Μια ομάδα Καναδών επιστημόνων απέδειξε ότι μετατροπή της ομάδας αίματος σε όργανα δωρητών που προορίζονται για μεταμόσχευση, είναι εφικτή και ασφαλής.
Το πείραμα, το οποίο διεξήχθη στα ερευνητικά εργαστήρια θωρακοχειρουργικής Latner και στο Κέντρο Μεταμοσχεύσεων Ajmera στο Γενικό Νοσοκομείο Τορόντο, αποτελεί σημαντικό βήμα για τη δίκαια κατανομή των οργάνων και τη μείωση της θνησιμότητας των ασθενών που βρίσκονται σε λίστες αναμονής.
«Με το ισχύον σύστημα αντιστοίχισης, ο χρόνος αναμονής μπορεί να είναι σημαντικά μεγαλύτερος για τους ασθενείς που χρειάζονται μεταμόσχευση ανάλογα με την ομάδα αίματός τους», ανέφερε στο δελτίο τύπου ο Δρ. Μαρτσέλο Σάιπελ, διευθυντής του Κέντρου Μεταμοσχεύσεων Ajmera και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
«Η δημιουργία τέτοιων οργάνων θα μπορούσε να εξαλείψει το εμπόδιο της αντιστοίχισης αίματος. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούμε να δίνουμε προτεραιότητα στους ασθενείς που τα χρειάζονται, να σώζουμε περισσότερες ζωές και να σπαταλούμε λιγότερα όργανα», πρόσθεσε ο Σάιπελ.
Η ομάδα αίματος καθορίζεται από την παρουσία αντιγόνων στην επιφάνεια των ερυθρών αιμοσφαιρίων – η ομάδα Α έχει το αντιγόνο Α, η Β έχει το αντιγόνο Β, η ΑΒ έχει και τα δύο αντιγόνα και η Ο δεν έχει κανένα. Τα αντιγόνα μπορούν να προκαλέσουν ανοσολογική αντίδραση εάν είναι ξένα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορούμε να λάβουμε αίμα μόνο από δότες με τον ίδιο τύπο αίματος με τον δικό μας, ή με την καθολική ομάδα Ο.
Ομοίως, τα αντιγόνα Α και Β είναι παρόντα στις επιφάνειες των αιμοφόρων αγγείων του σώματος. Για παράδειγμα, εάν κάποιος με ομάδα αίματος Ο λάβει ένα μόσχευμα από έναν δότη με ομάδα αίματος Α, το όργανο πιθανώς θα απορριφθεί. Κατά συνέπεια, τα όργανα των δοτών αντιστοιχίζονται με πιθανούς λήπτες στη λίστα αναμονής με βάση την ομάδα αίματος, μεταξύ άλλων κριτηρίων.
Οι ασθενείς με ομάδα αίματος Ο περιμένουν κατά μέσο όρο διπλάσιο χρόνο για να λάβουν μόσχευμα πνεύμονα σε σύγκριση με τους ασθενείς με ομάδα αίματος Α, εξήγησε η Δρ. Αιζού Γουάνγκ, επιστημονική συνεργάτης στο εργαστήριο του Σαιπέλ και κύρια συγγραφέας της μελέτης.
«Αυτό μεταφράζεται σε θνησιμότητα. Οι ασθενείς με ομάδα αίματος Ο που χρειάζονται μόσχευμα πνεύμονα έχουν 20% υψηλότερο κίνδυνο να πεθάνουν περιμένοντας ένα συμβατό όργανο», πρόσθεσε η Γουάνγκ.
Ένας ασθενής με ομάδα αίματος Ο ή Β που χρειάζεται μεταμόσχευση νεφρού, θα βρίσκεται στη λίστα αναμονής κατά μέσο όρο 4 έως 5 χρόνια, σε σύγκριση με 2 έως 3 χρόνια για τις ομάδες Α ή ΑΒ.
Το πείραμα
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν το πρωτοποριακό σύστημα Ex Vivo Lung Perfusion (EVLP) ως πλατφόρμα για τη θεραπεία. Το σύστημα EVLP διοχετεύει θρεπτικά υγρά στα όργανα, ώστε να έχουν τη θερμοκρασία του σώματος και να μπορούν να επισκευαστούν και να βελτιωθούν πριν από τη μεταμόσχευση.
Οι ερευνητές τοποθέτησαν ανθρώπινους πνεύμονες από δότες με ομάδα αίματος Α οι οποίοι δεν ήταν κατάλληλοι για μεταμόσχευση, στο κύκλωμα EVLP. Ο ένας πνεύμονας υποβλήθηκε σε επεξεργασία με μια ομάδα ενζύμων για την απομάκρυνση των αντιγόνων από την επιφάνεια του οργάνου, ενώ ο άλλος πνεύμονας, από τον ίδιο δότη, δεν υπέστη καμία επεξεργασία.
Στη συνέχεια, η ομάδα δοκίμασε καθέναν από τους πνεύμονες προσθέτοντας αίμα ομάδας Ο στο κύκλωμα, για να προσομοιώσει μια μεταμόσχευση ασυμβίβαστη με το σύστημα αντιγόνου ΑΒΟ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι επεξεργασμένοι πνεύμονες ήταν καλά ανεκτοί, ενώ οι μη επεξεργασμένοι παρουσίασαν σημάδια απόρριψης.
Ο ρόλος των ενζύμων του εντέρου
Ο βιοχημικός Στίβεν Γουίδερς και η ομάδα του στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στο Βανκούβερ του Καναδά, ανακάλυψαν το 2018 μια ομάδα ενζύμων, η οποία ήταν το κλειδί για αυτό το πρώτο βήμα στη δημιουργία οργάνων «καθολικής» ομάδας αίματος. Αυτά τα ένζυμα διοχετεύθηκαν στους πνεύμονες σε αυτή τη μελέτη, χρησιμοποιώντας το κύκλωμα EVLP.
«Τα ένζυμα είναι οι καταλύτες της φύσης και πραγματοποιούν συγκεκριμένες αντιδράσεις. Αυτή η ομάδα ενζύμων που βρήκαμε στο ανθρώπινο έντερο, μπορεί να ‘εξαφανίσει’ τα σάκχαρα από τα αντιγόνα Α και Β των ερυθρών αιμοσφαιρίων και να τα μετατρέψει σε κύτταρα τύπου αίματος Ο», εξήγησε ο Γουίδερς.
Η επιστημονική ομάδα σκοπεύει να ξεκινήσει κλινικές δοκιμές εντός των επόμενων 12-18 μηνών.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Science Translational Medicine.