Τα πολιτικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εγκαλούν με χλεύη τον Πρωθυπουργό πως δεν κατάργησε τη Συμφωνία των Πρεσπών για την οποία έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να μην κυρωθεί, γιατί η ακύρωσή της δεν θα ήταν δυνατή. Το είχε ξεκαθαρίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν έκανε την πρόταση μομφής.
Δεν είπε ποτέ ότι μπορεί να την ακυρώσει, γιατί ο Τσίπρας με τον Ζάεφ έβαλαν τον όρο πως ΔΕΝ ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ. Γι αυτό ήταν τόσο ακριβή η Συμφωνία και ο Κοτζιάς τσέπωσε 50 εκατομμύρια, όπως κατήγγειλε ο Καμμένος.
Δυστυχώς, οι ψηφοφόροι των συριζαίων έχουν εγκέφαλο φασολιού, οπότε μπορούν να πιστεύουν όσα τους λένε και δεν θα σωθούν ποτέ από αυτό.
Η Συμφωνία των Πρεσπών δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη συμφωνία ή συνθήκη και δεν μπορεί να ανακληθεί. Οι διατάξεις της είναι νομικά δεσμευτικές και για τα δύο μέρη από άποψη Διεθνούς Δικαίου και θα παραμείνει σε ισχύ επ' αόριστον.
Ως προς το θέμα της καταγγελίας, λύσεως ή τέλος πάντων «απαλλαγής» από τη συμφωνία των Πρεσπών, αφού αυτή κυρωθεί, τα πράγματα είναι (επώδυνα) προβληματικά. Το θέμα ρυθμίζεται από τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών (1969) που δεσμεύει τόσο την Ελλάδα όσο και την ΠΓΔΜ. Εκεί περιλαμβάνονται οι εξής δυνατότητες: (α) ακύρωση, (β) καταγγελία και (γ) λήξη/αναστολή εφαρμογής μιας συνθήκης σε περίπτωση ουσιώδους παραβιάσεως των όρων της.
Η Σύμβαση της Βιέννης ορίζει περιοριστικά τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η ακύρωση μιας συμφωνίας. Πρέπει να επικαλεσθούμε πλάνη, απάτη, δωροδοκία, εξαναγκασμό με απειλή ή χρήση βίας και άλλα ανάλογα κατά την υπογραφή της συμφωνίας… Δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο ίσχυσε, οπότε η πιθανότητα να χαρακτηρισθεί η συμφωνία άκυρη, δεν έχει βάσεις.
Δεύτερη πιθανότητα που πρέπει να εξετασθεί είναι αυτή της καταγγελίας. Η συμφωνία των Πρεσπών αναφέρει στο άρθρο 20 ότι οι διατάξεις της «θα παραμείνουν σε ισχύ για αόριστο χρονικό διάστημα και είναι αμετάκλητες. Δεν επιτρέπεται καμία τροποποίηση της παρούσας συμφωνίας που περιέχεται στο άρθρο 1 (3) και στο άρθρο 1 (4)». Επομένως, κατ’ αρχήν προκύπτει ότι τα δύο κράτη θέλησαν να είναι αμετάκλητες οι διατάξεις της συμφωνίας. Επιπλέον, οι επίμαχες διατάξεις για το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», για την υπηκοότητα του κράτους που ορίσθηκε ως «μακεδονική/πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας» και για την αναγνώριση «μακεδονικής» γλώσσας, περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος και δεν τροποποιούνται. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται το άρθρο 56 της Συμβάσεως της Βιέννης που ορίζει ρητώς ότι συνθήκη που δεν περιέχει διάταξη για καταγγελία «δεν δύναται να καταγγελθή ή να λυθή διά αποχωρήσεως».
Μοναδική εξαίρεση είναι να θεωρηθεί η φύση της συνθήκης των Πρεσπών τέτοια, που να δικαιολογεί την καταγγελία. Πρόκειται για δύσκολο εγχείρημα. Στο διεθνές δίκαιο αναφέρονται οι κατηγορίες των συνθηκών που δικαιολογούν την καταγγελία. Δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι η συμφωνία των Πρεσπών θα μπορούσε να υπάγεται σε κάποια από αυτές.
Στην πραγματικότητα, μετά την κύρωση της συμφωνίας ισχύει ο γενικός κανόνας του διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι «τα συμπεφωνημένα πρέπει να τηρούνται». Τηρούνται όμως;