογισµό του, ἐνεργεῖ παράλογα, χάνει τήν ψυχραιµία του καί µπορεῖ νά φθάσει στήν κατάσταση τοῦ πανικοῦ« Ὁ Μ. Βασίλειος ὀνοµάζει τόν φόβον «ἑτέραν µέθην», δηλαδή ἕνα εἶδος µέθης. Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ µεθυσµένος χάνει τόν ἔλεγχο τοῦ ἑαυτοῦ του, τήν αἰδώ καί κάθε ἀναστολή. Εὔκολα ὑποκύπτει σέ κάθε πάθος παραλογιζόµενος καί αὐτοταλαιπωρούµενος.
Καί συνεχίζει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: «ἔνδοθεν δὲ οὖσα ἥττων ἡ προσδοκία, πλείονα λογίζεται τὴν ἄγνοιαν τῆς παρεχούσης τὴν βάσανον αἰτίας». Δηλ. Ὅταν µειωθεῖ µέσα µας ἡ ἐλπίδα, τότε ὁ φόβος ἐξ αἰτίας τῆς ἀγνοίας µας µᾶς κάνει νά θεωροῦµε χειρότερα τά κακά, παρ’ ὅσον στήν πραγµατικότητα εἶναι (Σοφ. Σολ. 17,12). Φοβόµαστε καί ταλαιπωρούµαστε περισσότερο ἀπό τόν ἀνόητο φόβο-τήν νηπιακή αὐτή κατάσταση τῆς ψυχῆς- παρά ἀπό τά ἴδια τά γεγονότα. «Εκείνο που φοβάται κανείς ότι θα πάθει», παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «αυτά και παθαίνει και αν δεν τα πάθει, ίσως τιµωρείται περισσότερο από τον εαυτόν του, παρά από τους δράστες».
Ὁ δέ ἱερός Χρυσόστοµος µᾶς διδάσκει ὅτι «ὁ φόβος εἶναι ἡ µεγαλοποίηση ἀναµενόµενων συµφορῶν, πού συνδέονται µέ ἔνοχη συνείδηση». Ἄρα ὁ φόβος συνδέεται καί µέ τήν ἁµαρτία, µέ τήν ἐνοχή. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίµακος παρατηρεῖ ὅτι «φόβος ἐστί προµελετώµενος κίνδυνος· ἤ πάλιν φόβος ἐστί σύντροµος αἴσθησις καρδίας, περί ἀδήλων συµφορῶν κλονουµένη καί ἀσχάλλουσα.». Δηλαδή «ὁ φόβος εἶναι κίνδυνος πού προµελετᾶται. Ἤ διαφορετικά, ὁ φόβος εἶναι µία ἔντροµη αἴσθησις καρδίας, πού συγκλονίζεται καί ἀγωνιᾶ ἀπό ἀναµονή ἀπρόβλεπτων συµφορῶν».
Ποῖα εἶναι τά εἴδη τοῦ φόβου;
Ὁ φόβος διαιρεῖται σέ 6 εἴδη, θά µᾶς πεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαµασκηνός: «στόν δισταγµό, στήν ντροπή, στήν αἰσχύνη, στήν κατάπληξη, στήν ἔκπληξη καί στήν ἀγωνία. Δισταγµός εἶναι ὁ φόβος πού ἔχουµε γιά κάτι πού πρόκειται νά κάνουµε. Ντροπή εἶναι ὁ φόβος στήν περίπτωση πού ἀναµένουµε κάποια κατηγορία, αἰσχύνη εἶναι ὁ φόβος γιά κάποιο κακό πού ἔχουµε πράξει (ἔνοχη συνείδηση), Κατάπληξη εἶναι ὁ φόβος πού προκαλεῖται ἀπό µεγάλη φανταστική ἐντύπωση,
Ἔκπληξη εἶναι ὁ φόβος πού προκαλεῖται ἀπό ἀσυνήθιστη φανταστική ἐντύπωση καί ἀγωνία εἶναι ὁ φόβος ἀποτυχίας πού αἰσθανόµαστε σέ κάποια ἐνέργειά µας».
Ποῖος εἶναι ὁ κύριος φόβος πού µᾶς ταλαιπωρεῖ;
Εἶναι ὁ φόβος τοῦ σωµατικοῦ θανάτου, πού θεωρεῖται ἡ µεγαλύτερη συµφορά. Στήν πραγµατικότητα βέβαια ἡ µεγαλύτερη συµφορά εἶναι ὁ πνευµατικός θάνατος, ἡ ἁµαρτία, πού ἄν δέν µετανοήσουµε, µᾶς χωρίζει αἰώνια ἀπό τήν Πηγή παντός ἀγαθοῦ, τόν Θεό.
«Φοβόµαστε το θάνατο», παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστοµος, «όχι επειδή εκείνος είναι φοβερός, αλλά επειδή ούτε η αγάπη προς τη Βασιλεία των Ουρανών µας θέρµανε, ούτε ο φόβος της γέενας (κολάσεως) µας κατέλαβε και επιπλέον δεν έχουµε και συνείδηση αγαθή. Θέλετε να σας αναφέρω και µια τέταρτη αιτία; Δεν ζούµε βίο σκληραγωγίας, όπως αρµόζει στους Χριστιανούς, αλλά τον µαλθακό και νωθρό βίο ζηλέψαµε. Γι' αυτό είναι φυσικό, να µας αρέσει να µένουµε στα πράγµατα του παρόντος κόσµου». (Ιερός Χρυσόστοµος). Ἄν ἐλευθερωθοῦµε ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου µέ τήν ζωντανή πίστη στόν Ἀναστάντα Κύριο τότε ἐλευθερωνόµαστε ἀπό τόν διάβολο καί κάθε ἄλλο φόβο, ἀπό κάθε ἀνασφάλεια, ἀπό κάθε πανικό καί κάθε φοβία.
«Όποιος δεν φοβάται τον θάνατο», ἐπισηµαίνει ὁ Ἰερός Χρυσόστοµος, «είναι έξω από την τυραννική εξουσία του διαβόλου. Κανέναν δεν φοβάται, κανέναν δεν τρέµει. Είναι από όλα ανώτερος και από όλους πιο ελεύθερος. Όποιος θυσιάζει το ύψιστο, τη ζωή του, πολύ περισσότερο θυσιάζει όλα τα άλλα. Όταν ο διάβολος βρει µια τέτοια ψυχή, τίποτε δεν µπορεί να της κάνει. Για πες µου: Θα την φοβερίσει µε απώλεια χρηµάτων ή µε βάσανα και εξορία από τον τόπο της; Αυτά είναι ασήµαντα, για όποιον είναι έτοιµος να θυσιάσει τη ζωή του, όπως λέει ο Μακάριος Παύλος (Πράξεις 20,24)».
(Ιερός Χρυσόστοµος)
Φοβόµαστε τόν θάνατο διότι ζοῦµε σωµατικά-σαρκικά, εἴµαστε ὑποδουλωµένοι στό σῶµα. «Ὅτε [ἄνθρωπος] ἐν τῇ γνώσει καί τῇ πολιτείᾳ τοῦ σώµατος ἵσταται, ἐκ τοῦ θανάτου πτοεῖται» γράφει ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. «Ρωτήθηκε ἕνας Γέροντας: ‘’Γιατί φοβᾶµαι ὅταν περπατῶ στήν ἔρηµο;’’ Καί ἀπάντησε: ‘’Γιατί ἐξακολουθεῖς νά ζεῖς!». Δηλαδή δέν ἔχεις νεκρωθεῖ γιά τόν κόσµο, τόν διάβολο, τόν κακό ἑαυτό σου, τήν φιλαυτία σου-τά πάθη σου. «Ἀδελφός ρώτησε ἕνα Γέροντα: ‘’Γιατί µέ καταλαµβάνει φόβος ὅταν µοῦ τυχαίνει νά βγαίνω µόνος τή νύκτα;’’ Καί ὁ Γέροντας ἀπαντᾶ: ‘’Γιατί ἡ ζωή τοῦ κόσµου ἐξακολουθεῖ νά ἔχει ἀξία γιά σένα’’». Δηλαδή δέν ἔχει ἀκόµη ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν φιλοδοξία, τήν φιληδονία καί τήν φιλαργυρία πού συνιστοῦν τά κύρια συστατικά τοῦ κόσµου.
Ποιά εἶναι ἡ αἰτία τοῦ φόβου;
Ἀπό τά ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι ἡ αἰτία τοῦ φόβου εἶναι ἡ ἀσέβεια, ἡ ὑποταγή στήν ἁµαρτία. «Φεύγει ασεβής», διαβάζουµε στίς Παροιµίες, «µηδενός διώκοντος, δίκαιος δε ώσπερ λέων πέποιθε. [Φεύγει πανικόβλητος ο ασεβής, χωρίς να υπάρχει κανείς, που να τον καταδιώκει (τον καταδιώκει όµως η συνείδηση). Ενώ ο δίκαιος, σαν λέων απτόητος, µένει ακλόνητος σε ώρα κινδύνου έχοντας πεποίθηση στο δίκαιό του και την συµπαράσταση του Θεού.] (Παροιµίες 28,1).
Ἡ ἀπουσία τῆς κάθαρσης ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπουσία τῆς Θείας Χάρης, ἡ ὑπακοή στόν κόσµο καί ἑποµένως στόν διάβολο, ἀφοῦ «ό κόσµος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» µᾶς γεµίζει µέ κάθε εἴδους ἀνόητο φόβο. Ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι φίλος-δοῦλος τοῦ κόσµου εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καί δοῦλος τοῦ κάθε εἴδους φόβου. Γιαυτό σηµειώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης: «Ὁ δοῦλος Κυρίου γενόµενος τόν οἰκεῖον Δεσπότην καί µόνον φοβηθήσεται· ὁ δέ Τοῦτον οὔπω φοβούµενος, τήν ἑαυτοῦ σκιάν πολλάκις πεφόβηται». Ὅποιος δέν φοβᾶται δηλ. δέν σέβεται τόν Θεόν, ὅποιος δέν τηρεῖ τίς ἐντολές Του, αὐτός φοβᾶται τά πάντα. Ὅποιος φοβᾶται τόν Θεό δηλαδή τηρεῖ τίς ἐντολές Του, αὐτός δέν φοβᾶται τίποτε ἄλλο.
Πῶς ὑπερβαίνεται ὁ φόβος;
Ἀπό ὅλα τά ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι ὁ φόβος ὑπερβαίνεται µέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει ὡς ὑπόβαθρό τήν πίστη στόν Θεό καί τόν Λόγο Του. Ὁ Κύριος µᾶς δίδαξε:
• Και µη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώµα, την δε ψυχήν µη δυναµένων αποκτείναι. Φοβήθητε δε µάλλον τον δυνάµενον και ψυχήν και σώµα απολέσαι εν γεένη. [Και µην φοβηθείτε απ' αυτούς που σκοτώνουν το σώµα και την ψυχή δεν µπορούν να σκοτώσουν. Φοβηθείτε περισσότερο αυτόν, που µπορεί να σκοτώσει την ψυχή και να την ρίξει µαζί µε το σώµα στην κόλαση.] (Κατά Ματθαίον 10,28)
• Μη φοβηθήτε από των αποκτεινόντων το σώµα, και µετά ταύτα µη εχόντων περισσότερον τι ποιήσαι. Υποδείξω δε υµίν τίνα φοβηθήτε· φοβήθητε τον µετά το αποκτείναι έχοντα εξουσίαν εµβαλείν εις την γέενναν· ναί, λέγω υµίν, τούτον φοβήθητε. [Μη φοβηθείτε από εκείνους που θανατώνουν το σώµα και ύστερα δεν έχουν την δύναµη τίποτε περισσότερο να κάνουν. Θα σας υποδείξω όµως ποιό να φοβηθείτε: να φοβηθείτε εκείνον, ο οποίος αφού σας αφαιρέσει την παρούσα ζωή, έχει την εξουσία να σας ρίξει στο αιώνιον πυρ της κολάσεως. Ναι σας λέω, αυτόν πρέπει να φοβηθείτε!...] (Κατά Λουκάν 12,4-5)
• Ει ο Θεός υπέρ ηµών, τις καθ' ηµών; [Εάν ο Θεός είναι µαζί µας, ποιός µπορεί να είναι εναντίον µας;] (Προς Ρωµαίους 8,31)
• Αυτός γαρ είρηκεν· ου µη σε ανῶ ουδ' ου µη σε εγκαταλίπω· ώστε θαρρούντας ηµάς λέγειν· Κύριος εµοί βοηθός, και ου φοβηθήσοµαι· τί ποιήσει µοι άνθρωπος; [Διότι αυτός (ο Θεός) είπε· ''δεν θα σε αφήσω ποτέ και δεν θα σε εγκαταλείψω''. Ώστε έχοντες πίστη στην Πρόνοια του Κυρίου, να λέµε µε θάρρος: ''ο Κύριος είναι βοηθός µου και δεν θα φοβηθώ τίποτε. Τί θα µου κάνει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος;] (Προς Εβραίους 13,5-6)
• Ου φοβηθήσοµαι από µυριάδων λαού των κύκλω συνεπιτιθεµένων µοι. Ανάστα, Κύριε, σώσον µε, ο Θεός µου, ότι συ επάταξας πάντας τους εχθραίνοντάς µοι µαταίως, οδόντας αµαρτωλών συνέτριψας. [Δεν θα φοβηθώ από αναρίθµητα πλήθη εχθρικού λαού, που µε έχουν περικυκλώσει από όλα τα σηµεία και επιτίθενται όλοι µαζί εναντίον µου. Σήκω πάνω, Κύριε, σώσε µε από τους εχθρούς µου, εσύ ο Θεός µου. Διότι είµαι βέβαιος πλέον, ότι έχεις συντρίψει όλους αυτούς, που µε εχθρεύονται χωρίς λόγο και αιτία. Θεωρώ ως τετελεσµένο γεγονός, ότι συνέτριψες τα δόντια των αµαρτωλών, που σαν άγρια θηρία έρχονται να µε κατασπαράξουν.] (Ψαλµοί 3,7-8)
• Επί τω Θεώ ήλπισα, ου φοβηθήσοµαι τί ποιήσει µοι άνθρωπος. [Επειδή ελπίζω στο Θεό, δεν φοβάµαι τι θα µου κάνει ο άνθρωπος.] (Ψαλµ. 55,12).
• Κανείς και τίποτα να µην σε φοβίζει. Και αν ακόµη είναι αναρίθµητοι οι εχθροί, δαίµονες και ασεβείς άνθρωποι, ο δικός µας Υπερασπιστής είναι Ισχυρότερος. (ΙερόςΧρυσόστοµος)
Ἀπό τόν ἀρχικό φόβο ὁδηγούµαστε στόν τέλειο φόβο τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται µέ τήν ἀγάπη.
Ὁ ἀρχικός φόβος τοῦ Θεοῦ πού ἔχει ὡς ὑπόβαθρο τήν πίστη στόν Θεό, στήν αἰώνια ἀνταπόδοση καί ἑποµένως στήν αἰώνια κόλαση ὁδηγεῖ στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Αὐτή ὁδηγεῖ στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Μᾶς διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὄτι ο Φοβος ενώπιον του κριτού και της κρίσεως δεν υπάρχει εις την καρδίαν του ανθρώπου, που αγαπά, αλλ' η τελεία κατά Θεόν αγάπη βγάζει έξω από την ψυχήν και διώχνει τον φόβον. Διότι ο φόβος προϋποθέτει την τιµωρίαν εξ αιτίας της ενοχής. Και εκείνος που φοβείται εξ αιτίας της ενοχής του, είναι φανερόν ότι δεν έχει προχωρήσει και δεν έχει γίνει τέλειος εις την αγάπην.
• Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος ἔχει µία ὁµιλία γιά τόν Θεῖο φόβο: «H τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο (Α’ Ιωάννου 4, 18). Άραγε, τι θέλει µ’ αυτό να µας επισηµάνει ο Άγιος;», Ἐρωτᾶ ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος. «Ποια άραγε ονοµάζει αγάπη και ποιο φόβο; Ο Προφήτης λέει στον ψαλµό: Φοβήθητε τον Κύριο, πάντες οι άγιοι αυτού (Ψαλµ. 33, 10) και χίλια άλλα παρόµοια βρίσκουµε στις Άγιες Γραφές. Αν λοιπόν και οι άγιοι που τόσο αγαπούν τον Κύριο τον φοβούνται, πως λέει: Η αγάπη φυγαδεύει τον φόβο; Θέλει να µας δείξει ο άγιος ότι είναι δύο είδη φόβων, ένας αρχικός και ένας τέλειος. Και ότι ο µεν ένας είναι χαρακτηριστικό των αρχαρίων, όπως θα λέγαµε, στην πνευµατική ζωή, ο δε άλλος είναι χαρακτηριστικό των αγίων που έχουν πια τελειωθεί πνευµατικά, αυτών που έφτασαν στο µέτρο της άγιας αγάπης. Να, τι θέλω να πω: Κάνει κανείς το θέληµα του Θεού για το φόβο της τιµωρίας.
Αυτός, όπως είπαµε, είναι ακόµα ολότελα αρχάριος. Δεν αγωνίζεται για το ίδιο το καλό, αλλά επειδή φοβάται τις τιµωρίες. Άλλος κάνει το θέληµα του Θεού επειδή αγαπάει το Θεό, επειδή χαίρεται ιδιαίτερα µε το να είναι η ζωή του ευάρεστη στο Θεό. Αυτός γνωρίζει την ουσία του καλού, αυτός γεύτηκε τι σηµαίνει να είναι κανείς ενωµένος µε το Θεό. Αυτός είναι εκείνος που έχει αληθινή αγάπη, που ο άγιος την ονοµάζει τέλεια. Και αυτή η αγάπη τον οδηγεί στον τέλειο φόβο. Γιατί αυτός φοβάται και κάνει το θέληµα του Θεού, όχι από φόβο για τις τιµωρίες, όχι από φόβο µήπως κολαστεί, αλλά, όπως ακριβώς είπαµε, επειδή γεύτηκε τη γλυκύτητα που δοκιµάζει όποιος είναι ενωµένος µε το Θεό, φοβάται µήπως τη χάσει, φοβάται µήπως τη στερηθεί. Αυτός λοιπόν ο τέλειος φόβος, που προέρχεται απ’ αυτή την αγάπη, αποµακρύνει τον αρχικό φόβο. Και γι’ αυτό λέει: Η τέλεια αγάπη φυγαδεύει το φόβο. Είναι όµως αδύνατο να φτάσει κανείς διαφορετικά στον τέλειο φόβο, παρά µόνο µε τον αρχικό».Ὁ ἀρχικός φόβος τῆς κολάσεως µᾶς ὠφελεῖ τά µέγιστα.
• «Πολλές φορές», παρατηρεῖ ὁ Ιερός Χρυσόστοµος, «δεν θα µπορέσουν τα λόγια να πετύχουν τόσο µεγάλα αποτελέσµατα, όσα θα πετύχει ο φόβος. Ο φόβος δηλ. της κολάσεως, θα µας χαρίσει το στεφάνι της Ουράνιας Βασιλείας». Μόνο τήν ἁµαρτία πρέπει νά φοβόµαστε πού µπορεῖ νά µᾶς κολάσει ἄν δέν ἐλευθερωθοῦµε ἀπό αὐτήν. «Όποιος φοβάται την αµαρτία», διδάσκει τό χρυσό στόµα τῆς Ἐκκλησίας, «τίποτε άλλο δεν θα φοβηθεί ποτέ, αλλά θα περιφρονήσει τα αγαθά της παρούσης ζωής, θα παραβλέψει τα λυπηρά και τα δυσάρεστα. Μόνο ο φόβος της αµαρτίας θα συνταράσσει τη σκέψη του. Τίποτεαπό τα άλλα δεν είναι φοβερά, για όποιον έχει τον φόβο της αµαρτίας, ακόµα ούτε το αποκορύφωµα των φόβων, που είναι ο θάνατος... Φοβόµαστε το θάνατο σαν παιδιά και δεν φοβόµαστε την αµαρτία. Τα µικρά παιδιά φοβούνται τις µάσκες και δεν φοβούνται την φωτιά.
Και εµείς φοβόµαστε το θάνατο, που µοιάζει µε µάσκα γελοία και δεν φοβόµαστε την αµαρτία, που είναι όντως φοβερό πράγµα και ως φωτιά κατατρώει την συνείδησή µας. (Ιερός Χρυσόστοµος)