
γράφει ο Πλάτων Ρούτης proutis0107@rogers.com
Συνεχίζουμε το δεύτερο μέρος της συζήτησης με τον Πέτρο. Την κουβέντα την αφήσαμε εκεί που ο Πέτρος φεύγοντας από την Ελλάδα για να μπαρκάρει σε ένα γκαζάδικο φτάνει στο λιμάνι του Πορτ Σαιντ στην διώρυγα του Σουέζ στην Αίγυπτο. Φοβήθηκες; Τον ρωτώ…. Όχι μου λέει δεν φοβήθηκα αλλά είχα ένα παράξενο συναίσθημα από ότι θυμάμαι τώρα, μη ξεχνάς έχουν περάσει και τόσα χρόνια….
Συναντήθηκα με τον Δεύτερο μηχανικό και μου εξήγησε ορισμένα πράγματα με την δουλειά που θα έκανα. Από την άλλη μέρα θα άρχιζα την βάρδια μου στη μηχανή. Την πρώτη φορά που συνάντησα το πλήρωμα του καραβιού ήταν όταν μετά από όλα αυτά πήγα στην τραπεζαρία του πληρώματος. Εκεί συνάντησα και άλλους μηχανικούς αλλά και νέους ανθρώπους από το πλήρωμα του καταστρώματος. Οι περισσότεροι ήταν από τα νησιά νέοι άνθρωποι αλλά και κάποιοι μεγαλύτεροι θαλασσινοί που του είχε κάψει η αλμύρα.
Περιμέναμε να έρθει η σειρά μας να περάσουμε το κανάλι του Σουέζ. Ήταν μια σειρά από καράβια από πολλά κράτη που το έβλεπες από τις σημαίες που είχαν. Όταν βγήκαμε από το Σουέζ στην Ερυθρά θάλασσα τότε κατάλαβα πως με πείραζε και με ζάλιζε το κούνημα του καραβιού. Ένας ναύτης μου είπε ότι εδώ υπάρχει η βουβή θάλασσα που ενώ δεν βλέπεις το κύμα το καράβι το κουνάει από τα μπούνια του. Τι να σου πω ρε φίλε συγνώμη κιόλας έβγαλα το στομάχι μου πολλές φορές. Για δύο μέρες δεν μπορούσα να φάω τίποτα.
Θα είδες πολλές τέτοιες καταστάσεις με την θάλασσα ρωτώ τον Πέτρο: Να σου πω ότι υπήρχαν ταξίδια που έκανα και η θάλασσα ήταν σαν λάδι αλλά και άλλες φορές που ήταν ο καιρός κατασκότεινος με κύματα που σκέπαζαν το καράβι. Ειδικά όταν το γκαζάδικο ήταν φορτωμένο η θάλασσα έσκαγε στην μία κουπαστή πέρναγε το κύμα επάνω στο κατάστρωμα και έπεφτε από την άλλη πλευρά.
Τα συνήθισες αυτά; τον ρωτώ: Στην αρχή της δουλειάς μου στα καράβια είχα ένα πρόβλημα που έμαθα ότι δεν ήταν μόνο δικό μου, λέει. Ενώ περπατούσα μέσα στο καράβι δεν πήγαινα στα ίσια. Πήγαινα πότε από εδώ και πότε από εκεί σαν μεθυσμένος. Μου είπε ένας ηλικιωμένος θερμαστής από την Χίο ότι έτσι είναι στην αρχή μέχρι να πάρεις τα πόδια της θάλασσας. Έπρεπε να συνηθίσω μέχρι και τον ρυθμό του πλοίου καθώς περπατούσα. Μου πήρε λίγο χρόνο να συνηθίσω αλλά στο τέλος μπορούσα να μεταφέρω ένα ποτήρι νερό ή μία κούπα γεμάτη καφέ στην καμπίνα μου χωρίς να χυθεί.
Το πρώτο λιμάνι που πιάσαμε ήταν στον Περσικό Κόλπο για να φορτώσουμε μαζούτ που θα το μεταφέρουμε στην Ιαπωνία. Στον περσικό Κόλπο έκανε πολύ ζέστη τόσο που οι λαμαρίνες του πλοίου έκαιγαν. Που να πατήσεις ξυπόλητος στο κατάστρωμα την ημέρα…θα είχες εγκαύματα. Δύσκολη η παραμονή μας στον Περσικό. Θυμάμαι που ο αέρας είχα μία μυρωδιά από τα διυλιστήρια και την ζέστη που ήταν ανυπόφορη μέχρι να την συνηθίσεις.
Πέτρο για πες μου μερικές ιστορίες από αυτές που λένε οι ναυτικοί για λιμάνια και τις περιπέτειες: Αφού το θέλεις θα σου την πω μία ιστορία που είχα στο λιμάνι Μαρακάϊμπο της Βενεζουέλας. Το Μαρακάϊμπο είναι ένα μεγάλο λιμάνι της Βενεζουέλας και βρίσκεται στην περιοχή της Καραϊβικής στα βόρεια της χώρας προς τον Ατλαντικό Ωκεανό. Το λιμάνι τα βράδια γεμίζει ήχους από τυμπανιστές που κάθονται στη γη μπροστά στα παραπήγματα γύρω από φωτιές και παίζουν τον λεγόμενο ρυθμό των Μεστίζο και των Πάρντο. Οι Πάρντο γεννήθηκαν από τους Αφρικανούς σκλάβους του αποικισμού λίγο πριν το 1800 και η μουσική αλλά και οι χοροί τους μαρτυρούν τη νοσταλγία για ελευθερία των σκλαβωμένων νέγρων.
Πρόκειται για ρυθμούς και ήχους εντυπωσιακούς που επηρέασαν τους λευκούς αποικιοκράτες οι όποιοι και τους κατέταξαν στον σημερινό πολιτισμό τους και η μουσική τους έγινε και η σημερινή μοντέρνα μουσική.
Η μέρα που δέσαμε στο λιμάνι της πόλης του Μαρακάϊμπο ήταν ζεστή και υγρή από την πολλή σιγανή και συνεχή βροχή που έπεφτε συνέχεια, ενώ η ζέστη με την υγρασία μούλιαζαν τα ρούχα μας πάνω στα ιδρωμένα κορμιά μας. Παρ όλα αυτά βάλαμε τα καλά μας και κατεβήκαμε τις σκάλες του πλοίου να πάμε στην πόλη ενώ η βροχή που έπεφτε μας μούσκευε ως το μεδούλι. Κανείς μας δεν σκέφτηκε να περιμένει να κοπάσει η βροχή, είχαμε βία όπως ο πεινασμένος ζητεί τροφή κι ο διψασμένος νερό, να μπούμε στα μπάρς του λιμανιού, να συναντήσουμε γυναίκες και να διασκεδάσουμε, και μαζί να μεθύσουμε, να τις αγγίξουμε και να μας αγγίξουν.
Σε ένα παράμερο δρομάκι ήταν ένα μπαρ σκοτεινό και άδειο από πελάτες, εγώ και ο παρέας μου ένας νέος θερμαστής και αυτός από την Χίο, Αριστείδη τον έλεγαν, μπήκαμε μέσα. Ήταν τελείως άδειο, χωρίς μπάρμαν ή κάποιο υπεύθυνο, και ετοιμαζόμασταν να φύγουμε όταν άνοιξε μια εσωτερική πόρτα και παρουσιάστηκε μια καταπληκτική σε κορμί και ομορφιά γυναίκα. Μας μίλησε Ελληνικά και ο φίλος μου ο θερμαστής της την έπεσε αμέσως.
Έκατσα στην άκρη του μπαρ και παρήγγειλα κόκα μπράντι και πίνοντας το σιγά, τους παρακολουθούσα να χαμουρεύονται. Τα ρούχα μου κολλούσαν πάνω μου και κάθε τόσο κοιτούσα έξω τον καιρό για να πάω να αλλάξω μόλις θα σταματούσε η βροχή. Την ώρα που κόπασε και ήμουν έτοιμος να πω στο φίλο μου ότι φεύγω, νάσου ανοίγει ξανά η πόρτα και μπαίνει άλλη μια κοπέλα, λεπτή με αδύνατα πόδια και στενή λεκάνη. Σε χρόνια θα την έβαζα όσο ήμουν εγώ και αλλά τόσα, ενώ το πρόσωπο της ήταν συμπαθητικό και πονεμένο. Έδειχνε να έχει βάσανα, φαινόταν κουρασμένη, είχε ακόμα ένα βλέμμα γλυκό και θλιμμένο. Με είδε που σηκώθηκα, με πλησίασε και μου πιασε το χέρι.
-Που πας, με ρώτησε με σπασμένα Ελληνικά, κάτσε να σε δούμε, εμείς εδώ σας αγαπάμε εσάς τους Έλληνες και θαυμάζουμε τον αρχαίο σας πολιτισμό. Ήξερα ότι πολλά καράβια με Ελληνικά πληρώματα είχαν δέσει στα λιμάνια της περιοχής για αυτό και πολλές γυναίκες στα μπαρ μιλούσαν Ελληνικά.. Δεν μου άφηνε το χέρι, μου το κρατούσε με τρυφερότητα που με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Πέτρο σε αγάπησε του λέω: Σοβαρά μιλάς; Μπα δεν με αγάπησε, πρέπει να ξέρεις μου λέει ότι οι έρωτες στα λιμάνια βαστάνε όσο είσαι μαζί με την γυναίκα μετά δεν την θυμάσαι. Κατάλαβε την δυσκολία που μάλλον είχα και από μόνη της πήγε πίσω από το μπαρ, έβαλε δυο ποτά και μού δώσε το ένα. Παρήγγειλα ύστερα εγώ άλλα δυο και αλλά δυο, μετά από λίγη ώρα χωρίς να καταλάβω αν την ψώνισα ή αν με ψώνισε, φύγαμε πιασμένοι χέρι με χέρι.
Είναι εμπειρίες συνηθισμένες και ανθρώπινες που όμως δεν φεύγουν από τις μνήμες όσα χρόνια να περάσουν, ειδικά στις περιπτώσεις των ναυτικών που μακριά από την πατρίδα στη μαύρη ξενιτιά, βρίσκουν παρηγοριά σε γυναικείες αγκαλιές με ψεύτικες τρυφερότητες και προσποιητές αγάπες προσπαθώντας να δημιουργήσουν τεχνητά αισθήματα, που τα πρόσωπα τους ξεχνιούνται στο επόμενο λιμάνι, αλλά οι αναμνήσεις τους μένουν χαραγμένες και αποτυπωμένες στο νου τους ενόσω ζουν.
Ξημέρωνε η επόμενη μέρα, στις τέσσερις χαράματα ξεκινούσε η βάρδια μου. Νυσταγμένος καθώς ήμουν σηκώθηκα με το ζόρι, ντύθηκα, πλήρωσα τη γυναίκα, την αποχαιρέτησα και έφυγα. Γύρισα με τα πόδια στο πλοίο που το βρήκα άδειο από φορτίο καθώς είχε ξεφορτώσει, και η σκάλα ήταν πολύ ψηλά για να την φτάσω. Έβαλα μια φωνή στον ναύτη της βάρδιας που στεκόταν ακουμπισμένος στα ρέλια, και αυτός μου έγνεψε να περιμένω. Κάλεσε με τον ασύρματο που είχε στο χέρι τον λοστρόμο, και αυτός με ακόμα ένα ναύτη ήρθαν στο παλάγκο και κατέβασαν ένα τεράστιο κλουβί σαν καλάθι κάτω στο μόλο. Μπήκα μέσα, και με ανέβασαν πάνω. Πήγα στη καμπίνα μου για να βάλω τη φόρμα της δουλειάς να κατεβώ στο μηχανοστάσιο για τη βάρδια μου.
Και κάτω στη μηχανή στη βάρδια μου, περπατώντας πάνω κάτω για να περάσει η ώρα, έπιασα τον εαυτό μου να έχει ξεχάσει το όνομα της. Σκεφτόμουν πως ήταν μια απλή ερωτική συνεύρεση με προσποιητά αισθήματα, μια πράξη ανθρώπινης ανάγκης και εξυπηρέτησης που δια αμοιβής έλαβα από την καχεκτική γυναίκα μέσα στο φτηνό ξενοδοχείο.
Έκανα πολλά ταξίδια στο διάστημα που δούλευα στα καράβια αλλά πάντα είχα στο μυαλό μου την ημέρα της επιστροφής πίσω στην πατρίδα. Το τελευταίο μου ταξίδι ήταν στην Ολλανδία όταν ο καπετάνιος ανακοίνωσε ότι πηγαίνουμε στην Ελλάδα. Μάθαμε ότι με τον θάνατο του Λιβανού του ιδιοκτήτη, το καράβι δινόταν στην κόρη του Αθηνά που ήταν και το όνομα του καραβιού.
Γύρισα στην Ελλάδα και μετά από μερικά χρόνια μετανάστεψα στον Καναδά. Δεν με σήκωνε πια η Ελλάδα ειδικά μετά τον θάνατο της μητέρας μου δεν ήθελα να ζήσω εκεί και έτσι έκανα τα χαρτιά μου και ήρθα στον Καναδά και έριξα την άγκυρα μου εδώ. Στην Ελλάδα δεν είχα τους γονείς μου και ο αδελφός μου είχε μεταναστέψει στον Νότια Αφρική και εκεί έφτιαξε την οικογένεια του.
Όσοι επιθυμούν να διαβαστεί η ιστορία τους θέλω να τους ενθαρρύνω να έρθουν σε επαφή και να μιλήσουν μαζί μου. Το email μου είναι στην αρχή της ιστορίας. Πλάτων Ρούτης.