Επειδή πάλι θα ειπωθούν πολλές μπούρδες για την παρέλαση, το νόημά της, την καταγωγή της, την αξία της και το λόγο ύπαρξής της στις μέρες μας, σκέφτομαι τα εξής:
ΟΧΙ, η παρέλαση δεν είναι φασιστικό κατάλοιπο του Μεταξά, ακόμα κι αν όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα την χρησιμοποίησαν.
Η ελληνική παρέλαση αντλεί την καταγωγή της από την αρχαιότητα, τους Αθηναϊκούς θριάμβους αλλά και τους τρεις Σπαρτιατικούς χορούς. Ακόμα και τώρα, βλέπουμε μια παραλλαγή τους:
Μπροστά οι γέροντες (όσοι μας έχουν απομείνει ανάπηροι πολέμου) που δηλώνουν πως «ήταν κάποτε γενναία παλικάρια» (Άμμες ποκ΄ ήμες άλκιμοι νεανίαι).
Μετά ακολουθούν οι στρατιώτες, οι μάχιμοι άντρες (και γυναίκες πια) της εποχής, που λένε «εμείς είμαστε τώρα γενναία παλικάρια, κι αν σου βαστάει, δοκίμασε» (Άμμες δε γ΄ ειμέν, αι δε λης πείραν λάβε).
Μια μέρα πριν τη στρατιωτική παρέλαση, γίνεται η μαθητική. Ο τρίτος χορός των παιδιών στην ουσία, αυτών που θα αναλάβουν στο μέλλον και μας διαβεβαιώνουν ότι «θα γίνουν πολύ καλύτεροι από μας» (Άμμες δε γ΄ εσσόμεθα πολλώ κάρρονες).
Στην παρέλαση συμμετέχει ενεργά όλη η Πόλη:
Ολος ο λαός, ο οποίος παρακολουθεί, ζητωκραυγάζει, τραγουδά, σιωπά, βουρκώνει και καμαρώνει.
Η παρέλαση όλη, οι μαθητές, τα σωματεία, οι αντιπροσωπείες, η μπάντα κι οι στρατιώτες στρέφονται προς το Μνημείο των Πεσόντων, χαιρετούν και αποδίδουν τιμή στους νεκρούς της Ελλάδας, εκείνους που έδωσαν τη ζωή τους για το ύψιστο αγαθό, την Ελευθερία.
Οχι, η παρέλαση δεν είναι χαιρετούρες προς τους επισήμους.
Κανείς ζωντανός δεν είναι επίσημος εκείνη τη μέρα. Οι επίσημοι είναι ντεκόρ για τον πραγματικό τιμώμενο:
Τους Νεκρούς του Πολέμου.
Δεν έχουμε εθνικές πατατογιορτές στην Ελλάδα, ούτε Χάλογουιν. Κάθε επίσημη γιορτή του έθνους μας όμως αυτό το νόημα έχει: Τιμή και μνήμη σε κείνους που αντιστάθηκαν στην υποδούλωση.
Τι είναι Έλληνας και τι Ελλάδα;
Κατ’ αρχάς, ποια ήταν η Ελλάδα ανά τους αιώνες; Οι 6 τόσες δα μικρούλες Πόλεις-Κράτη της αρχαιότητας ή η μισή υφήλιος του Μεγαλέξανδρου;
Η Ελλάδα δεν είναι τόπος. Είναι τρόπος.
Η ελληνικότητα δεν είναι hardware, είναι software.
Γιαυτό και Έλληνας είναι ο καθένας που μετήλθε της ελληνικής παιδείας. Έμαθε, κατανόησε, αποδέχτηκε και φωτίστηκε από αυτήν κι έτσι άλλαξε για πάντα. Όπου κι αν έχει γεννηθεί.
Ποιος είναι Ελληνας;
Είναι ο Αντεντοκούμπο Έλληνας;
Είναι ο Πύρρος Δήμας;
Είναι τα παιδιά των Ελλήνων ομογενών που έχουν γεννηθεί σε ξένη χώρα;
Είναι τα παιδιά των ξένων που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα;
Είναι ο Αμίρ το προσφυγάκι από το Αφγανιστάν που θέλει διακαώς να παρελάσει;
Έλληνας μπορείς να είσαι επειδή γεννήθηκες στην Ελλάδα μα αυτό από μόνο του δεν φτάνει.
Μπορείς να είσαι επειδή σπούδασες ελληνικά μα κι αυτό δεν φτάνει. Μπορεί να είσαι επειδή έχεις έναν ή δυο γονείς Έλληνες μα ούτε κι αυτό δε φτάνει.
Από την άλλη, μπορείς να είσαι Έλληνας με δυο γονείς Αφρικανούς. Γεννημένος στην Ελλάδα ή αλλού. Μπορείς να είσαι Έλληνας μουσουλμάνος (όπως οι Πομάκοι).
Μπορείς ακόμα να είσαι Έλληνας χωρίς να έχεις καν το διαβατήριο και τη «βούλα». Σαν τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας: «Μιλάμε τη γκλώσσα του Ομήρου. Στα χαρτιά, στο πασπόρτ είμαστε Ιταλοί. Στη ψυχή (ψυχή) και την καρδία είμαστε Έλληνες»
Μα μπορεί να είσαι κι Έλληνας σαν τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό:
«Αγάπησα αυτή τη γλώσσα (την ελληνική) … γιατί ό,τι έχει λεχθεί καλό από τον άνθρωπο έχει ως επί το πλείστον λεχθεί σ’ αυτή τη γλώσσα. Με τα λατινικά κυβέρνησα την αυτοκρατορία μου. Ο επιτάφιος μου θα χαραχτεί στα λατινικά στον τοίχο του μαυσωλείου μου στις όχθες του Τίβερη, ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΧΩ ΣΚΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΖΗΣΕΙ.»
Οπότε, δεν θα το πούμε εμείς ποιος είναι Έλληνας και ποιος όχι. Αυτό, θα το πουν οι ίδιοι. Με τις πράξεις, τα έργα τους και τον τρόπο ζωής τους.
Τι συμβολίζει η Γαλανόλευκη;
Η σημαία μας τώρα, η οποία άλλαξε μορφές (λάβαρο, φλάμπουρο, μπαϊράκι), μπήκαν κορώνες, βγήκαν στέμματα, ιερές επιγραφές (Η ταν ή επι τάς, Ελευθερία ή Θάνατος, Εν τούτω Νίκα κλπ), αποδόθηκαν χίλιοι συμβολισμοί (το λευκό του κύματος και το γαλάζιο του ουρανού, το μπλε του ράσου του Παπαφλεσσα και το άσπρο της φουστανέλας του Κολοκοτρώνη, τα σήματα της Αεροπορίας, του Πεζικού και του Ναυτικού κλπ) δεν είναι ένα απλό έμβλημα.
Η σημαία αποτελεί το πιο σεβαστό κρατικό σύμβολο και προστατεύεται από το Σύνταγμα της κάθε χώρας.
Είναι η εθνική πολεμική σημαία μπροστά από την οποία ορκίζονται πίστη στην πατρίδα οι στρατεύσιμοι κάθε χώρας.
Αυτός είναι και ο λόγος που η σημαία αποτελεί το σπουδαιότερο λάφυρο της μάχης και πρέπει να φυλάγεται με νύχια και με δόντια κυριολεκτικά.
Οι Ρωμαίοι διέλυαν αμέσως τις λεγεώνες που έχαναν τη σημαία τους, διαβάζουμε στην ιστορία.
Πολεμική;
Ναι. «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί» μάς λέει ο Ηράκλειτος, εννοώντας ότι όλα στη ζωή κερδίζονται με μάχη. Τίποτα δεν σου χαρίζεται.
Αν είσαι υπόδουλος, πρέπει να πολεμήσεις για απελευθερωθείς. Κι αν έχεις την τύχη να γεννηθείς ελεύθερος, σίγουρα κάποιος άλλος πολέμησε για σένα.
Επιτρέπεται να κρατάει τη σημαία μας κάποιος «μη Έλληνας;»
Το κάθε σχολείο, σύλλογος, ένωση, σύνδεσμος, σωματείο, ομάδα, σύνολο κλπ, θα έπρεπε να έχει το δικό του έμβλημα, το σήμα του δηλαδή και με αυτό να συμμετέχει στην παρέλαση.
Φυσικά το δικαίωμα να παρελάσει, θα πρέπει να έχει κάθε μαθητής του σχολείου, κάθε μέλος του συλλόγου, ή του σωματείου κ.λ.π. ανεξάρτητα από την εθνικότητα και τη θρησκεία του, εφόσον του εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους παρελαύνει και τους ασπαστεί:
Δηλαδή, φόρος τιμής στους πεσόντες για την Ελευθερία και την Ανεξαρτησία και υπόσχεση ότι και ο ίδιος θα αγωνιστεί και θα πράξει ανάλογα κάτω από τα ελληνικά ιδεώδη.
Ο Σημαιοφόρος ειδικά, με το που σηκώνει τη σημαία, αποδέχεται ακόμα και να πεθάνει για αυτήν και τα ιδανικά της, παρά να του πέσει από τα χέρια.
Η σημαία λοιπόν δεν είναι ούτε έπαθλο ούτε βραβείο ούτε αριστείο. Είναι τιμή κι ευθύνη για αυτόν που την φέρει.
Ελληνική υπερηφάνεια
Λένε πως είμαστε από τους πιο περήφανους λαούς για την καταγωγή μας. Αλήθεια είναι. Η ελληνικότητα είναι τίτλος τιμής, όχι απλά ένα ενδεικτικό ιθαγένειας και γλώσσας.
Είναι ένα άυλο σύνολο πολιτισμού και κουλτούρας που πραγματώνεται και διαιωνίζεται μέσα από τον κάθε φύσει, ή, θέσει Έλληνα.
Ο Αλέξανδρος ο Μέγας, για τον οποίον ερίζουν ξαφνικά μερικοί, μετά από 2.500 χρόνια, αυτοπροσδιορίζεται πανηγυρικά: «Ευτυχώς που γεννήθηκα Έλληνας!» («ευγνωμονώ τοις θεοίς ότι εγεννήθην Έλλην») και τιμά με τη ζωή του την ελληνικότητά του αυτή.
Είμαστε Γραικοί και Πανέλληνες, λέξεις πανάρχαιες που εμφανίζονται στον Αριστοτέλη και στα Ομηρικά Έπη.
Μα προάγει τον ...μιλιταρισμό!
Η παρέλαση ουδεμία σχέση έχει με «στρατιωτική πειθαρχία και φασιστική ρομποτοποίηση των παιδιών», που διάβασα κάπου και με έπιασαν τα γέλια.
Μη φοβάσαι. Με δυο ώρες τιμητική παρέλαση δυο φορές το χρόνο, δεν γίνεσαι φαντάρος!
Η δική μας παρέλαση δεν έχει να κάνει με βήματα της χήνας και ομοιομορφία κομμένη με το μαχαίρι, ούτε προσπαθούμε να μοιάσουμε στους άλλους σε βαθμό τέτοιο που να χάνεται η προσωπικότητα μας.
Η παρέλαση για τους Έλληνες και τους ελληνοπαιδευμένους, είναι εκείνη η μοναδική ώρα που ο ασύνταχτος, ελεύθερος κι απείθαρχος λαός μας (κι όσοι τον αποδέχονται, τον σέβονται και τον ακολουθούν), συντονίζεται και συγχρονίζει το βήμα του, τη σκέψη του και την καρδιά του με το νταούλι, ακολουθώντας τη σημαία, για να τιμήσει όλα αυτά που είπαμε παραπάνω.
Το ίδιο νταούλι που χτυπάει άλλοτε σαν όργανο για γιορτή κι άλλοτε σαν τύμπανο του πολέμου. Του αιώνιου δηλαδή Αγώνα.
Χορός και μνημόσυνο
Έτσι, όταν στέλνουμε τα παιδιά μας στην παρέλαση, όταν γιορτάζουμε τις εθνικές επετείους (σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν είμαστε) δεν το κάνουμε για το φολκλόρ, ούτε το παίζουμε Ελληναράδες.
Το κάνουμε «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» και με την κρυφή ελπίδα τα παιδιά μας να γίνουν «πολλώ κάρρονες» από εμάς.
Επειδή κάθε γιορτή μας ανεξαιρέτως εμπεριέχει τη χαρμολύπη, έτσι και η 28η Οκτωβρίου εκτός από ημέρα αφιερωμένη στην άρνηση στην υποταγή και την υποδούλωση, είναι και μέρα μνήμης.
Ένα πραγματικό μνημόσυνο σε αυτούς που έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα αυτόν, αποδεικνύοντας πως για αυτά που αξίζει να ζεις, αξίζει και να πεθαίνεις.
Στην φωτογραφία βλέπουμε να παρελαύνουν την 28η Οκτωβρίου του 1946, μανάδες, χήρες και κόρες πεσόντων στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1922.
Αν κάποιος μισεί τον πόλεμο, είναι σίγουρα αυτές οι γυναίκες που έχασαν τα πάντα. Γιατί παρελαύνουν όμως; Για να μην ξεχάσουμε.